Μπορεί να αυξηθεί ο μισθός ενός εργαζόμενου χωρίς να αυξηθεί το ποσό που καταβάλλει ο εργοδότης του; Ναι, αρκεί να το αποφασίσει το κράτος.
Ο πρώτος από τους 15 άξονες αναπτυξιακής πολιτικής στην Ελλάδα, όπως τους εισηγείται η «Επιτροπή Πισσαρίδη», είναι η μείωση των φορολογικών βαρών στη μισθωτή εργασία. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά.
Στην Ελλάδα, για να καταβάλλει μια επιχείρηση σε έναν εργαζόμενο 2.000 ευρώ εκταμιεύει περισσότερα από 3.000 ευρώ. Η επιβάρυνση μιας μέσης οικογένειας με 2 εργαζόμενους και 2 παιδιά ανέρχεται περίπου στο 40% του εισοδήματος έναντι 30% στον ΟΟΣΑ. Το σύνολο των ασφαλιστικών και φορολογικών επιβαρύνσεων είναι σε θέση να αντιπροσωπεύει έως και το 70% ενός εισοδήματος.
Η φοροασφαλιστική σφήνα στην ελληνική οικονομία υπονομεύει τη θέση των επιχειρήσεων στον διεθνή ανταγωνισμό, διατηρεί υψηλό το κίνητρο για αδήλωτη εργασία και τροφοδοτεί την τάση του brain drain στερώντας πολύτιμους πόρους από τη χώρα.
Η οικονομική κρίση που συνοδεύει την πανδημία βρίσκει τη χώρα με ανεργία στο 15%. Ο ρυθμός δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας θα είναι καταλυτικός για τη συνέχεια και περνά μέσα από τη διευκόλυνση των προσλήψεων, δηλαδή μέσα από την αφαίρεση των αντικινήτρων για τη σύναψη μιας σύμβασης εργασίας.
Βέβαια το νήμα των εισφορών οδηγεί αναπόφευκτα στις συντάξεις, δηλαδή στην υποχρέωση και τελικά στη σημερινή δυνατότητα της οικονομίας να τις χρηματοδοτεί στα σημερινά επίπεδα. Είναι μια δύσκολη συζήτηση, όσο δύσκολη μπορεί να είναι στο τέλος της ημέρας, όταν αντικρίζει κανείς συνταξιούχους των 1.000 ευρώ δίπλα σε εργαζόμενους των 500 ευρώ.
Η κυβέρνηση ελάφρυνε πρόσφατα το μη μισθολογικό κόστος μόλις κατά 0,9% και έχει δεσμευτεί για περαιτέρω μείωση 4 μονάδων την επόμενη 2ετία. Το μη μισθολογικό κόστος στην Ελλάδα είναι μη ρεαλιστικό κόστος και λειτουργεί ως τροχοπέδη για τις δουλειές και την ανάπτυξη. Η περικοπή του είναι στοίχημα και θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό τις επιδόσεις της οικονομικής πολιτικής.