Την ώρα που στην Ευρώπη οι κυβερνήσεις σπεύδουν να προστατεύσουν τις επιχειρήσεις τους από ανεπιθύμητους ξένους αγοραστές, στις ΗΠΑ συμβαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό. Επιχειρήσεις που αυτοβούλως είχαν συνάψει συμφωνίες εξαγοράς τους, συγχώνευσης ή άλλης συνεργασίας προ της πανδημίας σήμερα υπαναχωρούν. Αιτία, η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο ατυχής εταίρος ή αγοραστής ακριβώς εξαιτίας της πανδημίας. Και, βέβαια, προκύπτουν διαμάχες.
Οπως αναφέρει σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times, στην κατηγορία αυτή εντάσσεται η αναμέτρηση ανάμεσα στις εταιρείες Advent και Forescout. Την άνοιξη, όταν ξέσπασε η κρίση της πανδημίας, η αμερικανική εταιρεία Advent International αναζητούσε έξοδο διαφυγής. Είχε από τον Φεβρουάριο συμφωνήσει να καταβάλει 1,9 δισ. δολάρια για την εξαγορά της εταιρείας λογισμικού Forescout. Μεσολάβησαν, όμως, η πανδημία και η συνεπακόλουθη ύφεση και η Advent υπαναχώρησε.
Στις αρχές Ιουνίου, η εταιρεία κατήγγειλε τη σχετική συμφωνία με το επιχείρημα ότι η Forescout δεν ήταν πλέον η εταιρεία την οποία είχε συμφωνήσει να εξαγοράσει πριν από λίγους μήνες. Στην αγωγή επέκρινε τη διοίκηση της Forescout ότι «αρνήθηκε να αντιμετωπίσει τη ραγδαία επιδείνωση της οικονομικής και λειτουργικής κατάστασης της εταιρείας». Η υπόθεση επρόκειτο να εκδικαστεί την επόμενη εβδομάδα στο ομοσπονδιακό δικαστήριο της πολιτείας του Ντελαγουέαρ. Αιφνιδιαστικά, όμως, η Advent ανακοίνωσε ότι τελικά θα προχωρήσει στην υλοποίηση της συμφωνίας, αλλά με την τιμή μειωμένη σε 1,6 δισ. δολάρια.
Η πανδημία έχει προκαλέσει αναστάτωση στον επιχειρηματικό κόσμο, όμως η συγκεκριμένη υπόθεση σκιαγραφεί την αγωνία που έχει προκαλέσει η κρίση: πολλές επιχειρήσεις μετανιώνουν για συμφωνίες που συνήψαν λίγο πριν καταγραφούν οι επιπτώσεις της πανδημίας.
Στη Βρετανία, η εταιρεία Cineworld προσπαθεί να ακυρώσει την εξαγορά της καναδικής αλυσίδας αιθουσών κινηματογράφου Cineplex ύψους 2,1 δισ. δολαρίων, ενώ η μεγαλύτερη εταιρεία εμπορικών κέντρων της Αμερικής, Simon Property, προσπαθεί να απεμπλακεί από την εξαγορά της ανταγωνίστριάς της Taubman Centers, που θα της κόστιζε 3,6 δισ. δολάρια.
Η πρωτοφανής πρόκληση που αποτέλεσε η πανδημία κατέστησε σαφή την ιδιαίτερη σημασία που έχουν τα «ψιλά γράμματα» στις συμφωνίες. Από τον Μάρτιο, επίδοξοι αγοραστές και εταιρείες-στόχοι εξαγοράς είναι χωμένοι μέσα στα συμβόλαια μαζί με δικηγόρους και νομικούς συμβούλους και προσπαθούν να καταλάβουν εάν είναι καλύτερα να αποχωρήσουν από τις συμφωνίες τους, να τις επαναδιαπραγματευθούν ή να προχωρήσουν με τους αρχικούς όρους.
Από έρευνά της σε 40 συμφωνίες που εκκρεμούσαν στα μέσα Μαρτίου, η FT διαπίστωσε πως ορισμένες από αυτές προχώρησαν κανονικά όπως, για παράδειγμα, η εξαγορά της Forty Seven, εταιρείας ειδικευμένης στις θεραπείες κατά του καρκίνου, από την Gilead Sciences έναντι 4,9 δισ. δολαρίων. Κάποιες άλλες, αντιθέτως, όπως η εξαγορά της Fitbit από την Alphabet έναντι 2 δισ. δολαρίων, βρίσκονται στα χέρια ρυθμιστικών αρχών που τις εξετάζουν. Και κάποιες άλλες, όπως οι βιομηχανίες ανταλλακτικών αεροσκαφών Hexcel και Woodward, συμφώνησαν να θέσουν τέλος στη μεταξύ τους συμφωνία χωρίς καν να καταβάλουν κάποιο πρόστιμο. Νομικοί σύμβουλοι επισημαίνουν πως αυτή η δύσκολη θέση στην οποία έχουν περιέλθει ορισμένες εταιρείες θυμίζει τη χρηματοπιστωτική κρίση της διετίας 2008-2009. Η προ δεκαετίας κρίση αποτέλεσε την τελευταία ισχυρή δοκιμασία των συμφωνιών συγχωνεύσεων και εξαγορών. Στα 10 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει, οι νομικοί σύμβουλοι των εταιρειών έχουν προσπαθήσει να επιβάλουν αυστηρότερους όρους στα συμβόλαια και να εξαναγκάσουν τους αγοραστές να συμμορφωθούν με αναλόγως. Πολλές συμφωνίες δισεκατομμυρίων είναι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Η έκβαση, όμως, της μάχης ανάμεσα στην Advent και στη Forescout καταδεικνύει πως οι προσπάθειες των δικηγόρων αποφέρουν κάποιους καρπούς και ορισμένες εταιρείες συμμορφώνονται.