Εντονο προβληματισμό και αντιδράσεις προκαλεί στους ξενοδόχους και στους εργαζομένους στον κλάδο το σχέδιο που έχουν προτείνει οι υγειονομικές αρχές σε συνεργασία με το υπουργείο Τουρισμού για τη λειτουργία των μονάδων αυτό το καλοκαίρι. Ολοι ανεξαιρέτως θέλουν να διασφαλίσουν την υγειονομική ασφάλεια, αλλά ορισμένα πράγματα απλά δεν γίνονται. Οχι χωρίς δυσανάλογο κόστος και χωρίς να διαβρωθεί καίρια η προσφερόμενη υπηρεσία και ενίοτε ακόμα και τα δικαιώματα των πελατών: δεν μπορούν, για παράδειγμα, οι υπάλληλοι να παρακολουθούν τους πελάτες μη… βήξουν, ή μονάδες των 20 και 30 δωματίων να αποκτήσουν εξειδικευμένο, και στελεχωμένο, ιατρείο.
Ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων και το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος έχουν ήδη υποβάλει σειρά παρατηρήσεων στο πλαίσιο της διαβούλευσης, προκειμένου τα πρωτόκολλα αυτά να καταστούν κατά το δυνατόν πιο ρεαλιστικά και εφαρμόσιμα. Και αυτό, διότι οι περισσότεροι ξενοδόχοι με τους οποίους συνομίλησε η «Κ» εκτιμούν ότι υπάρχουν πολλά ανεφάρμοστα αλλά και παρεξηγήσιμα σημεία, που στην πραγματικότητα δεν εξυπηρετούν πραγματικά την υγειονομική ασφάλεια, ενώ εκτοξεύουν τα κόστη άσκοπα. Υπουργείο Τουρισμού και υγειονομικές αρχές θα συνεκτιμήσουν τις προτάσεις και παρατηρήσεις των τουριστικών φορέων και αφού ενσωματώσουν ό,τι εκτιμούν ως ορθό θα υποβάλουν τις προτάσεις τους στο Μαξίμου όπου και θα ληφθούν οι τελικές αποφάσεις, πιθανότατα στα τέλη αυτής ή στις αρχές της επόμενης εβδομάδας.
Μια προσεκτική ανάγνωση πάντως του κειμένου που φέρει τίτλο «Υγειονομικός άξονας τουριστικών επιχειρήσεων» αποκαλύπτει σοβαρά ζητήματα. Οπως επισημαίνουν επιχειρηματίες του κλάδου, υπάρχουν μέσα εντελώς απροσδόκητες προβλέψεις. Δύο εκ των χαρακτηριστικότερων είναι αυτές για τα δωμάτια των εργαζομένων και την ιδιωτικότητα των πελατών. Ειδικότερα, προβλέπεται παραχώρηση μονόκλινων δωματίων στο προσωπικό, η οποία παρόλο που πρόκειται για σύσταση είναι στον μεγαλύτερο αριθμό των ελληνικών μονάδων ανεφάρμοστη, καθώς δεν υπάρχουν τέτοιες υποδομές. Επιπλέον, η σύσταση διαμονής του προσωπικού σε μονόκλινα δωμάτια προσβάλλει πολλούς από τους επιχειρηματίες που αν και μεριμνούν κατά τον καλύτερο τρόπο για τους εργαζομένους, τους εμφανίζει να κάνουν το αντίθετο. Πιο ρεαλιστική, λένε ακόμα και εκπρόσωποι των εργαζομένων, είναι η πρόβλεψη για ανώτατο όριο 2 ατόμων ανά δωμάτιο ή και η εξ ολοκλήρου απαλοιφή της. Η άλλη επιεικώς αδιάκριτη πρόβλεψη είναι αυτή για «παρακολούθηση πελατών με διακριτικό τρόπο για έγκαιρη διάγνωση περιστατικού». Η αναφορά αυτή στην παρακολούθηση βρίσκεται σε πλήρη δυσαρμονία με το ίδιο το τουριστικό προϊόν, εξηγούν ξενοδόχοι προσθέτοντας ότι πρέπει να απαλειφθεί.
Θέμα ιδωτικότητας υπάρχει και στα προβλεπόμενα για τις πισίνες και τις παραλίες. Μεταξύ αυτών αναφέρεται οδηγία περί ιδιωτικών ντους που είναι αυτονόητα μη εφαρμόσιμη, διότι δεν είναι δυνατή η απομόνωσή τους. Επίσης, η χορήγηση μιας χρήσης ενδυμάτων λούσεως, πετσετών, μπουρνουζιών ή υποδημάτων είναι πρακτικά αδύνατη τόσο για λόγους οικονομίας όσο και για λόγους διαθεσιμότητας στο εμπόριο και διαχείρισης. Οσον αφορά την απολύμανση σε ξαπλώστρες αυτή πρέπει να γίνεται πριν από κάθε χρήση για διασφάλιση του πελάτη, σημειώνουν οι ξενοδόχοι με τους οποίους συνομίλησε η «Κ» και δεν είναι πρακτική ή οικονομική λύση η προτεινόμενη τοποθέτηση ειδικού υφάσματος μιας χρήσης. «Επιπλέον είναι περιττή, διότι η ξαπλώστρα θα απολυμαίνεται ούτως ή άλλως. Ακόμα ο διαχωρισμός των λουομένων σε ευπαθείς ομάδες και γενικό πληθυσμό καθώς και η αντιστοίχησή τους σε περιοχές της παραλίας ή της πισίνας είναι ανέφικτος, προκαλεί διακρίσεις μεταξύ των πελατών και θίγει ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Ο δε έλεγχος των επιπέδων χλωρίου κάθε 4 ώρες για τις πισίνες και κάθε ώρα για τα υδρομασάζ είναι πρακτικά ανεφάρμοστος.
Αυτά είναι λίγα μόνον από τα μη ρεαλιστικά πρωτόκολλα που προτείνουν οι υγειονομικές αρχές, ενώ κάποια άλλα απειλούν να μετατρέψουν τα δωμάτια των ξενοδοχείων σε «λευκά κελιά», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται από κάποιους, για προβλέψεις περί αφαίρεσης διακοσμητικών, κάδρων, καφετιέρων και άλλων λειτουργικών αντικειμένων. Οσον αφορά τον «ορισμό υγειονομικού υπευθύνου για κάθε κατάλυμα και υπεύθυνου για κάθε επιμέρους τμήμα αυτού» καθίσταται σαφές πως αυτό μπορεί ίσως να γίνει από τα μεγάλα ξενοδοχεία, αλλά και σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να ορίζεται «συντονιστής» και όχι «υγειονομικός υπεύθυνος», διότι ο ρόλος προϋποθέτει ιατρικές γνώσεις και αρμοδιότητες, και ούτε υφίσταται ούτε είναι δυνατόν να καλυφθεί τέτοια θέση στα ξενοδοχεία. Η δε «συνεργασία με ιατρό με πολύ καλή πληροφόρηση και εκπαίδευση από τον ΕΟΔΥ για την COVID-19» και η «χρήση φορητών PCR test» καθώς και η «δυνατότητα εφαρμογής τηλεϊατρικής για την κλινική εξέταση των στενών επαφών ύποπτου ή επιβεβαιωμένου κρούσματος» είναι εκ των πραγμάτων ανέφικτα με δεδομένη τη μεγάλη διασπορά των ξενοδοχείων σε όλη τη χώρα και την ανεπάρκεια σε ιατρικό προσωπικό στην περιφέρεια. Βεβαίως, όπου υπάρχει υποχρέωση γιατρού εργασίας βάσει νόμου θα μπορούσε να εκπαιδευτεί αυτός σε διαδικασίες που θα ορίσει ο ΕΟΔΥ.
Ρεσεψιόν, λειτουργία μπουφέ, κλιματιστικά και πούλμαν
Κριτική δέχεται, ακόμα, η υποχρέωση σήμανσης για το πότε και πώς καθαρίστηκε το δωμάτιο, ως υπέρμετρη γραφειοκρατία, αφού ο πελάτης μπορεί και θα ενημερώνεται κατά την άφιξη για τους όρους και χρόνους καθαρισμού του δωματίου του. Η δε τοποθέτηση αντισηπτικών υγρών σε κάθε δωμάτιο ή συσκευής αντισηψίας είναι περιττή και δαπανηρή, διότι αφενός μεν το πλύσιμο των χεριών είναι ο καλύτερος τρόπος απολύμανσης, αφετέρου στις εισόδους των κοινοχρήστων χώρων θα υπάρχει διαθέσιμη κοινόχρηστη συσκευή με αντισηπτικό. Ακόμα, η απαγόρευση εισόδου σε μη διαμένοντες στο ξενοδοχείο πρέπει να τεθεί στην κρίση του κάθε ξενοδόχου, ανάλογα με τις υπηρεσίες που παρέχει, αφού πολλές υπηρεσίες των ξενοδοχείων εξυπηρετούν και την τοπική κοινωνία η οποία δεν θα πρέπει να αποκλειστεί, ενώ αν αποκλειστεί (π.χ. από τις παραλίες ή τα εστιατόρια), θα αντιδράσει. Οι όροι ατομικής και συλλογικής υγιεινής εφαρμόζονται άλλωστε ανεξαρτήτως προέλευσης πελάτη. Ερχόμενοι τώρα στο πολυσυζητημένο θέμα της χρήσης plexiglass στην υποδοχή για την περίπτωση των τουριστικών καταλυμάτων 60 κλινών και άνω, είναι προφανές πως σε πολλές περιπτώσεις λόγω κατασκευής και φιλοσοφίας της μονάδας δεν είναι εφικτή η τοποθέτησή του στην υποδοχή, διότι απλούστατα δεν υπάρχει ρεσεψιόν.
Στο πρωτόκολλο αναφέρεται επίσης πως «δεν συνιστάται η λειτουργία μπουφέ και συνιστάται η λειτουργία σερβιριζόμενων γευμάτων», αλλά δεν έχουν όλοι οι ξενοδόχοι, ειδικά οι μικροί, αυτή τη δυνατότητα και αντιπροτείνουν τη λειτουργία μπουφέ αλλά με συγκεκριμένες προφυλάξεις (αριθμό ατόμων στη σειρά κ.λπ.). Μεγάλα θέματα είναι και ο κλιματισμός και οι μετακινήσεις με μέσα των ξενοδοχείων. Η εγκύκλιος στην οποία παραπέμπει το νέο ξενοδοχειακό πρωτόκολλο έχει σημεία που, σύμφωνα με ειδικευμένους μηχανικούς και ψυκτικούς, χρήζουν διευκρίνισης ύστερα από σχετική οδηγία του ΕΟΔΥ. Οι δε περιορισμοί σχεδόν στο ήμισυ των προβλεπομένων από τις άδειες δυναμικοτήτων των μέσων μεταφοράς κρίνεται υπερβολική και εξοντωτική, και διερωτάται κανείς γιατί να μην ισχύει ό,τι και για τις μεταφορές επιβατών με ταξί.