Τον υψηλότερο φόρο κατοχής ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) στην Ευρωπαϊκή Ενωση εξακολουθεί να διαθέτει η Ελλάδα, ενώ συνολικά, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους επαναλαμβανόμενους φόρους που συνδέονται με την ιδιοκτησία, η χώρα μας κατατάσσεται στην τρίτη θέση της Ε.Ε., πίσω μόνο από τη Γαλλία και τη Μεγ. Βρετανία. Αντίστοιχα, αν στο φορολογικό άθροισμα, προστεθεί και ο φόρος μεταβίβασης που επιβάλλεται στις μεταβιβάσεις, τότε η Ελλάδα βρίσκεται στην 4η θέση της Ε.Ε., καθώς οι μόνες χώρες που την ξεπερνούν είναι η Γαλλία, η Μεγ. Βρετανία και το Βέλγιο.
Τα παραπάνω επισήμανε η κ. Φρέντι Γιατράκου, εταίρος της PwC (τομέας φορολογικών και νομικών υπηρεσιών), στο πλαίσιο σχετικής ημερίδας για τη φορολογία των ακινήτων, που διοργάνωσε το Ελληνοαμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο. Σύμφωνα με την κ. Γιατράκου, άλλες ανταγωνιστικές ως προς την Ελλάδα χώρες, όπως η Κύπρος, έχουν καταργήσει πλήρως τον φόρο ακίνητης περιουσίας από το 2017. Οπως σημείωσε η ίδια, προκειμένου η φορολογία ακινήτων να μετατραπεί σε αναπτυξιακό και όχι μόνο σε εισπρακτικό εργαλείο, όπως μέχρι σήμερα, θα ήταν χρήσιμος ένας εξορθολογισμός του ΕΝΦΙΑ. Για παράδειγμα, αν δεν είναι εφικτή η πλήρης κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ, τότε είναι απαραίτητη μια έστω μείωσή του στον χαμηλότερο συντελεστή, για όσο διάστημα διαρκούν εργασίες ανέγερσης, ή ανακαίνισης ακινήτων, που προορίζονται για επιχειρηματική δραστηριότητα. Με τον τρόπο αυτό, θα δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και θα αυξηθεί το ΑΕΠ της χώρας. Πρόκειται για ένα κίνητρο που υπήρχε και με προηγούμενους σχετικούς φόρους, όπως ο Φόρος Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας, ή το ΕΤΑΚ.
Με τη σειρά της, η κ. Ασπασία Μάλλιου, εταίρος του γραφείου Ποταμίτης-Βεκρής, πρότεινε τη θέσπιση ενός σημαντικού εργαλείου για την προσέλκυση ξένων επενδυτών, που ενδιαφέρονται να επενδύσουν σε ακίνητα στην Ελλάδα. «Εχουμε διαπιστώσει το μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον από το εξωτερικό για την τοποθέτηση κεφαλαίων σε ακίνητα στη χώρα. Ωστόσο, αυτό δεν είναι εφικτό, μέσω ενός ευέλικτου σχήματος ευνοϊκής φορολογικής μεταχείρισης, όπως συμβαίνει σε άλλες, ανταγωνιστικές προς εμάς, χώρες, όπως η Κύπρος, η Μάλτα και το Λουξεμβούργο».
Ουσιαστικά, προτείνεται η θεσμοθέτηση μιας κατηγορίας εταιρείας, που θα επιτρέπει σε ξένους ιδιώτες επενδυτές, να τοποθετούν κεφάλαια, ή ακίνητα σε αυτήν, αποφεύγοντας τη διπλή φορολόγηση, λειτουργώντας δηλαδή ως συνέχιση-προέκταση του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου για τους πολίτες που μεταφέρουν στην Ελλάδα τη φορολογική τους έδρα. «Εταιρείες αυτού του είδους θα βρίσκονται κάτω από το προστατευτικό καθεστώς των συμβάσεων αποφυγής διπλής φορολογίας, προσφέροντας παράλληλα ευνοϊκά φορολογικά κίνητρα, όπως μηδενική φορολόγηση κατά την εισφορά ακινήτων ή κεφαλαίων (με στόχο την αγορά ακινήτων) σε αυτές, αλλά κι ενός χαμηλού φόρου (αντίστοιχου με τη φορολογία των μερισμάτων) κατά την περίοδο λειτουργίας της εταιρείας», σημείωσε η κ. Μάλλιου. Σύμφωνα με την ίδια, η Ελλάδα θα κέρδιζε από την εισαγωγή κεφαλαίων από το εξωτερικό, καθώς δεν θα προσελκύονταν μόνο μεμονωμένοι επενδυτές, αλλά ολόκληρα family offices, δηλαδή διαχειριστές σημαντικών επενδυτικών κεφαλαίων. Αντίστοιχα, οι επενδυτές θα μπορούσαν να έχουν ένα επαγγελματικό «όχημα» για την επένδυση στην ελληνική αγορά ακινήτων.
Σύμφωνα με τον κ. Λευτέρη Σικαλίδη, πρόεδρο της νεοσύστατης Επιτροπής Ακίνητης Περιουσίας και Ανάπτυξης του Ελληνο-Αμερικανικού Επιμελητηρίου, «η ασάφεια και αστάθεια του φορολογικού καθεστώτος των ακινήτων απομάκρυνε σημαντικό μερίδιο ξένων ενδιαφερόμενων επενδυτών στην Ελλάδα, ιδίως όταν ξεκινούσαν οι συγκρίσεις με τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού νότου».