Είχε χρόνια το θερμόμετρο της όξυνσης να εκτοξευθεί τόσο ψηλά, εντός και εκτός Βουλής, όσο αυτές τις μέρες, με αφορμή το υπό συζήτηση νομοσχέδιο της κυβέρνησης για το δικαίωμα του συνέρχεσθαι. Αντί να προκαλέσει στοιχειώδη αυτοσυγκράτηση, η σκιά των νεκρών της Marfin λες και τροφοδότησε την ένταση.
Είναι όμως δικαιολογημένες οι έντονες αντιδράσεις της αντιπολίτευσης; Με βάση τα κριτήρια που ισχύουν σήμερα για την άσκηση του δικαιώματος αυτού σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, πιστεύω πως όχι και θα προσπαθήσω να δείξω γιατί. Προηγουμένως, εν τούτοις, θα σταθώ στη στάση ειδικά της Αριστεράς, η οποία συμπεριφέρεται λες και το δικαίωμα αυτό «της ανήκει».
Το 1975, ένας από τους οξυδερκέστερους διανοουμένους της Αριστεράς, ο Γιώργης Κατηφόρης, οικονομολόγος με νομικές σπουδές, αργότερα ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ και οικονομικός σύμβουλος του Ανδρέα Παπανδρέου, εξέδωσε σε βιβλίο μερικά δοκίμια που είχε δημοσιεύσει στο εξωτερικό, τα χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας («Η νομοθεσία των βαρβάρων», εκδ. Θεμέλιο). Ενα από αυτά αφορούσε το εκτρωματικό νομοθέτημα «περί δημοσίων συναθροίσεων», με το οποίο η χούντα, το 1971, λίγο μετά την υποτιθέμενη θέση σε εφαρμογή του ψευτοσυντάγματός της, απαγόρευε ούτε λίγο ούτε πολύ κάθε υπαίθρια συγκέντρωση στο κέντρο όλων των μεγάλων πόλεων της χώρας. Επιπλέον, με το ίδιο νομοθέτημα, επιχειρούσε να απαλλάξει εκ των προτέρων την αστυνομία από κάθε ευθύνη για φόνους και τραυματισμούς διαδηλωτών, ορίζοντας ξεδιάντροπα ότι «οι άνδρες της δημοσίας δυνάμεως και τα τυχόν μετ’ αυτών συμπράττοντα όργανα [δηλαδή ο στρατός], δύνανται, προς διάλυσιν δημοσίων συναθροίσεων, να ποιήσωνται χρήσιν των όπλων, άνευ ουδεμιάς διά τας συνεπείας ευθύνης».
Πρωτοδημοσιευμένο το 1971 στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», περιοδικό τότε του ΚΚΕ εσωτερικού, ο Κατηφόρης αφιέρωνε το δοκίμιό του «στους αγωνιστές που βάψαν το πεζοδρόμιο με το αίμα τους». Βασική θέση του ήταν η εξής: η χούντα χτυπούσε αλύπητα τις συγκεντρώσεις γιατί αυτές, στο μετεμφυλιακό κράτος (1950-1967) ήταν το αποτελεσματικότερο νόμιμο μέσο που διέθετε η Αριστερά για να προβάλει δυναμικά τις διεκδικήσεις της για τερματισμό των διώξεων, ισονομία και ισοπολιτεία. «Οι συγκεντρώσεις, έγραφε, χρησιμοποιήθηκαν από τον λαό για να καταπολεμηθεί η ουσιαστική αντιδραστικότητα και ανελευθερία των θεσμών, όχι όπως τους όριζε το Σύνταγμα, αλλά όπως λειτουργούσαν στην πραγματικότητα». Διότι, σε αντίθεση με άλλα δικαιώματα που θεωρητικά τουλάχιστον αναγνωρίζονταν και αυτά υπό το Σύνταγμα του 1952, όπως το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι ή της απεργίας, το κόστος για όσους συμμετείχαν σε αντικυβερνητικές δημόσιες συναθροίσεις ήταν ασύγκριτα μικρότερο αν οι συγκεντρωμένοι δεν συλλαμβάνονταν επί τόπου: με τα πενιχρά μέσα παρακολούθησης που διέθετε τότε η αστυνομία, αν οι συγκεντρωμένοι δεν συλλαμβάνονταν επί τόπου, είχαν μεγάλες πιθανότητες να γλιτώσουν τις γνωστές περαιτέρω συνέπειες (φακέλωμα κ.λπ.).
Νομίζω ότι ο συλλογισμός αυτός του Κατηφόρη απηχεί τους λόγους για τους οποίους η Αριστερά, ιστορικά, θεωρεί «δικό της» το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι: αν και μειοψηφική, με μικρό σχετικά κόστος, μπορεί να προβάλει θορυβωδώς δικές της διεκδικήσεις και μάλιστα, αν τη βοηθούν οι περιστάσεις, να πετύχει την ικανοποίηση κάποιων από αυτές.
Ηταν φυσικό λοιπόν, υπό τις τότε συνθήκες του διαχωρισμού των πολιτών σε εθνικόφρονες και μη και με τις συστηματικές διώξεις του φρονήματος, οι συγκεντρώσεις, οι πορείες και οι διαδηλώσεις να μυθοποιηθούν από την Αριστερά. Ισχύει άραγε σήμερα το ίδιο;
Ακόμη και αν δεν είχε μεσολαβήσει η κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ, η απάντηση δεν μπορεί βέβαια παρά να είναι αρνητική. Διότι η κομμουνιστογενής Αριστερά, πολύ προτού αναδεχθεί σε κυβερνώσα (2015-2019), είχε διεισδύσει στο κράτος, την Τοπική Αυτοδιοίκηση, τα συνδικάτα και τις μαζικές οργανώσεις της χώρας μας, ασκώντας μεγάλη επιρροή στη λήψη των αποφάσεων. Η ιδιοκτησιακή αντίληψη, συνεπώς, που εξακολουθεί να καλλιεργεί για το δικαίωμα του συνέρχεσθαι είναι, ακόμη και στη δική της λογική, ιστορικά ξεπερασμένη.
Οσο για τον ισχυρισμό ότι το νομοσχέδιο της κυβέρνησης «είναι ίδιο και χειρότερο από τον νόμο της χούντας» είναι νομικά τόσο ασύστατος και πολιτικά τόσο αυθαίρετος, ώστε θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει αγυρτεία. Διότι το νομοσχέδιο αυτό, όπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει ο στοιχειωδώς ενημερωμένος νομικός, με λίγες βελτιώσεις, τις οποίες ο κ. Μιχ. Χρυσοχοϊδης θα μπορούσε εύκολα να επιφέρει, χωρίς να αλλοιωθεί η ουσία του, εναρμονίζεται πλήρως προς τα ισχύοντα στις πιο προηγμένες χώρες.
Ας ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξ αρχής τα βασικά: δικαίωμα του συνέρχεσθαι χωρίς περιορισμούς δεν αναγνωρίζεται πουθενά στον κόσμο. Παντού επιτρέπεται η διάλυση συγκεντρώσεων, όταν αυτές εξελιχθούν σε βίαιες, όταν καθηλώνουν (όχι απλώς «διαταράσσουν», κ. Τζανακόπουλε) τον βιοτικό ρυθμό. Το άρθρο 11 του Συντάγματος αναθέτει την ευθύνη αυτή στην αστυνομία. Τίποτα δεν εμποδίζει, εν τούτοις, για μεν την (προληπτική) απαγόρευση δημόσιας συνάθροισης (κάτι εξαιρετικά σπάνιο, προφανώς) να προβλεφθεί ως επιπλέον εγγύηση η σύμπραξη δικαστικού λειτουργού, για δε τη διάλυση εν εξελίξει συγκέντρωσης όχι απλώς η ενημέρωση, αλλά η σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, εφόσον παρίσταται.
Ο θεσμός του «οργανωτή» ως συνδέσμου μεταξύ των συμμετεχόντων στη συνάθροιση και της αστυνομικής αρχής είναι θετικός και προβλέπεται από τη νομοθεσία των περισσότερων χωρών. Η διάταξη όμως για την αστική ευθύνη του σε περίπτωση βλάβης της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της περιουσίας τρίτων από ενέργειες των συγκεντρωμένων πρέπει να βελτιωθεί, ώστε να μη λειτουργεί τιμωρητικά για τους συγκεντρωσιάρχες που δεν αποφεύγουν τις ευθύνες τους.
Ορθά το νομοσχέδιο θεωρεί νόμιμες τις «μη γνωστοποιούμενες» συναθροίσεις και τις ανέχεται. (Να, σημειωτέον, μιας κεφαλαιώδους σημασία διαφορά με τον χουντικό νόμο!). Ωστόσο, αντί του αμφίσημου «δύναται να επιτραπεί» που χρησιμοποιεί ο νομοθέτης στην παράγραφο 3 του άρθρου 3 του νομοσχεδίου, είναι προτιμότερη η αντίστοιχη διάταξη της πρότασης της Επιτροπής Βροντάκη (2011). Η τελευταία ορίζει απλά ότι αν ο οργανωτής δεν προβεί στην προβλεπόμενη γνωστοποίηση, «δεν θα μπορεί να καταλογίσει στην αρμόδια αστυνομική και κάθε άλλη αρχή ότι παρέλειψε να διασφαλίσει την απρόσκοπτη διεξαγωγή της δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης».
Είναι λάθος, κατά τη γνώμη μου, να συνδέεται η έναρξη της ισχύος του νέου νόμου με την έκδοση του προβλεπόμενου εκτελεστικού διατάγματος. Διότι, νομικά, αυτό ισοδυναμεί κατ’ ουσίαν με επ’ αόριστον αναβολή και, πολιτικά, δείχνει έλλειψη εμπιστοσύνης στην κανονιστική πληρότητα και αυτοτέλεια των διατάξεων του νόμου. Θα αρκούσε, εν προκειμένω, μια κοινή εξουσιοδότηση του άρθρου 43 παρ. 2 (β΄) του Συντάγματος.
Κλείνοντας, παρακαλώ να μου συγχωρεθούν λίγες σκέψεις για τη γενικότερη σημασία της υπό εξέλιξη αντιπαράθεσης.
Για μεν το ΚΚΕ, η φράση του βουλευτή Γιάννη Γκιόκα ότι το νομοσχέδιο «δεν παίρνει ούτε από διορθώσεις ούτε από βελτιώσεις» τα λέει όλα. Εγκλωβισμένο στο παρελθόν, το κόμμα του Περισσού δεν ενδιαφέρεται ποσώς να κατανοήσει έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία.
Δεν ισχύει το ίδιο για τον ΣΥΡΙΖΑ. Παραβλέπω τον ακραίο λόγο όσων νεότευκτων στελεχών του επιζητούν αναγνώριση στο νέο τους σπίτι. Ο γενιτσαρισμός, ως διαχρονικό φαινόμενο, είναι απεχθής και μόνο λύπηση προκαλεί. Αναφέρομαι απεναντίας στην εύκολη ρητορεία ορισμένων βουλευτών της νεότερης γενιάς, από τους οποίους, λόγω κατάρτισης και γενικότερης παιδείας, θα περίμενε κανείς διαφορετικό ύφος.
Να φταίει για τη στάση τους η έλλειψη πειστικών επιχειρημάτων μπροστά στις επιτυχίες του σημερινού κυβερνητικού σχήματος; Δεν το πιστεύω. Η ουσιαστική αφωνία των νεότερων αυτών πολιτικών στελεχών οφείλεται, κατά τη γνώμη μου, στην έλλειψη εναλλακτικών προτάσεων, λόγω της ανεξήγητης προσήλωσής τους στις δοκιμασμένες πρακτικές μιας παρωχημένης κινηματικής αντίληψης της πολιτικής. Αν βρισκόμασταν στο 2014, έως ένα βαθμό θα το δικαιολογούσα. Σήμερα, απεναντίας, θα απέδιδα την συνεχιζόμενη αυτή αδράνεια σε ασύγγνωστη πνευματική οκνηρία.
Ασύγγνωστη, γιατί από αυτήν ζημιώνεται σε τελευταία ανάλυση η ίδια η πατρίδα μας.
* Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.