Οταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, η διεθνής συγκυρία ήταν ιδιαιτέρως αρνητική. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι Ελληνες δεν ήταν τόσο η ύπαρξη της Ιεράς Συμμαχίας. Μπορεί η τελευταία να καταδίκασε την Επανάσταση και να αρνήθηκε να δεχθεί τους Ελληνες εκπροσώπους στο Συνέδριο της Βερόνας, αλλά σε καμία περίπτωση δεν χειρίστηκε την Ελληνική Επανάσταση όπως εκείνες της ιβηρικής και της ιταλικής χερσονήσου. Ο Μέτερνιχ βυσσοδομούσε, αλλά ο Καποδίστριας και η απροθυμία των άλλων δυνάμεων να εμπλακούν, περιόρισαν την αντίθεσή της Συμμαχίας σε ανέξοδα ρητορικά σχήματα που απογοήτευσαν τους Ελληνες αλλά δεν τους κόστισαν ιδιαίτερα. Το πραγματικό πρόβλημα ήταν άλλο.
Το 1821, τέσσερις μεγάλες δυνάμεις (Μεγάλη Βρετανία, Αυστρία, Γαλλία, Πρωσία), θεωρούσαν σχεδόν βέβαιο ότι η Ελληνική Επανάσταση, ακόμα κι αν δεν είχε οργανωθεί από τη Ρωσία, θα κατέληγε οπωσδήποτε να την ωφελήσει πολλαπλώς («Morning Chronicle», 7/4/1821). Οι βρετανικές και οι γαλλικές εφημερίδες δεν μπορούσαν να εξηγήσουν γιατί η Επανάσταση ξεκίνησε στη Μολδοβλαχία, τόσο μακριά από την Πελοπόννησο («Chester Courant», 8/5/1821). Η πληροφορία ότι ελέγχονταν από «μια μυστική εταιρεία, που ακολουθεί το μασονικό μοντέλο πολιτικής οργάνωσης» («Gazette de France», 14/4/1821) και η οποία ιδρύθηκε από εμπόρους στη Ρωσία («Morning Herald», 27/4/1821) ενίσχυε υποψίες που έγιναν βεβαιότητα όταν ο Υψηλάντης αναφέρθηκε στη Ρωσία στη διακήρυξή του. Δεν υπάρχει, άλλωστε, αμφιβολία ότι οι μυστικές ρωσικές υπηρεσίες ήξεραν τα πάντα για τη Φιλική Εταιρεία και ήταν προετοιμασμένες για κάθε ενδεχόμενο. Από επιστολή του Πατριάρχη Γρηγόριου Ε´ προς τον Π.Π. Γερμανό, στις 13/3/1821, πληροφορούμαστε ότι ο Ρώσος πρέσβης Στρογκανόφ είχε διαβεβαιώσει αμέσως τον Σουλτάνο ότι η χώρα του δεν κρυβόταν πίσω από την Επανάσταση. Η στάση του Τσάρου στο Συνέδριο του Λάιμπαχ δεν διασκέδασε τις εντυπώσεις, οι Ρώσοι θα έβγαιναν οπωσδήποτε κερδισμένοι από αυτή την εξέγερση. Το παράδειγμα της Σερβίας, που με τη δική της επανάσταση πέρασε από την επιρροή των Αψβούργων σε εκείνη των Ρώσων, αποτελούσε, μαζί με το ιδιόμορφο στάτους της Μολδοβλαχίας, ένα καλό παράδειγμα για την αποτελεσματικότητα της αναθεωρητικής ρωσικής πολιτικής στα Βαλκάνια.
Ομως, τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι περίμενε η πολιτική ελίτ της Ευρώπης. Κατ’ αρχάς η Επανάσταση, αν και κατέρρευσε στη Μολδοβλαχία, εδραιώθηκε στη Νότια Βαλκανική και σε μεγάλο μέρος του Αιγαίου. Εξαιτίας της στρατιωτικής ιδιοφυΐας του Κολοκοτρώνη, κατελήφθη αμέσως το πολιτικό κέντρο της Πελοποννήσου και συνετρίβη η πρώτη και τελευταία στρατιά που εισέβαλε στην Πελοπόννησο, μέχρι τον Φεβρουάριο του 1825. Επιπλέον, τον Ιανουάριο του 1822, οι Ελληνες συστήθηκαν στην Ευρώπη ως οι κατεξοχήν Ευρωπαίοι, χρησιμοποιώντας μια πολιτική και θεσμική ορολογία ασύμβατη με τη λογική των απολυταρχικών καθεστώτων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, ενώ διεκδικούσαν, αδιαπραγμάτευτα, εθνική ανεξαρτησία. Αλλά οι εκπλήξεις που θα ακολουθούσαν ήταν μεγαλύτερες, γιατί κάθε μέρα που περνούσε γινόταν αντιληπτό ότι οι Ελληνες δεν ήταν πιόνια των Ρώσων, τους οποίους δεν αντιμετώπιζαν ούτε καν ως προνομιακούς συνομιλητές.
Ο ιθύνων νους
Δεν θα ήταν υπερβολή να αποδώσουμε, σχεδόν πλήρως, την ευθύνη της επιτυχούς εξωτερικής πολιτικής του 1822 στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Αλλωστε, αυτός ήταν που τη χειρίστηκε επίσημα μέχρι την άνοιξη του 1823 και ανεπίσημα, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 1826. Ολες οι κινήσεις και οι επιλογές του είχαν σκοπό να πείσουν τους Βρετανούς, τους Γάλλους, ακόμα και τους Αυστριακούς, ότι η Επανάσταση δεν ελέγχεται από τους Ρώσους, ούτε οργανώθηκε από τέκτονες ή καρμπονάρους. Φρόντισε να εξαφανισθούν οι αναφορές στη Φιλική Εταιρεία και να ολοκληρωθεί η de facto αποκοπή από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως με τον ορισμό του Επισκόπου Ανδρούσης στη θέση του Μινίστρου των Θρησκευτικών. Αν και περιστοιχιζόταν από φιλελεύθερους (Πολυζωίδης, Μάγερ) ακόμα και καρμπονάρους (Γκαλίνα) και πέρασε ένα δημοκρατικό Σύνταγμα με τη βοήθειά τους, έπεισε τους Ευρωπαίους για τη μετριοπάθεια και τη σύνεσή του. Κυρίως, όμως, έπαιξε πολύ επιτυχημένα, δύο ισχυρά χαρτιά που είχε στη διάθεσή του, το εθνικό και το θρησκευτικό. Οι χριστιανοί απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων πολεμούσαν κατά των βαρβάρων μουσουλμάνων Τούρκων. Κανείς στην Ευρώπη δεν μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος. Η τολμηρότερη κίνησή του ήταν η απόπειρα προσέγγισης του Πάπα. Απ’ ό,τι φαίνεται είχε τη συναίνεση της ηγεσίας της Επανάστασης και αρκετές πιθανότητες επιτυχίας, αν δεν αντιλαμβάνονταν έγκαιρα οι Αυστριακοί το σχέδιο. Ο Μέτερνιχ υποχρέωσε τον Πάπα να μη δεχθεί τους Ελληνες εκπροσώπους – ουσιαστικά τον Π.Π. Γερμανό που είχε λευκή εντολή να διαπραγματευθεί.
Ομως, το δυσκολότερο που έπρεπε να πετύχει ήταν να πείσει τους Βρετανούς, τους Γάλλους και τους Αυστριακούς ότι ένα ανεξάρτητο ελληνικό κράτος μπορούσε και έπρεπε να αντικαταστήσει την παρηκμασμένη οθωμανική αυτοκρατορία ως το ανάχωμα απέναντι στον ρωσικό επεκτατισμό. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, δηλαδή, να παρουσιάσει τη λύση του ελληνικού ζητήματος, ταυτόχρονα, ως λύση του Ανατολικού Ζητήματος. Αυτή δεν ήταν μια ευκαιριακή ανεπεξέργαστη ιδέα. Δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό, αλλά ένα χρόνο πριν από το ξέσπασμα της Επανάστασης, ο Μαυροκορδάτος είχε γράψει στα γαλλικά ένα δοκίμιο με τίτλο «Περί της καταστάσεως της Τουρκίας». Το κείμενο έχει μεγάλο ενδιαφέρον αλλά θα περιοριστούμε μόνο στο εξής: ο συγγραφέας επιχειρούσε να πείσει τους Ευρωπαίους ότι η πτώση της οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν αναπόφευκτη. Θα έπρεπε, λοιπόν, να φερθούν ως «προνοητικοί αρχιτέκτονες» για να επωφεληθούν από αυτήν την πτώση. Η πρότασή του ήταν σαφής: οι Ευρωπαίοι θα έπρεπε να στηρίξουν οποιαδήποτε προσπάθεια ανατροπής των Οθωμανών, ακόμα και με επανάσταση, από τους Ελληνες, ένα ανερχόμενο δυναμικό έθνος. Η «Ελληνική Αυτοκρατορία», που οραματίστηκε, θα καταλάμβανε τον χώρο νότια της Σερβίας και της Μολδοβλαχίας.
Πρόσθεσε κάτι ανήκουστο για τον ελληνισμό της εποχής. Οι Ρώσοι δεν ήταν το μυθικό «ξανθό γένος» αλλά συνιστούσαν απειλή για τον ελληνισμό, καθώς θα δρούσαν ανταγωνιστικά στη δημιουργία ενός ισχυρού δυτικόστροφου ελληνικού κράτους. Ομως, ταυτόχρονα, θεωρούσε τη Ρωσία χρήσιμη γιατί ήταν απαραίτητη για την επιτάχυνση των εξελίξεων. [Δυστυχώς το κείμενο δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Ομως το παρουσιάζει αναλυτικότατα ο συνάδελφος Γεώργιος Θεοδωρίδης στην εξαιρετική του μονογραφία «Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος» (ΕΙΕ, 2012), σελ. 149-240].
Βρετανική στροφή
Τον Αύγουστο του 1822, ο Τζορτζ Κάνινγκ αναλαμβάνει το υπουργείο Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας. Μέχρι το 1824 θα μεταβάλει την πολιτική της χώρας του με τέτοιον τρόπο που θα επιτρέψει, λίγα χρόνια αργότερα, να δοθεί διπλωματική λύση στο ελληνικό ζήτημα. Ακόμα και μετά τον θάνατό του και την ανατροπή της πολιτικής του από τον Ουέλιγκτον, οι Βρετανοί θα αντιληφθούν πολύ σύντομα ότι το γεωπολιτικό σχέδιο αντικατάστασης της οθωμανικής αυτοκρατορίας με μια ελληνική θα μπορούσε να είναι προς το συμφέρον τους («πρέπει να οικοδομήσουμε μια Ελληνική Αυτοκρατορία» που να ελέγχει τον Βόσπορο, τα Δαρδανέλλια και την Κωνσταντινούπολη, γράφει ο Ουέλιγκτον στον Λόρδο του Αμπερντίν στις 11/9/1829).
Αλλά κάτι που δεν έχει εκτιμηθεί ιδιαίτερα, είναι ότι αυτή η στροφή προαναγγέλλεται έναν ολόκληρο χρόνο πριν από την άνοδο του Κάνιγκ, με δημοσιεύματα στους Times και σε άλλες εφημερίδες, που υιοθετούν σχεδόν πλήρως τις θέσεις Μαυροκορδάτου. Το πώς συνέβη αυτό θα το δούμε στο επόμενο σημείωμά μας.
* Ο κ. Αριστείδης Χατζής είναι καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦίΜ). Η σειρά άρθρων με θέμα τα φιλελεύθερα, δημοκρατικά και νεωτερικά χαρακτηριστικά της Επανάστασης του 1821 αποτελεί μέρος του εκπαιδευτικού προγράμματος του ΚΕΦίΜ με θέμα: «Ελλάδα 2021: Διακόσια χρόνια από τη Φιλελεύθερη Επανάσταση».