Οταν στις 11 Απριλίου του 2006, έγινε η έφοδος στην περίφημη βίλα της Σχοινούσας, αστυνομικοί, αρχαιολόγοι και δικαστικοί λειτουργοί βρέθηκαν μπροστά σε ένα εντυπωσιακό θέαμα, που παρέπεμπε σε ένα πολυπλόκαμο διεθνές κύκλωμα αρχαιοκαπηλίας. Εκτοτε, έχουν περάσει επτά ολόκληρα χρόνια χωρίς να έχει εκδικαστεί η υπόθεση (η οποία αφορά σε διώξεις για αδικήματα σε βαθμό κακουργήματος) αλλά και χωρίς η χώρα μας να έχει καταφέρει να επαναπατρίσει έστω και μερικά από τα αμύθητης αξίας ευρήματα που βρέθηκαν στο πλουσιότατο φωτογραφικό αρχείο των Σάιμς – Μιχαηλίδη.
Και αν οι αρμόδιες ελληνικές αρχές δεν έχουν προωθήσει ακόμα δεόντως το θέμα, ένας από τους αρχαιολόγους που πήρε μέρος στην επιχείρηση, έχει επιδοθεί, από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, σε έναν μοναχικό αγώνα πάταξης του εμπορίου παράνομων αρχαιοτήτων.
Πρόκειται για τον Χρήστο Τσιρογιάννη, ο οποίος μόλις ολοκλήρωσε εκεί το διδακτορικό του με τίτλο «Το διεθνές κύκλωμα αρχαιοκαπηλίας μέσα από το αρχείο Σάιμς – Μιχαηλίδη και οι διεθνείς επιπτώσεις του». Μέσα από τη δική του έρευνα, οι γείτονες Ιταλοί κατάφεραν τον Σεπτέμβριο του 2012, να επαναπατρίσουν δύο κρατήρες που συμπεριελήφθησαν σε πλειστηριασμό από τον οίκο δημοπρασιών Κρίστις, ενώ άλλα στοιχεία που έφερε στο φως ανάγκασαν το 2010 τον οίκο Μπόναμς να αποσύρει τέσσερα ρωμαϊκά γλυπτά. To τελευταίο του επίτευγμα τον περασμένο Μάρτιο, είναι η ταύτιση μιας ατελούς αττικής κύλικος που βρίσκεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης με ένα θραύσμα από το Μουσείο της Βίλα Τζούλια στη Ρώμη και ο επαναπατρισμός της κύλικος στην Ιταλία. Ο σαραντάχρονος αρχαιολόγος, ο οποίος τιμήθηκε φέτος με το βραβείο ARCA (Association for research into crimes against art) μας μίλησε μέσω skype.
Η φωνή του ακούγεται απόμακρα αλλά καθαρά: «Από τις πρώτες μου αναμνήσεις ήταν οι εικόνες σε ένα δημοσίευμα εφημερίδας για την ανασκαφή της Βεργίνας από τον Μανώλη Ανδρόνικο. Ηταν το 1977 και εγώ ήμουν τεσσάρων ετών. Θυμάμαι τη συζήτηση και τον θαυμασμό που μου μετέδωσαν οι γονείς μου για το επάγγελμα του αρχαιολόγου. Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στο Τμήμα Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστημίου Αθηνών εργαζόμουν όλα καλοκαίρια ως εργάτης σε ανασκαφές. Αλλωστε οι καθηγητές μου έλεγαν ότι για να γίνεις καλός αρχαιολόγος πρέπει πρώτα να φας χώμα». Μετά την αποφοίτησή του, ο Χρήστος Τσιρογιάννης προσελήφθη ως συμβασιούχος αρχαιολόγος στην Αρχαία Αγορά Αθηνών. Ακολούθησε η στρατιωτική του θητεία, όπου εκπαιδεύτηκε ως έφεδρος αξιωματικός στην Κρήτη. Στο τελικό τμήμα της εκπαίδευσής του, σε μια άσκηση εφόδου, εντόπισε πολλά θραύσματα αγγείων και ένα αρχαίο τείχος σε έναν λόφο στην περιφέρεια του Ηρακλείου. Συνέλεξε την κεραμική και την παρέδωσε στην τοπική Εφορεία Αρχαιοτήτων. Πριν από το τέλος της 19μηνης θητείας του μετατέθηκε στα ελληνοαλβανικά σύνορα όπου και εκεί εντόπισε έναν αρχαίο οικισμό και ένα νεκροταφείο κλασικών χρόνων, τα οποία επίσης δήλωσε στην εφορεία Μακεδονίας.
Μετά την απόλυσή του, ως ηθική ανταμοιβή για τον εντοπισμό και την άμεση παράδοση στο κράτος των κινητών αρχαιοτήτων που συνέλεξε, εργάστηκε ως συμβασιούχος στην Εφορεία Αρχαιοπωλείων. Πρόκειται για τον φορέα που επωμίζεται την καταγραφή των αρχαίων αντικειμένων τα οποία βρίσκονται σε χέρια ιδιωτών. Ηταν η υπηρεσία με την οποία ήρθε σε επαφή η Γενική Αστυνομική Διεύθυνση λίγο καιρό αργότερα (Αύγουστος 2004), ζητώντας δύο αρχαιολόγους για να συνδράμουν σε μια έρευνα. «Ηταν μια έφοδος σε ένα μοναστήρι έξω από τα αρχαία Μέγαρα, όπου βρήκαμε εκατοντάδες αδήλωτες αρχαιότητες. Πήρα μέρος και είδα από κοντά πώς δουλεύουν οι αστυνομικοί. Εξετίμησα την αίσθηση καθήκοντος και το φιλότιμό τους. Μου έλεγαν πόσο δύσκολο είναι να βρουν αρχαιολόγους που να συμμετέχουν σε τέτοιες επιχειρήσεις, διότι επρόκειτο για εργασία πέραν του ωραρίου, χωρίς αμοιβή και διότι πολλοί συνάδελφοι φοβούνταν να καταθέσουν εναντίον ατόμων που εμπλέκονται σε επικίνδυνες υποθέσεις κυκλωμάτων αρχαιοκαπηλίας. Προσφέρθηκα να τους βοηθήσω σε καθημερινή, εθελοντική βάση».
Πανόραμα αρχαίων
Επειτα από ενάμιση χρόνο στα τέλη Μαρτίου του 2006 γίνεται η έφοδος στη βίλα της Μάριον Τρου (πρώην εφόρου αρχαιοτήτων του μουσείου Γκετύ) στην Πάρο και ύστερα από λίγο καιρό στη βίλα της Σχοινούσας. Τότε ο Τσιρογιάννης μετατέθηκε με εντολή εισαγγελέως από το ΥΠΠΟΤ στο υπουργείο Δικαιοσύνης για να ασχοληθεί με το κατασχεθέν αρχείο της Σχοινούσας και άλλα κατασχεθέντα αρχεία από τις ιταλικές Αρχές, τα οποία σχετίζονταν με τη διαβόητη υπόθεση Μέντιτσι, και είχαν δοθεί στην ελληνική πλευρά. «Οταν μπήκαμε στην βίλα, το θέαμα ήταν πρωτοφανές. Αισθανθήκαμε αποτροπιασμό διότι ξαφνικά βρεθήκαμε ανάμεσα σε εκατοντάδες αδήλωτα, αλλά και ορισμένα κλεμμένα αρχαία αντικείμενα. Η ειδική εκτιμητική επιτροπή κοστολόγησε την αξία τους κοντά στο ένα εκατομμύριο ευρώ. Το πιο σημαντικό όμως ήταν το αρχείο με τις φωτογραφίες αρχαιοτήτων από όλο τον κόσμο που έπεσε στα χέρια μας. Ενα πανόραμα με εκπληκτικής ομορφιάς αντικείμενα όλων των αρχαίων πολιτισμών που έχουν βρεθεί παράνομα τις τελευταίες δεκαετίες σε διάφορα μέρη της υφηλίου», τονίζει ο Τσιρογιάννης.
Μετά την απόσπασή του στο υπ. Δικαιοσύνης, ο Τσιρογιάννης εργάστηκε πάνω στο αρχείο, αρχικά με επικεφαλής τον εισαγγελέα Διώτη και, μετά την αποχώρηση του τελευταίου, μόνος του. Ηταν από τις αρχές Ιουλίου του 2006 ώς και τα τέλη Οκτωβρίου του 2008. Εκείνη την περίοδο έληξε η σύμβασή του ως αρχαιολόγου του ΥΠΠΟΤ, η οποία και δεν ανανεώθηκε. Εντούτοις, την τελευταία ημέρα της εργασίας του κατέθεσε με απόρρητα έγγραφα στο ΥΠΠΟΤ και την Εισαγγελία Αθηνών, καθώς μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια ταύτισε 445 αρχαιότητες, οι περισσότερες αρχαιοελληνικής προέλευσης που απεικονίζονται στις φωτογραφίες του αρχείου και είχαν καταλήξει σε γκαλερί, μουσεία, ιδιωτικές συλλογές και οίκους δημοπρασιών. Ας σημειωθεί ότι είχε πάρει μέρος και στην ομάδα που κατάφερε να επαναπατρίσει στην Ελλάδα το χρυσό μακεδονικό στεφάνι, καθώς και άλλες τρεις μοναδικές αρχαιότητες από το μουσείο Γκετύ επί υπουργίας Βουλγαράκη.
Η υπόθεση της Σχοινούσας
Η υπόθεση ήρθε στο φως τον Απρίλιο του 2006 και η είδηση έκανε τον γύρο του κόσμου, λόγω των αρχαιοτήτων που βρέθηκαν στα δύο ακίνητα της εφοπλιστικής οικογένειας Παπαδημητρίου στο Ψυχικό και τη Σχοινούσα, αλλά και του φωτογραφικού αρχείου. Το νήμα της αποκάλυψης ξεκίνησε από τον περίεργο θάνατο του εμπόρου τέχνης και αρχαιολογικών θησαυρών, Χρήστου Μηχαηλίδη αδελφού της Δέσποινας Παπαδημητρίου στην Ιταλία το 1999. Η οικογένεια του θανόντος διεκδίκησε δικαστικά από τον σύντροφο και συνέταιρο του Μιχαηλίδη, Βρετανό Ρόμπιν Σάιμς, το 50% της κοινής περιουσίας που είχαν αποκτήσει χάρις στην εμπορική τους δραστηριότητα. Η περιουσία αυτή με αρχαιολογικούς θησαυρούς και όχι μόνον, φυλασσόταν σε αρκετές αποθήκες σε πολλές χώρες. Η οικογένεια Παπαδημητρίου κέρδισε τη δίκη για τη διεκδίκηση της κληρονομιάς και το υπόλοιπο 50% πήγε στο βρετανικό κράτος, καθώς ο Σάιμς κήρυξε πτώχευση. Κατά τη δίκη οι διεθνείς διωκτικές αρχές, κυρίως της Ιταλίας, μπήκαν στο παιχνίδι και άρχισαν να συγκεντρώνουν πληροφορίες για τη δράση κυκλώματος αρχαιοκαπηλίας. Ο Μιχαηλίδης μαζί με τον Σάιμς είχαν συνδεθεί με το σκάνδαλο του Μουσείου Γκετύ και την πρώην έφορό του, Μάριον Τρου, η οποία κατηγορήθηκε ότι λειτουργούσε ως κλεπταποδόχος προϊόντων λαθρανασκαφής ή κλοπής. Με την έφοδο στο σπίτι της στην Πάρο άρχισε να ξεδιπλώνεται το κουβάρι και στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τον Χ. Τσιρογιάννη ώς και το 2005 τα χιλιάδες ευρήματα των αποθηκών ενοποιήθηκαν σε δύο τελικά αποθήκες στο Λονδίνο και εκποιητές που εκπροσωπούσαν την οικογένεια Παπαδημητρίου και το βρετανικό κράτος, απεφάσιζαν ποιο θα είναι το μέλλον τους.
Ολιγωρία σε θέματα επαναπατρισμού
Δεν αρκεί όμως μόνο η ταύτιση. Ο Χρήστος Τσιρογιάννης τονίζει: «Για να υπάρξει ταύτιση, πρέπει πρώτα ο μελετητής να δει ποια αντικείμενα είναι αρχαία ελληνικά, αλλά και προϊόντα λαθρανασκαφής από ελληνικό έδαφος. Αυτό είναι το πιο βασικό για να στοιχειοθετηθεί η διεκδίκηση από την ελληνική πλευρά. Υστερα, χρειάζεται να έχει κανείς απτές αποδείξεις -φωτογραφικές, έγγραφες ή άλλες- για να δέσει όπως λέμε η υπόθεση. Το τελευταίο σκέλος είναι αυτό της διαπραγμάτευσης την οποία αναλαμβάνει το κράτος. Δεν έχω καμία ενημέρωση εδώ και χρόνια για το εάν η Ελλάδα έχει φτάσει στο στάδιο της διαπραγμάτευσης για οποιοδήποτε από τα αντικείμενα που βρέθηκαν στο αρχείο της Σχοινούσας.
Μόνο λόγια
Ο μόνος τρόπος να αποδείξει μία χώρα ότι κάνει δουλειά πάνω στο θέμα είναι ο τακτικός επαναπατρισμός αρχαιοτήτων, όχι μόνο λόγια. Η Ιταλία κάνει κάθε χρόνο ειδική έκθεση με επαναπατρισμένες αρχαιότητες. Η Ελλάδα δυστυχώς ολιγωρεί. Πολλές από τις ταυτισμένες αρχαιότητες έχουν εμφανιστεί σε δημοπρασίες μεγάλων διεθνών οίκων και γκαλερί, μετά την αποκάλυψη της υπόθεσης. Οταν μετά από έρευνα διαθέτω στοιχεία, ενημερώνω τις αρμόδιες αρχές διαφόρων κρατών για αρχαιότητες που εμφανίζονται σε δημοπρασίες και προέρχονται από τα εδάφη τους, ενώ οι υποθέσεις αυτές δημοσιεύονται και στον Τύπο πριν από τις δημοπρασίες και σε αναλυτικά ακαδημαϊκά άρθρα αργότερα, ώστε όλοι να γνωρίζουν τα πάντα. Μπορώ να πω ότι ενώ από τον Ιούνιο του 2007 έχω καταθέσει στοιχεία για μια δεμένη υπόθεση τριών ελληνικών αρχαιοτήτων που βρίσκονται στο Μουσείο Μάικλ Κάρλος της Ατλάντα, η ελληνική πλευρά ξεκίνησε αλλά, απ όσα τουλάχιστον γνωρίζω, δεν συνέχισε τη διαπραγμάτευση».
Λίγο πριν μείνει άνεργος από το ΥΠΠΟΤ, o Τσιρογιάννης δέχθηκε την πρόταση του Λόρδου Ρένφριου, καθηγητού της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, για να εκπονήσει εκεί τη διδακτορική του διατριβή πάνω στο ίδιο θέμα. «Το συμπέρασμά μου είναι ότι οι αρχαιοκάπηλοι συνεχίζουν να δρουν ανεμπόδιστοι. Η Ελλάδα που πλήττεται βάναυσα από τα κυκλώματα, έχει μείνει πολύ πίσω σε θέματα προστασίας και διεκδίκησης. Οίκοι δημοπρασιών συνεχίζουν να πωλούν αντικείμενα που είναι προϊόντα λαθρανασκαφών, καθώς και άλλα που προέρχονται από επίσημες ανασκαφές αλλά αργότερα εκλάπησαν. Μουσεία του εξωτερικού που πρόσφατα εξετέθησαν διεθνώς διότι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν σε πολλές χώρες αντικείμενα λαθρανασκαφών, συνεχίζουν και αγοράζουν αρχαιότητες ύποπτης προέλευσης. Το μόνο που μένει είναι οι ίδιες οι χώρες που έχουν αρχαιολογικούς θησαυρούς να είναι σε εγρήγορση τόσο για την προστασία όσο και τη διεκδίκηση. Η Ελλάδα πρέπει να συγκροτήσει μια ομάδα με επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων, η οποία να ασχολείται μόνο με αυτό το θέμα, ούτως ώστε να πατάξει την αρχαιοκαπηλία και κάθε κρίκο του κυκλώματος: από τον αγρότη που βρίσκει κάτι, τον ενδιάμεσο που το δίνει στον έμπορο για να καταλήξει σε μουσεία, ιδιώτες συλλέκτες ή σε δημοπρασίες».
Περιμένω κλήση
Ο Τσιρογιάννης περιμένει ακόμα την εκδίκαση της υπόθεσης της Σχοινούσας: «Εχω οριστεί από το κράτος δύο φορές πραγματογνώμονας και έχω καταθέσει ειδικές απόρρητες αναλυτικές εκθέσεις με όλα τα στοιχεία και τις ταυτίσεις των αντικειμένων. Είμαι μάρτυρας κατηγορίας, έχω εμπιστοσύνη στην ελληνική Δικαιοσύνη και περιμένω τη σχετική κλήση …». Η συζήτηση κλείνει με μια ζοφερή υπόθεση: «Η αρχαιοκαπηλία πλήττει κυρίως τη γνώση μας για το παρελθόν. Δεν πρόκειται μόνο για τα αντικείμενα. Φανταστείτε αν τυμβωρύχοι έμπαιναν πρώτοι στον τάφο της Βεργίνας. Μετά από λίγο καιρό μια χρυσή λάρνακα θα κατέληγε σε έναν πλειστηριασμό στη Νέα Υόρκη. Η ασπίδα θα βρισκόταν σε μια ιδιωτική συλλογή στην Ιαπωνία. Αλλα κτερίσματα σε γκαλερί του Λονδίνου. Κανείς δεν θα μπορούσε να ανασυνθέσει την ομορφιά και τη σπουδαιότητα του τάφου. Και, εκτός από την απώλεια των αντικειμένων, εμείς θα είχαμε χάσει, κυρίως, μια ακόμη ακαταμάχητη ιστορική απόδειξη για την ελληνικότητα της Μακεδονίας μας…».