«Ενα νέο ινστιτούτο κηρύσσει τον πόλεμο στην “κακή” επιστήμη». Ετσι περιέγραφε πριν από λίγες ημέρες ο Economist την είδηση για την ίδρυση του Κέντρου METRICS (Meta-Research Innovation Centre) στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ. Κι αυτό γιατί αποστολή του Κέντρου είναι να δώσει ώθηση στη δουλειά των «μετα-ερευνητών», δηλαδή των ειδικών που «ερευνούν τις έρευνες» άλλων επιστημόνων, για να ελέγξουν την εγκυρότητά τους.
Συνιδρυτής του Ινστιτούτου είναι ο Γιάννης Ιωαννίδης, καθηγητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ, ο οποίος θεωρείται από τους σημαντικότερους διεθνώς «μετα-ερευνητές» στον χώρο της βιοϊατρικής, με άρθρα που φανερώνουν πως η εγκυρότητα μάλλον δεν είναι ο κανόνας. Χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα, η μελέτη του το 2005 με τίτλο «Γιατί τα ευρήματα των περισσότερων δημοσιευμένων επιστημονικών ερευνών είναι αναληθή», που δείχνει πως υπερβαίνει το 50% η πιθανότητα να καταρριφθεί στην πορεία μια ανακάλυψη.
Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων μέχρι το 2010, ο δρ Ιωαννίδης υποστηρίζει πως φιλοδοξία του METRICS είναι να μειωθεί η πιθανότητα κατάρριψης σε όλους τους τομείς. «Η επιστήμη είναι η καλύτερη ελπίδα του ανθρώπου για να λύσει τα προβλήματά του, επομένως πρέπει να τη βοηθήσουμε να γίνει πιο αποτελεσματική», λέει χαρακτηριστικά.
– Πώς μπορεί το METRICS να βελτιώσει την αξιοπιστία της επιστήμης;
– Κατ’ αρχάς θα συνεχίσουμε να κάνουμε «έρευνα πάνω στην έρευνα», ώστε να αναδείξουμε τις καλές επιστημονικές πρακτικές. Στόχος είναι επίσης μέσω συνεδρίων να έρθουμε σε επαφή με «μετα-ερευνητές» από διαφορετικές γνωστικές περιοχές –π.χ. από την πληροφορική ή τις νευροεπιστήμες– για να ανταλλάξουμε ιδέες και να δοκιμάσουμε αν πρακτικές που είναι αποτελεσματικές σε έναν κλάδο θα άξιζε να εφαρμοσθούν και αλλού.
Με τη συνεργασία, στοχεύουμε να βελτιώσουμε την τεκμηρίωση των ίδιων των «μετα-ερευνών» και των προτάσεων στις οποίες θα καταλήξουμε. Τέλος, θα επιδιώξουμε να προωθήσουμε αυτές τις προτάσεις σε φορείς βασικούς στη λειτουργία της επιστήμης, όπως στους υπεύθυνους των περιοδικών ή τους χρηματοδοτικούς οργανισμούς.
– Ποιες αδυναμίες υπάρχουν συνήθως στις επιστημονικές έρευνες που έχουν αδύναμη τεκμηρίωση;
– Ενα συχνό πρόβλημα είναι πως οι μελέτες βασίζονται σε μικρό μέγεθος δείγματος, κάτι που αυξάνει την πιθανότητα σφάλματος των όποιων αποτελεσμάτων. Αλλες φορές, δεν έχει γίνει ο καλύτερος δυνατός ο σχεδιασμός – για παράδειγμα, όταν η έρευνα για την αποτελεσματικότητα ενός φαρμάκου δεν διεξάγεται μέσω μιας τυχαιοποιημένης ελεγχόμενης μελέτης. Μπορεί επίσης στην πορεία να παρέμβει ο επιστήμονας στη διαδικασία, καταργώντας έτσι στην πράξη την τυχαιότητα του δείγματος.
– Κατά τη γνώμη σας, πού οφείλονται τέτοιες πρακτικές;
– Αν και η έρευνα γίνεται στη συντριπτική πλειονότητα από ανθρώπους με εξαιρετικές προθέσεις, είναι εύκολο να εμφιλοχωρήσουν διάφορων ειδών μεροληψίες (π.χ. ακαδημαϊκές). Παράλληλα, οι επιστήμονες βρίσκονται υπό τρομερή πίεση για συνεχείς ανακαλύψεις. Οταν η χρηματοδότηση κάθε πρότζεκτ γίνεται με κριτήριο τα αποτελέσματα που αυτό υπόσχεται, γίνεται σχεδόν αναγκαιότητα να «χειριστεί» κανείς τα δεδομένα, για να δείξει πως όντως βρήκε κάτι καινούργιο.
Στην περίπτωση μελετών που χρηματοδοτούνται από τη βιομηχανία, εμπλέκονται βέβαια και οικονομικά κίνητρα.
– Πιστεύετε πως το πρόβλημα αφορά περισσότερο συγκεκριμένους επιστημονικούς τομείς;
– Νομίζω πως υπάρχουν «νησίδες» υψηλής αξιοπιστίας σε κάθε κλάδο, αν και τέτοιες νησίδες είναι περισσότερες στις φυσικοχημικές επιστήμες, απ’ ό,τι στη βιοϊατρική, την κοινωνιολογία ή την ψυχολογία. Επίσης, η κατάσταση δεν είναι στατική: στη γενετική, για παράδειγμα, μέχρι πριν από λίγα χρόνια κάθε επιστήμονας έψαχνε ποιοι από τους 20 εκατομμύρια γενετικούς πολυμορφισμούς συνδέονται με συγκεκριμένες ασθένειες. Η τεράστια βιβλιογραφία που παράχθηκε κυριολεκτικά κατέρρευσε, όταν οι γενετιστές στη Δύση αποφάσισαν να θέσουν κοινούς και αυστηρότερους κανόνες και να σαρώσουν όλο το γονιδίωμα, αφήνοντας τα ίδια τα δεδομένα να «μιλήσουν».
Στην κατάσταση που βρισκόταν πριν από μία περίπου δεκαετία η γενετική, βρίσκεται σήμερα η διατροφική επιδημιολογία – οι έρευνες δηλαδή που συσχετίζουν συστατικά τροφίμων με νόσους.
– Ωστόσο, ακόμη και σήμερα δημοσιεύονται έρευνες με την προσέγγιση που υποτίθεται ότι έχει αφήσει πίσω της η γενετική.
– Το σύστημα δημοσίευσης έχει κι αυτό τα προβλήματά του: εκτός από τις έγκριτες επιστημονικές επιθεωρήσεις, υπάρχουν περιοδικά (ακόμη και αγγλόφωνα) που λειτουργούν σαν δεξαμενές απορρόφησης χρημάτων – δημοσιεύοντας όποιο άρθρο σταλεί, αν πληρωθούν. Πριν από λίγους μήνες, συνεργάτης του Science έφτιαξε μια εργασία «μαϊμού», γεμάτη με κάθε είδους σφάλμα. Την έστειλε σε 300 και πλέον περιοδικά, από τα οποία το 60% τη δημοσίευσε.
– Εχετε σημάδια πως δεν θα βρεθεί μπροστά σε τοίχο το METRICS, στην περίπτωση που προσπαθήσει να προωθήσει κάποιες καλές επιστημονικές πρακτικές;
– Η αίσθηση που έχω από χρηματοδοτικούς φορείς όπως τα Εθνικά Ινστιτούτα των ΗΠΑ είναι πως αναγνωρίζουν ότι κάτι πρέπει να αλλάξει. Πριν από δύο μήνες, ο διευθυντής των Ινστιτούτων δήλωσε πως θα εισαχθούν ορισμένες προϋποθέσεις για τις χρηματοδοτούμενες έρευνες, ώστε να γίνει πιο εύκολη η ανεξάρτητη επικύρωση των αποτελεσμάτων τους.
– Τέτοιες παρεμβάσεις θα μπορούσαν να κάνουν πιο αποτελεσματική και τη χρηματοδότηση;
– Σε πρόσφατη σειρά άρθρων μας στο Lancet, υπολογίσαμε πως περίπου το 85% της ερευνητικών κονδυλίων στη βιοϊατρική ουσιαστικά πάει χαμένο. Πιστεύω πως αυτό το ποσοστό μπορεί να μειωθεί σημαντικά.
Τι σχέση έχουν το κάπνισμα, τα παντζάρια και ο καρκίνος
– Το 2012 υπολογίσατε πως το 75% των ερευνών που συσχετίζουν κάποιο τρόφιμο με τον καρκίνο έχει αδύναμη επιστημονική τεκμηρίωση. Τι θα συμβουλεύατε τον μέσο αναγνώστη, ο οποίος βομβαρδίζεται συνεχώς από ειδήσεις που έχουν να κάνουν με την υγεία του και στις οποίες, όπως είναι φυσικό, δίνει ιδιαίτερο βάρος;
– Ο πολίτης πρέπει να «φιλτράρει» τις ειδήσεις: έτσι, στην περίπτωση που πρόκειται για ένα πρωτοεμφανιζόμενο εύρημα, τότε θα πρέπει να το αντιμετωπίσει απλώς ως μια ενδιαφέρουσα πληροφορία. Αλλα τέτοια «φίλτρα» είναι αν το συγκεκριμένο αποτέλεσμα προέκυψε από μία ή περισσότερες μελέτες, αν η έρευνα έγινε από μία ή περισσότερες επιστημονικές ομάδες, όπως και αν το δείγμα στο οποίο βασίσθηκε ήταν μικρό ή μεγάλο.
– Πιστεύετε πως μερίδιο ευθύνης έχουν και τα ΜΜΕ, με τον τρόπο που παρουσιάζουν τα αποτελέσματα των ερευνών;
– Νομίζω πως το ρεπορτάζ για μια επιστημονική ανακάλυψη θα πρέπει να περιλαμβάνει τον βαθμό βεβαιότητας ή αβεβαιότητάς της. Για παράδειγμα, μπορεί τα παντζάρια να μειώνουν όντως τον κίνδυνο καρκίνου – κάτι που όμως ίσως σημαίνει ότι σε 1.000 ανθρώπους που θα εμφάνιζαν τη νόσο, θα γλίτωναν το πολύ 10. Από την άλλη μεριά, ο δημοσιογράφος θα πρέπει να αναφέρει πως η συσχέτιση του καπνίσματος με τον καρκίνο αγγίζει το 100%.
Αν δεν αναφέρονται αυτά τα ποσοστά, τότε δημιουργείται σύγχυση στον κόσμο, δίνοντάς του την αίσθηση πως τα παντζάρια και το κάπνισμα έχουν την ίδια βαρύτητα.