Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ σε όλες τις άλλες χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ τα παρακλάδια της μυστικής οργάνωσης GLADIO στη δεκαετία του 1980 ατροφούν, στην Τουρκία, η περιβόητη Διεύθυνση Ειδικού Πολέμου (ΔΕΠ) μετεξελίχθηκε και ενισχύθηκε για να εξυπηρετήσει αμιγώς εθνικούς στόχους. Για την ακρίβεια, το είχε κάνει ήδη, αφού είναι αυτή που έχει πρωτοστατήσει και στο πογκρόμ εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης το 1955 και στην ίδρυση της ένοπλης οργάνωσης των Τουρκοκυπρίων ΤΜΤ το 1957.
Ειδικά μετά την εκδήλωση του κουρδικού αντάρτικου (1984), η οργάνωση αυτή διείσδυσε παντού. Για να χρηματοδοτήσει, μάλιστα, τη δράση της, επεκτάθηκε δυναμικά στον χώρο του οργανωμένου εγκλήματος (λαθρεμπόριο ναρκωτικών και όπλων, διακίνηση λαθρομεταναστών κ.λπ). Για την ακρίβεια, δημιούργησε ως παράρτημά της την τουρκική μαφία.
Το επίσημο σκέλος της οργάνωσης σήμερα είναι η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία. Το ανεπίσημο είναι οι μυστικές ομάδες, που διεκπεραιώνουν και το μεγαλύτερο μέρος της βρώμικης δουλειάς (δολιοφθορές, δολοφονίες, απαγωγές, ειδικά βασανιστήρια κ.λπ). Ειδικά για τη διεξαγωγή των μυστικών επιχειρήσεων εναντίον του ΡΚΚ, δημιουργήθηκε το 1987 η Υπηρεσία Πληροφοριών της Στρατοχωροφυλακής (JITEM) με επικεφαλής τον ταγματάρχη Αχμέτ Τζεμ Ερσεβέρ, που δολοφονήθηκε το 1993. Η ίδια η Τανσού Τσιλέρ είχε τότε μιλήσει για «εσωτερικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών».
Είναι αξιοσημείωτο ότι η JITEM, στην προσπάθειά της να εξουδετερώσει τους Κούρδους αυτονομιστές, δεν χρησιμοποίησε μόνο την παρακρατική εθνικιστική οργάνωση «Γκρίζοι Λύκοι». Ιδρυσε και την ισλαμική παρακρατική οργάνωση Χεζμπολά (καμία σχέση με την ομώνυμη οργάνωση στον Λίβανο) για να στρατολογήσει μαζικά θρησκευόμενους Κούρδους και να τους χρησιμοποιήσει εναντίον του ΡΚΚ.
Κερδοφόρος «εθνική δράση»
Ολες αυτές οι κρατικές και παρακρατικές ομάδες κρούσης παραλλήλως επιδίδονται σε κερδοφόρες εγκληματικές δραστηριότητες, ενώ μετατρέπουν και την «εθνική δράση» τους σε πηγή πλουτισμού. Ολα αυτά ήταν κοινό μυστικό για την κρατική ελίτ, αλλά ακόμα και όσοι θα ήθελαν να βάλουν ένα φρένο στις αντιδημοκρατικές πρακτικές, που δηλητηριάζουν την Τουρκία, δεν τολμούσαν να αμφισβητήσουν την κυρίαρχη «αντιτρομοκρατική» ιδεολογία.
Το σπυρί έσπασε στις 3 Νοεμβρίου 1996 κατά τύχη. Εκείνο το βράδυ στην περιοχή Σουσουρλούκ, μία θωρακισμένη Μερσεντές, που έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα, καρφώθηκε σ’ ένα φορτηγό. Στα συντρίμμια βρέθηκαν εξοπλισμός υποκλοπών και μυστικών επιχειρήσεων, όπλα, ναρκωτικά, χρήματα και αποκαλυπτικά έγγραφα.
Το σκάνδαλο ήταν οι επιβάτες. Οδηγός ήταν ο Χουσεΐν Κοτσαντάγκ υποδιευθυντής Ασφαλείας στην Κωνσταντινούπολη και πρώην διευθυντής ειδικών επιχειρήσεων στις κουρδικές επαρχίες. Νεκρός, όπως και η ερωμένη του αεροσυνοδός Γκόντσα Ους. Νεκρός ήταν και ένας τρίτος επιβάτης. Το όνομά του δεν ήταν γνωστό, αλλά σύντομα αποκαλύφθηκε ότι επρόκειτο για τον καταζητούμενο Αμπντουλάχ Τσατλί.
Ο Τσατλί ήταν στέλεχος των Γκρίζων Λύκων και -σύμφωνα με ομολογία του υπαρχηγού της ΜΙΤ Μεχμέτ Εϊμούρ- συνεργάτης της τουρκικής μυστικής υπηρεσίας με μεγάλη δράση στο εξωτερικό, όπου συχνά ταξίδευε με διπλωματικό διαβατήριο! Είχε συλληφθεί στην Ελβετία για κατοχή μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών, απ’ όπου δραπέτευσε με την παρέμβαση Τούρκων πρακτόρων.
Είναι ενδεικτικό ότι ο καταζητούμενος για πολλές δολοφονίες Τσατλί κηδεύθηκε με την τουρκική σημαία. Παρέστησαν ανώτατα στελέχη της ΜΙΤ και η τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Τανσού Τσιλέρ, η οποία φέρεται να δήλωσε τα εξής αποκαλυπτικά: «Εμείς τιμούμε με σεβασμό αυτούς που πυροβολούν εν ονόματι του κράτους»!
Στο ατύχημα του Σουσουρλούκ, όμως, υπήρξε και επιβάτης, που επέζησε. Ηταν ο Εντίπ Σεντάτ Μπουτσάκ, βουλευτής, αρχηγός μιας ισχυρής παρακρατικής ομάδας στις κουρδικές επαρχίες και σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες υπεύθυνος για πλήθος δολοφονιών. Ας σημειωθεί ότι η θωρακισμένη Μερσεντές συνοδευόταν και από υπηρεσιακό αυτοκίνητο της ασφάλειας, στο οποίο επέβαιναν τρεις αστυνομικοί.
Οι αποκαλύψεις που προέκυψαν από το ατύχημα στο Σουσουρλούκ προκάλεσαν μείζονα πολιτική κρίση, η οποία οδήγησε στην κατάρρευση της κυβέρνησης Τσιλέρ και στον τραυματισμό του κύρους των ενόπλων δυνάμεων. Παρόλα αυτά, οι ελεγχόμενοι από τους στρατηγούς κρατικοί και παρακρατικοί μηχανισμοί δεν σταμάτησαν τις βρώμικες δουλειές.
Ο δράστης «είναι καλό παιδί»
Χαρακτηριστική περίπτωση η υπόθεση Σεμντινλί. Στις 9 Νοεμβρίου 2005, εξερράγη μία βόμβα σ’ ένα βιβλιοπωλείο της πόλης Σεμντινλί στη νοτιοανατολική Τουρκία, ιδιοκτήτης του οποίου ήταν πρώην μέλος του ΡΚΚ. Στην επίθεση εκείνη, που κόστισε την ζωή ενός ανθρώπου, συνελήφθησαν από παρευρισκόμενους πολίτες οι τρεις δράστες, οι οποίοι απεδείχθη ότι ήταν μέλη των μυστικών υπηρεσιών του στρατού.
Για έναν απ’ αυτούς, ο σημερινός αρχηγός του τουρκικού Γενικού Επιτελείου είχε σπεύσει να δηλώσει δημοσίως πως τον γνωρίζει και διαβεβαιώνει ότι «είναι καλό παιδί»! Οι πληροφορίες λένε ότι ήταν ένα από τα «παιδιά του», αφού στη δεκαετία του 1990 ο στρατηγός Γιασάρ Μπουγιούκανιτ ήταν στρατιωτικός διοικητής εκεί και το μεγάλο αφεντικό του «αντιτρομοκρατικού» κυκλώματος.
Ο εισαγγελέας της πόλης Βαν Φερχάτ Σαρίκαγια είχε ασκήσει δίωξη εναντίον του στρατηγού γι’ αυτή την υπόθεση, αλλά η δίωξη σταμάτησε και ο εισαγγελέας υπέστη κυρώσεις! Ακόμα και ο διορισμένος από το κυβερνών κόμμα επικεφαλής της Τουρκικής Διεύθυνσης Ασφαλείας Σαμπρί Ουζούν, που είχε αποδώσει τη βομβιστική επίθεση στο βιβλιοπωλείο σε δάκτυλο του στρατού, στις 23 Μαρτίου 2006 απομακρύνθηκε από τη θέση του.
Ο ίδιος ο Ταγίπ Ερντογάν είχε υποχρεωθεί να στηλιτεύσει όσους προσπαθούν να προκαλέσουν σύγκρουση μεταξύ της κυβέρνησης και των ενόπλων δυνάμεων και είχε απευθύνει αυστηρή σύσταση στα στελέχη του κόμματός του, δηλώνοντας ότι «κανείς δεν δικαιολογείται να μη δείχνει σεβασμό προς τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, τις οποίες φυλάττουμε ως κόρην οφθαλμού».