Το ρεπορτάζ του Η. Μπέλλου σε μία σελίδα της «Καθημερινής» της περασμένης Κυριακής με γέμισε πικρία, που όμως γρήγορα έδωσε τη θέση της στην ελπίδα ότι «ποτέ δεν είναι αργά» σ’ αυτή την ευλογημένη χώρα να πάρει τις σωστές αποφάσεις σε έναν τομέα της οικονομίας που η Ελλάδα είχε πάντα ένα μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα και μέχρι σήμερα δεν το αξιοποίησε όσο μπορούσε! To ρεπορτάζ αναφερόταν στην πώληση της Forthnet και σε επενδυτικά σχέδια διαφόρων πολυεθνικών ομίλων στην Ελλάδα.
Πιο συγκεκριμένα: Η γνωστή Forthnet (έλεγε το ρεπορτάζ) οδεύει στην «αγκαλιά» της BC Partners για ένα deal της τάξεως των 100 εκατ. ευρώ. Θυμήθηκα τη συμμετοχή μου στο ιδρυτικό Δ.Σ. της Forthnet το 1995 μαζί με τον Ι. Στράτο, πρόεδρο του ΣΕΒ. Προσφερθήκαμε να βοηθήσουμε την τότε spin-off του ΙΤΕ στην Κρήτη να εισέλθει αποτελεσματικά στη ραγδαία αναπτυσσόμενη αγορά των τηλεπικοινωνιών. Εκτοτε πέρασαν 25 χρόνια, από τα πιο δημιουργικά διεθνώς στον χώρο δραστηριότητας της Forthnet. Η εταιρεία έκανε άλματα τεχνολογικής προόδου, μπήκε στο Χρηματιστήριο, ανέπτυξε διεθνείς συνεργασίες, δεν τα κατάφερε μόνη της και σήμερα ίσως «διασώζεται» από το deal με τους BC Partners.
Η πικρία μου έχει σχέση με το ότι η τότε ελληνική πολιτεία δεν διέγνωσε σωστά ότι το φωτεινό παράδειγμα της Forthnet, αλλά και ερευνητικών ιδρυμάτων όπως το ΙΤΕ, θα ήταν μόνον η αρχή και ότι ήταν η κατάλληλη εποχή να επενδύσει σημαντικά κονδύλια στην έρευνα και στις νέες τεχνολογίες που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα ελληνικό «θαύμα» οικονομικής ανάπτυξης και εξειδικευμένης απασχόλησης ταλέντων, με στόχο όχι μόνο την ελληνική αλλά και τη διεθνή βιομηχανία.
Ο προβληματισμός μου ήταν ότι αυτό ακριβώς έκανε, αντίστοιχα, το φιλικό μας Ισραήλ και μετέτρεψε την έρημο σε Startup Νation, με πολλά δισ. ευρώ έσοδα από πωλήσεις των εταιρειών υψηλής τεχνολογίας στις οποίες επένδυσε σοβαρά στην ίδια 30ετία!! Τα περισσότερα από αυτά τα κέρδη επέστρεψαν στα πανεπιστήμια και στα ερευνητικά κέντρα του Ισραήλ, που αναχρηματοδοτούν μόνα τους πλέον την έρευνα και τη λειτουργία τους σε στενή συνεργασία με τις επιχειρήσεις. Ηταν σίγουρα η πιο αποτελεσματική πολιτική προσέλκυσης μεγάλων ξένων επενδύσεων που κυριολεκτικά κατέκλυσαν το Ισραήλ, αλλάζοντας ριζικά το οικονομικό μοντέλο ανάπτυξής του. Και εδώ δεν πρέπει να διαφεύγει την προσοχή μας ότι η τεχνολογία έλυσε και το πρόβλημα «άμυνας» της χώρας από την επιθετικότητα των πολύ ισχυρών γειτόνων της. Μήπως σημαίνει κάτι και για εμάς αυτή η τελευταία επισήμανση;
Τέλος, η ελπίδα μου είναι ότι, έπειτα από διαρκείς παλινωδίες και εξόχως μυωπικές πολιτικές κατά τη διάρκεια των περασμένων κρίσεων χρέους, φθάσαμε επιτέλους σε μια πολιτική ωριμότητα, πολιτεία και πολίτες μαζί, να μοιραστούμε τις ευθύνες και να επιχειρήσουμε τη ριζική αναμόρφωση του ελληνικού μοντέλου ανάπτυξης στο επίπεδο που αρμόζει στην Ιστορία, στον πολιτισμό και στο ανθρώπινο δυναμικό της.
Η σημερινή κυβέρνηση μας εξέπληξε ευχάριστα με την επιλογή προσώπων που κλήθηκαν να αλλάξουν τη δομή και να παλινορθώσουν τη σοβαρότητα της ελληνικής πολιτείας του 2020-2030. Από τους ενοίκους του Μαξίμου μέχρι την ψηφιακή μεταρρύθμιση, την παιδεία, τους συμβούλους για το rebranding της χώρας και πρόσφατα την υγεία, η Ελλάδα πλαισιώθηκε, ξαφνικά, από επαγγελματίες και επιστήμονες που πείθουν όσους από εμάς προσβλέπουμε σε μία άλλη Ελλάδα, να αναλάβουμε νέες πρωτοβουλίες και ευθύνες.
Για λόγους που δεν είναι δύσκολο να κατανοηθούν, η Ελλάδα σήμερα είναι ιδιαίτερα ώριμη να κάνει το μεγάλο βήμα με τη δημιουργία ενός ακόμη ισχυρού πυλώνα στη δομή του ΑΕΠ της. Είναι η ώρα να επενδύσει σοβαρά και μακροπρόθεσμα στην ανάπτυξη μιας ελληνικής βιομηχανίας νέων τεχνολογιών που να στοχεύει σε συνεισφορά στο ΑΕΠ παρόμοια με αυτή του τουρισμού και της μεταποίησης.
Ο τουρισμός είναι και θα είναι πάντα στις πρώτες θέσεις ανάπτυξης της εθνικής μας οικονομίας. Χρειάζονται όμως περισσότερα βασικά πεδία ανάπτυξης του ΑΕΠ, κυρίως σε εποχές μεγάλων κρίσεων όπως αυτή που περνάει σήμερα η υφήλιος και ίσως άλλων μικρότερων κρίσεων για τις οποίες καλό θα είναι να είμαστε προετοιμασμένοι. Μια σύγχρονη και ισχυρή βιομηχανία νέων τεχνολογιών και η καινοτομία στην οποία στοχεύει, μπορεί να αποτελέσει ένα νέο θεμέλιο για την εξωστρέφεια και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των βασικών τομέων της ελληνικής βιομηχανίας. Ηρθε η ώρα να γίνουν σοβαρές, δημόσιες κυρίως, επενδύσεις στο νέο αυτό μοντέλο ανάπτυξης της εθνικής μας οικονομίας, που θα είναι όσο πιο σταθερό γίνεται στις διεθνείς κρίσεις, θα στηρίζεται σε προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας και βέβαια στο ανθρώπινο / επιστημονικό δυναμικό μας. Αυτή θα είναι η καλύτερη επένδυση που θα μπορούσε να κάνει η πολιτεία προς όφελος όλων, χωρίς εξαίρεση, των πολιτών της. Αρκεί να γίνει άμεσα και σε μεγέθη ανάλογα του Ισραήλ!
Για να επανέλθω στο ρεπορτάζ του Η. Μπέλλου στην «Καθημερινή»: Η BC Partners στη Forthnet, η Solaris στην παραγωγή υδρογόνου στη Δ. Μακεδονία, η γαλλική Safran στη συντήρηση κινητήρων αεροσκαφών, η Volkswagen, είναι λίγα μόνον παραδείγματα πολυεθνικών ομίλων που βλέπουν ευκαιρίες στην εγκατάστασή τους στην Ελλάδα. Πολλές έχουν ήδη εγκατασταθεί και επεκτείνονται. Η Pfizer, η Cisco, η Deloitte στη Θεσσαλονίκη, η Tesla στην Αττική, είναι μόνον η αρχή τέτοιων νέων επενδύσεων στην Ελλάδα.
Η εμφανής αυτή κινητικότητα των ισχυρών της διεθνούς βιομηχανίας στη χώρα μας, δεν είναι ούτε τυχαία ούτε ευκαιριακή και αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά όσο η Ελλάδα κερδίζει αξιοπιστία, σοβαρότητα και προβάλλει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Εκτός από τη γεωπολιτική της θέση, την ποιότητα ζωής, τα βουνά και τα ακρογιάλια της, οι ξένοι επενδυτές αποδίδουν μεγάλη σημασία στην αφθονία, την ποιότητα και το ανταγωνιστικό κόστος του ελληνικού ανθρώπινου δυναμικού, αλλά και στην ωριμότητα που διακρίνουν σε παλιές και νεότερες ελληνικές επιχειρήσεις που διαπρέπουν πλέον και στην παγκόσμια αγορά. Επιχειρήσεις όπως, για παράδειγμα, οι Μυτιληναίος, Τιτάν, Sunlight, Chipita, ΕΛΠΕ, Raycap, Alumil, Kleemann, Pharmathen, Cosmote, BETA CAE και πολλές άλλες, επενδύουν σοβαρά σε έρευνα και ανάπτυξη, έχουν ανάγκη από πρόσβαση σε κάθε μορφής νέες τεχνολογίες και διαμορφώνουν τον πυρήνα ενός νέου μοντέλου και κουλτούρας για μια διαφορετική μελλοντική ανάπτυξη της εθνικής μας οικονομίας.
Και βέβαια, μόνον πρόσφατα αρχίσαμε να διακρίνουμε το πλουσιότατο και πολύτιμο κεφάλαιο των επιστημόνων της ελληνικής διασποράς που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν εντός και εκτός των συνόρων μας.
Είναι ίσως η ώρα ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ, Ελληνες και ξένοι επενδυτές με τη στήριξη της πολιτείας, των επιχειρήσεων και του ανθρώπινου δυναμικού εντός και εκτός Ελλάδος να συμβάλουμε σε ένα συνολικό νέο εθνικό στόχο να εξελιχθεί η χώρα μας σε Nation of Innovation.
* Ο κ. Νίκος Ευθυμιάδης είναι επιχειρηματίας, πρόεδρος του Διεθνούς Τεχνολογικού Πάρκου Θεσσαλονίκης.