Πολιτική αντιπαράθεση και έντονη δημόσια συζήτηση έχει προκαλέσει στη Βρετανία η αποκαθήλωση, την Κυριακή, στην πόλη Μπρίστολ, από διαδηλωτές κατά του ρατσισμού αγάλματος του εμπόρου σκλάβων του 17ου αιώνα Εντουαρντ Κόλστον. Ο δήμαρχος του Μπρίστολ, Μάρβιν Ρίις, δηλώνει ότι δεν βιώνει κάποια «αίσθηση απώλειας» μετά την αποκαθήλωση του μπρούντζινου αγάλματος, το οποίο στη συνέχεια οι διαδηλωτές έριξαν στο λιμάνι της πόλης. Ο δήμαρχος του Λονδίνου, Σαντίκ Καν, δήλωσε χθες ότι αγάλματα και ονομασίες οδών στο Λονδίνο που συνδέονται με το εμπόριο σκλάβων «θα πρέπει να αποκαθηλωθούν» και ανακοίνωσε τη σύσταση επιτροπής που θα ασχοληθεί με το θέμα. Χθες βράδυ δημοτικοί αξιωματούχοι αποκαθήλωσαν άγαλμα εμπόρου σκλάβων του 18ου αιώνα μπροστά από το Μουσείο London Docklands.
Ωστόσο, ο πρωθυπουργός της Βρετανίας τόνισε ότι αντιλαμβάνεται τα αισθήματα των διαδηλωτών, αλλά χαρακτήρισε «εγκληματική πράξη» την αποκαθήλωση του αγάλματος του Κόλστον, προσθέτοντας ότι θα έπρεπε να είχαν ακολουθήσει «δημοκρατικούς τρόπους» για να πετύχουν τον σκοπό τους. Η υπουργός Εσωτερικών Πρίτι Πατέλ πρόσθεσε ότι «δεν εναπόκειται στον όχλο να αποκαθηλώνει αγάλματα». Ο ηγέτης των Εργατικών, Κέιρ Στάρμερ, δήλωσε ότι το άγαλμα του Κόλστον θα έπρεπε να έχει αποκαθηλωθεί εδώ και καιρό, ωστόσο διαφώνησε με τον τρόπο που έγινε αυτό. Σε κάθε περίπτωση, η αποκαθήλωση του αγάλματος του Κόλστον, όπως και ο φόνος του Τζορτζ Φλόιντ, αναγκάζει τη Βρετανία να αντιμετωπίσει το ρατσιστικό παρελθόν, κατά πολλούς διαδηλωτές και το παρόν της. Το άγαλμα του Κόλστον αποτελούσε ζήτημα αντιπαράθεσης στο Μπρίστολ επί χρόνια.
Ο Κόλστον ήταν μέλος της Βασιλικής Εταιρείας της Αφρικής η οποία μετέφερε περίπου 80.000 μαύρους σκλάβους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, από την Αφρική στην Αμερική υπό απάνθρωπες συνθήκες. Ο Κόλστον πέθανε το 1721 και άφησε σημαντικό μέρος της περιουσίας του σε οργανώσεις κοινωνικής προσφοράς. «Νομίζω ότι υπήρξαν οι κατάλληλες συνθήκες και οι άνθρωποι ένιωσαν την ανάγκη να αποκαθηλώσουν το άγαλμα», επισήμανε ο δήμαρχος του Μπρίστολ, Μάρβιν Ρίις, προσθέτοντας ότι ως εκλεγμένος πολιτικός δεν μπορεί να εγκρίνει την καταστροφή δημόσιας περιουσίας.