Την έγκριση της εκταμίευσης των κερδών των κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος από τα ελληνικά ομόλογα που απέκτησαν στο πλαίσιο της συμφωνίας ANFAs και του προγράμματος SMPs, συνολικής αξίας 748 εκατ. ευρώ, εισηγείται στο Eurogroup η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με την έκτη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας της Ελλάδας. Η έκθεση «ανοίγει το δρόμο» για την εκταμίευση αυτή, είπε προ ολίγου σε συνέντευξη Τύπου ο επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων της Ε.Ε. Πάολο Τζεντιλόνι. H έκθεση της Επιτροπής ωστόσο αναφέρει ότι οι ελληνικές αρχές συμφώνησαν ήδη ότι τα ποσά που θα εκταμιευθούν τώρα θα καλύψουν τις τρέχουσες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας και ότι θα εξεταστεί το φθινόπωρο αν μελλοντικά έσοδα θα χρησιμοποιηθούν για δημόσιες επενδύσεις.
Σχετικά με την αντίδραση της Ελλάδας στην πανδημία, η έκθεση σημειώνει ότι η κυβέρνηση «προσάρμοσε τις προτεραιότητες πολιτικής με υπεύθυνο τρόπο, κινητοποιώντας σημαντικά μεγέθη εισοδηματικής στήριξης και μέτρα παροχής ρευστότητας εγκαίρως και διατηρώντας ταυτόχρονα τις δεσμεύσεις της στις μεταρρυθμίσεις που θα στηρίξουν την ανάκαμψη όταν υποχωρήσει η διαταραχή που συνδέεται με την πανδημία». Η Επιτροπή αναφέρει ότι ήδη έχει ξεκινήσει η υλοποίηση δεσμεύσεων που αφορούν το δεύτερο εξάμηνο του 2020. Ωστόσο αναδεικνύει τη σημασία των μεταρρυθμίσεων που έχουν καθυστερήσει, μεταξύ άλλων στον χρηματοπιστωτικό τομέα, για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και τη βιώσιμη ανάκαμψη.
Η πανδημία – αναφέρεται στην έκθεση – επιδεινώνει τις ανισορροπίες που κληρονόμησε ο τραπεζικός κλάδος από την προηγούμενη κρίση. Η Επιτροπή αναδεικνύει την ανάγκη αναστολής της νομοθεσίας σχετικά με τον αναβαλλόμενο φόρο (διαφορετικά, σε περίπτωση που η χρήση του 2020 είναι ζημιογόνος, οι τράπεζες θα πρέπει να προχωρήσουν σε μεγάλες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου). O ρυθμός μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων επιταχύνθηκε το 2019 (έπεσαν στα 68,5 δισ. ευρώ στο τέλος του έτους) και η ρευστότητα των τραπεζών, που βελτιώθηκε πέρυσι, παραμένει «ανθεκτική», χάρη και στη στήριξη της ΕΚΤ. Η νέα ύφεση ωστόσο θα οδηγήσει σε εκ νέου αύξηση των κόκκινων δανείων και θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στη δευτερογενή αγορά διαχείρισής τους, προειδοποιεί η Επιτροπή, σημειώνοντας ότι αυτό αυξάνει «την πίεση για αναδιαρθρώσεις» μέσω εσωτερικών διαδικασιών. Σε σχέση με την τρίμηνη επέκταση του προγράμματος προστασίας της πρώτης κατοικίας, η Επιτροπή αναφέρει ότι η απόφαση ελήφθη παρά το περιορισμένο ενδιαφέρον για αιτήσεις, ενώ οι πλειστηριασμοί έχουν σταματήσει λόγω της μη λειτουργίας των δικαστηρίων.
Σχετικά με την επίδραση της πανδημίας στην οικονομία, η έκθεση εστιάζει στο πλήγμα που θα υποστούν ο τουρισμός και η ναυτιλία, εκτιμώντας – στις γραμμές των πρόσφατων ανοιξιάτικων προβλέψεων της Επιτροπής – ότι η ύφεση φέτος θα φτάσει το 10% και η ανεργία το 20%. Επιπλέον γίνεται αναφορά στο κόστος διαχείρισης του μεταναστευτικού, με τις ροές να έχουν αυξηθεί κατά 46% το 2019 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Η δημοσιονομική προσαρμογή των προηγούμενων ετών, σημειώνεται, σημαίνει ότι η Ελλάδα είναι σε πολύ καλύτερη θέση για να αντιμετωπίσει τις πιέσεις στα δημόσια οικονομικά της από ότι ήταν στις παραμονές της προηγούμενης κρίσης. Το δημοσιονομικό πλεόνασμα της χώρας το 2019 έκλεισε στο 1,5% (ενώ το μέσο ισοζύγιο στην Ευρωζώνη ήταν ελλειμματικό, -0.8%). Τα ταμειακά διαθέσιμα ύψους 34 δισ. ευρώ (26 της κεντρικής και 8 της γενικής κυβέρνησης), αποτελούν ένα «επιπλέον βοήθημα» για την τρέχουσα κρίση, σύμφωνα με την Κομισιόν.
Οι θεσμοί εκτιμούν ότι η Ελλάδα θα καταγράψει πρωτογενές έλλειμμα το 2020 και θα επιστρέψει σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2021. Ωστόσο η αβεβαιότητα στην πρόβλεψη είναι εξαιρετικά μεγάλη και για αυτό το λόγο η πρόβλεψη θα επικαιροποιηθεί το φθινόπωρο. Το ενδεχόμενο δημοσιονομικό κόστος μίας πιθανής δικαίωσης των συνταξιούχων που έχουν προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας διεκδικώντας αναδρομικά αυξάνει την αβεβαιότητα αυτή. Η έκθεση σημειώνει ότι η στελέχωση της ΑΑΔΕ παραμένει κάτω των στόχων (11.916 αντί για 12.500 άτομα), ενώ η αναβάθμιση των συστημάτων πληροφορικής της Αρχής προχωρούν με πολύ αργούς ρυθμούς.
Η Κομισιόν κρούει εκ νέου το καμπανάκι για την υπο-εκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) το 2019. Σημειώνοντας ότι οι επενδύσεις και η αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων είναι «ζωτικής σημασίας» για την επιτάχυνση της ανάκαμψης, ασκεί κριτική για την επαναλαμβανόμενη αποτυχία των ελληνικών κυβερνήσεων να πετύχουν τους στόχους του ΠΔΕ. Αναφέρεται πάντως ότι η «εφαρμογή του Σχεδίου Δράσης του Νοεμβρίου του 2019 για την ενίσχυση της παρακολούθησης και των προβλέψεων» σχετικά με το ΠΔΕ προχωρά όπως προβλεπόταν.
Τέλος, σύμφωνα με την έκθεση, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου τον Ιανουάριο του 2020 έφταναν τα 1,3 δισ. ευρώ, 69 εκατ. ευρώ περισσότερα από το Δεκέμβριο και και 340 εκατ. ευρώ περισσότερο από το οποίο στο οποία οι ελληνικές αρχές είχαν δεσμευθεί να τα μειώσουν. Η κυβέρνηση, σημειώνεται, επεξεργάζεται σύστημα για την αποπληρωμή του 15% αυτού του ποσού όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν.
Σειρά μεταρρυθμίσεων και μέτρων, από τη νέα αποτίμηση της ακίνητης περιουσίας και την αναμόρφωση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας ως τη διαδικασία επιλογής διευθυντών στη δημόσια διοίκηση, έχουν παγώσει λόγω της πανδημίας. Καθυστερήσεις θα υπάρξουν επίσης στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και στην ολοκλήρωση του κτηματολογίου.