Αναβαθμίστε τον για να δείτε σωστά αυτό το site. Αναβαθμίστε τον browser σας τώρα!
Δύο χρόνια μετά το ναυτικό δυστύχημα του «Norman Atlantic», διασωθέντες καλούνται να διαχειριστούν επώδυνες μνήμες.
ΕΡΕΥΝΕΣ 24.12.2016 • ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ • ΚΑΜΕΡΑ: ENRI CANAJ • MONTAZ: ΓΩΓΩ ΜΠΕΜΠΕΛΟΥ
Υπάρχουν στιγμές που η Χριστίνα Σαμαρά - Παππά δεν αναγνωρίζει τον εαυτό της. Όποτε επιβιβάζεται σε πλοίο η παραμικρή υποψία οσμής καπνού, ή πετρελαίου την ανησυχεί. Όποτε οδηγεί το αυτοκίνητό της αισθάνεται αγχωμένη. Όταν ταξιδεύουν τα παιδιά της, αγωνιά. «Δεν είμαι η ίδια που ήμουν», λέει. «Διότι φτάσαμε στο χείλος του θανάτου».
Ξημερώματα της 28ης Δεκεμβρίου 2014 η κ. Σαμαρά ταξίδευε με το πλοίο «Norman Atlantic» από την Πάτρα στην Ανκόνα. Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, συνήθιζε να πραγματοποιεί αντίστοιχα δρομολόγια στην Αδριατική. Αυτή τη φορά όμως, προτού χαράξει, όσο έπλεαν στο στενό του Οτράντο, η κ. Σαμαρά ξύπνησε από φωνές. Συνεπιβάτες της έτρεχαν στους διαδρόμους, γονείς τραβούσαν τα μικρά τους παιδιά, κάποιοι έκλαιγαν. Μύριζε καπνός και καμένο πλαστικό.
«Τον πρώτο καιρό δεν μπορούσα να κοιμηθώ από τους εφιάλτες», λέει. «Έβλεπα φλόγες γύρω μου. Αυτές τις φλόγες δεν μπορώ να τις ξεχάσω».
Από την πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στο «Norman Atlantic» και μετά την περιπετειώδη επιχείρηση διάσωσης που κράτησε τουλάχιστον 36 ώρες, ο απολογισμός ήταν 11 νεκροί και τουλάχιστον 18 αγνοούμενοι. Κάποιοι κάηκαν, παγιδευμένοι στο γκαράζ του πλοίου, άλλοι χάθηκαν στη θάλασσα. Για την αναγνώριση ορισμένων σορών χρειάστηκαν αναλύσεις DNA.
Σε λίγες ημέρες συμπληρώνονται δύο χρόνια από εκείνη τη μοιραία νύχτα. Έπειτα από αρκετή καθυστέρηση, το τελικό πόρισμα των εμπειρογνωμόνων που έχουν οριστεί από την ιταλική δικαιοσύνη αναμένεται στα τέλη Ιανουαρίου. Στο μεταξύ, μεγάλος αριθμός των επιβατών (περίπου το 65% όσων ταξίδευαν με το πλοίο) έχει έρθει σε εξωδικαστικό συμβιβασμό με τις εταιρείες που διαχειρίζονταν το πλοίο.
Αυτή την εβδομάδα κατατέθηκε στην Ιταλία από διασωθέντες και συγγενείς θανόντων αγωγή για αποζημιώσεις. Οι ενάγοντες φτάνουν τους 105. Σε αυτούς περιλαμβάνονται 49 επιβάτες και συγγενείς επτά θυμάτων, μεταξύ των οποίων και οι γονείς ενός 6χρονου Σύρου πρόσφυγα που φέρεται να είχε επιβιβαστεί παράτυπα στο πλοίο. Μέχρι σήμερα η σορός του δεν έχει βρεθεί. Εναγόμενοι είναι η πλοιοκτήτρια εταιρεία Visemar di Navigazione, η ιδιοκτήτρια Visemar Transporti, η κοινοπραξία ΑΝΕΚ-Superfast, καθώς και ο ιταλικός νηογνώμονας RINA Services S.p.A. και το ιταλικό ναυπηγείο Cantiere Navale Visentini.
Οι ενάγοντες ισχυρίζονται, σύμφωνα με τους δικηγόρους τους σε Ιταλία και Ελλάδα, ότι «μία σειρά από αμέλειες και λάθη οδήγησαν στο δυστύχημα». Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν ότι τα φορτηγά φορτώθηκαν υπερβολικά στενά στο πλοίο και κάποια διατήρησαν αναμμένες μηχανές εν πλω, δυσκολεύοντας τις περιπολίες πυρασφάλειας. Θέτουν ζητήματα ελλιπούς εκπαίδευσης, προβλημάτων συντονισμού μεταξύ του ιταλικού και ελληνικού πληρώματος του πλοίου, καθώς και μη τήρησης κανονισμών κατά τη διαχείριση του συμβάντος και κατά τη διαδικασία εκκένωσης.
Ακόμη οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι, μεταξύ άλλων, και η κατασκευή του συγκεκριμένου πλοίου (μεγάλα ανοίγματα σαν παράθυρα στο πίσω μέρος και στην αριστερή και δεξιά πλευρά στο κατάστρωμα 4) δεν βοήθησε στην κατάσβεση της πυρκαγιάς. «Θεωρούμε ότι κατά την πυρκαγιά ο αέρας που έμπαινε από τα μεγάλα ανοίγματα επηρέαζε τους ανιχνευτές καπνού», λέει στην «Κ» ο δικηγόρος Στέφανο Μπερτόνε, ένας εκ των εκπροσώπων των εναγόντων.
«Το πλοίο με τα ανοίγματα ήταν ουσιαστικά σαν ένας φούρνος που ανατροφοδοτείτο με αέρα», συμπληρώνει η συνάδελφός του Σιλίνα Παυλάκη, από το δικηγορικό γραφείο Παυλάκη-Μόσχου που συνεργάζεται σε αυτή την υπόθεση με τους Ιταλούς. Ως αντίστοιχο παράδειγμα φέρνουν το «Sorrento», αδερφό πλοίο του «Norman Atlantic» με παρόμοια κατασκευή, στο οποίο εκδηλώθηκε φωτιά χωρίς θύματα ανοιχτά της Μαγιόρκας τον Απρίλιο του 2015.
Όπως φαίνεται και από τη μαρτυρία της κ. Σαμαρά, διασωθέντες του «Norman Atlantic» προσπαθούν εδώ και δύο χρόνια να διαχειριστούν τις επιπτώσεις του δυστυχήματος στην ψυχική τους υγεία. «Η βασική τους ζημιά είναι το μετατραυματικό στρες», λέει η κ. Παυλάκη.
Μιλάει για οδηγούς φορτηγών που πλέον έχουν σταματήσει τα δρομολόγια στην Ιταλία γιατί δεν θέλουν να ταξιδέψουν ξανά με πλοίο, αλλά και άλλους διασωθέντες που ανέπτυξαν φοβίες και δυσκολεύονται στην κοινωνική τους ζωή. «Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ακόμα εφιάλτες ή αναδρομές στο παρελθόν και άλλοι που ακολουθούν ακόμα φαρμακευτική αγωγή», λέει.
Δεν θυμάται να άκουσε κάποιο συναγερμό. Μόνο τον κόσμο έξω από την καμπίνα της που φώναζε «βγείτε έξω!». «Είδα από το σιφώνι του μπάνιου να βγαίνει ατμός με τρομερό θόρυβο και κατάλαβα ότι τα πράγματα ήταν σοβαρά», λέει η κ. Σαμαρά καθώς διηγείται στην «Κ» όσα έζησε τη νύχτα της πυρκαγιάς. Προτού βγει από την καμπίνα, έψαξε για σωσίβια χωρίς επιτυχία. Πρόφτασε να φορέσει το παλτό της, να πάρει μαζί της διαβατήριο, ταυτότητα και βγήκε στον διάδρομο.
Προοδευτικά η ρεσεψιόν, το μπαρ και άλλα μέρη του πλοίου γέμισαν με καπνό. Σύμφωνα με καταθέσεις διασωθέντων στις ιταλικές αρχές, δεν υπήρχε εκείνη τη στιγμή καθοδήγηση από μέλη του πληρώματος, ούτε δίνονταν οδηγίες από τα μεγάφωνα. Καθένας ενεργούσε όπως έκρινε ότι ήταν καλύτερο.
Στο κατάστρωμα 5 κάποιοι επιβάτες μοιράστηκαν σωσίβια που βρήκαν σε ένα κιβώτιο – ορισμένοι εξ αυτών κατέθεσαν έπειτα ότι το κουτί ήταν κλειδωμένο και αναγκάστηκαν να το σπάσουν. Όταν η κ. Σαμαρά βγήκε σε ανοικτό κατάστρωμα μαζί με τον συνταξιδιώτη της Ανδρέα Τολάρο, ζύγισε προς στιγμήν τις επιλογές της.
«Φυσούσε μανιασμένος αέρας, η θάλασσα ήταν φουρτουνιασμένη και αριστερά μας από μια γυάλινη πόρτα βλέπαμε τις φλόγες», λέει. «Κοιταζόμαστε για να πηδήξουμε στη θάλασσα. Βλέπω τα τεράστια κύματα και λέω “Ανδρέα, δεν πέφτω στη θάλασσα. Θα μείνουμε εδώ και ό,τι γίνει”».
Το πόρισμα των εμπειρογνωμόνων αναμένεται να φωτίσει τα ακριβή αίτια της φωτιάς. Σε κατάθεσή του, πάντως, μέλος του ιταλικού πληρώματος ανέφερε ότι στο γκαράζ 4 τουλάχιστον δύο φορτηγά διατηρούσαν σε λειτουργία τις μηχανές τους εν πλω, καθώς δεν ήταν συνδεδεμένα με την ηλεκτρολογική εγκατάσταση του πλοίου. Τα φορτηγά φαίνεται πως είχαν τοποθετηθεί τόσο κοντά το ένα στο άλλο που συνάδελφός του κατέθεσε ότι με δυσκολία κατάφερε να στριμωχθεί ανάμεσά τους σε μία από τις περιπολίες πυρασφάλειας.
Σε άλλες καταθέσεις φαίνεται ότι υπήρχαν και οδηγοί που είχαν παραμείνει μέσα στα οχήματά τους κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και πάλεψαν για να σωθούν κατά την πυρκαγιά.
Όσο περνούσε η ώρα η φωτιά εξαπλωνόταν. Στο πλοίο επικράτησε συσκότιση (μπλακ άουτ), ενώ από το εσωτερικό του ακούγονταν εκρήξεις. Μέχρι και οι λαμαρίνες είχαν πυρώσει και τα παπούτσια επιβατών κολλούσαν στο δάπεδο. Σε μία από τις φωτογραφίες που δημοσιεύει σήμερα η «Κ» φαίνεται πως είχαν λιώσει οι σόλες παπουτσιού επιβάτη.
«Επειδή υπήρχε φωτιά από κάτω κατά τόπους στο κατάστρωμα η μπογιά άρχισε να βράζει», λέει η κ. Σαμαρά.
Ο δικηγόρος Στέφανο Μπερτόνε διαπίστωσε τη δύναμη της φωτιάς σε αυτοψία που πραγματοποίησε στο πλοίο. Ηταν 12 Ιουνίου 2015 όταν μπόρεσαν να μπουν σε αυτό δικηγόροι διασωθέντων και οικογενειών αγνοουμένων με τους τεχνικούς τους συμβούλους, αλλά και εμπειρογνώμονες της ναυλώτριας και της πλοιοκτήτριας εταιρείας.
«Ήταν λυπηρό. Καταλάβαινες πόσο έντονη ήταν η θερμότητα», λέει ο κ. Μπερτόνε.
Χρειάστηκε να περάσουν τουλάχιστον δύο εβδομάδες μέχρι να σβήσει και η τελευταία εστία φωτιάς μετά την αρχική μεταφορά του «Norman Atlantic» στο λιμάνι του Μπρίντιζι. Επειτα οι ιταλικές αρχές χρησιμοποίησαν ειδικά μηχανήματα απορρόφησης καπνού για να καθαρίσουν –όσο ήταν εφικτό– τους χώρους. Στη συνέχεια το πλοίο ρυμουλκήθηκε στο Μπάρι, όπου παραμένει μέχρι σήμερα. Εκεί κατάφεραν να εισέλθουν στο πλοίο οι νομικοί και τεχνικοί εμπειρογνώμονες και των δύο πλευρών.
Σε γκαράζ του πλοίου είδαν εικόνες ολικής καταστροφής.
Από τις πρώτες ώρες του συμβάντος επικράτησε σύγχυση σχετικά με τον ακριβή αριθμό των επιβατών. Το πλοίο της εταιρείας Visemar, ναυλωμένο από την ΑΝΕΚ, είχε ιταλικό και ελληνικό πλήρωμα που αριθμούσε 56 μέλη και οι επιβάτες του ξεπερνούσαν τους 400. Ωστόσο, από καταθέσεις διασωθέντων φαίνεται ότι στο πλοίο είχαν επιβιβαστεί στα κρυφά πρόσφυγες και μετανάστες.
Ο έλεγχος των φορτηγών κατά την επιβίβαση ήταν δειγματοληπτικός. Στο λιμάνι της Πάτρας πέρασαν από ακτίνες X (X-ray) ένα στα δέκα οχήματα που φορτώθηκαν και στην Ηγουμενίτσα τρία στα δέκα. Δύο Αφγανοί και ένας Σύρος κατέθεσαν στις ιταλικές αρχές ότι εισήλθαν στο πλοίο κρυμμένοι κάτω από φορτηγά. Έλληνας οδηγός φορτηγού ανέφερε ότι κατά την προσπάθεια διαφυγής του, αλλά και στη σωσίβια σχεδία στην οποία ανέβηκε αργότερα, συνάντησε λαθρεπιβάτες.
Ο ακριβής αριθμός όσων είχαν επιβιβαστεί με τον ίδιο τρόπο στο «Norman Atlantic» δεν είναι ξεκάθαρος. Ανάμεσά τους πάντως φαίνεται, σύμφωνα με τους ενάγοντες, πως υπήρχε και ένας 6χρονος Σύρος. Ταξίδευε μόνος του. Ο πατέρας του και ο μεγαλύτερος αδερφός του δεν είχαν καταφέρει να μπουν μαζί του στο πλοίο.
Η κ. Σαμαρά μαζί με τον συνεπιβάτη της Ανδρέα Τολάρο πέρασαν σχεδόν 17 ώρες πάνω στο φλεγόμενο πλοίο μέχρι τη διάσωσή τους. Εκτεθειμένοι στον αέρα και στη βροχή προσπαθούσαν να κρατηθούν ζεστοί. Για να προφυλαχθούν από τις καιρικές συνθήκες κάποιοι επιβάτες είχαν στριμωχτεί σε έναν διάδρομο. Μέχρι να ξημερώσει άλλαζαν με βάρδιες θέσεις με άλλους που βρίσκονταν στο ανοιχτό κατάστρωμα.
«Έλεγα δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό το πράγμα. Μου φαινόταν σαν να είναι ψέματα», λέει η κ. Σαμαρά.
Όταν πλέον όλοι ανέβηκαν στο τελευταίο κατάστρωμα του πλοίου είχαν να αντιμετωπίσουν και άλλες δυσκολίες. Το δάπεδο ήταν ιδιαίτερα ολισθηρό και κάποιοι πάσχιζαν να κρατηθούν όρθιοι. Η κ. Σαμαρά θυμάται μια γυναίκα που είχε βγει βιαστικά από την καμπίνα μόνο με τις παντόφλες και δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κατάστρωμα ενώ ο γιος της καλούσε σε βοήθεια. Περιγράφει πώς κάποιο μέλος του πληρώματος έδωσε το μπουφάν του στον συνεπιβάτη της, αλλά και πώς ένα παιδί παρασύρθηκε από τα νερά που έριχναν με μάνικες τα πυροσβετικά σκάφη.
Υπήρξαν μέλη πληρώματος που προσπάθησαν να βοηθήσουν οδηγώντας τους επιβάτες στα ανώτερα καταστρώματα και άλλοι που έτρεξαν στα σωστικά μέσα. Μια λέμβος μάλιστα, σύμφωνα με καταθέσεις στις ιταλικές αρχές, κατέβηκε στη θάλασσα χωρίς οργανωμένο σχέδιο, ενώ από κάτω της υπήρχαν άνθρωποι που είχαν πέσει στο νερό. Πρόλαβαν να επιβιβαστούν σε αυτή 39 άτομα ενώ χωρούσε πάνω από 100.
Χρειάστηκαν περίπου 45 λεπτά λόγω των ισχυρών ανέμων και των κυμάτων μέχρι η λέμβος να φτάσει στο πλοίο «Spirit of Piraeus», το οποίο είχε προσεγγίσει στο σημείο για να βοηθήσει. Κατά την προσπάθεια επιβίβασης όμως με ανεμόσκαλα δύο άνθρωποι χάθηκαν στη θάλασσα.
Προβλήματα στη λειτουργία του είχε και το σύστημα ναυτικού τύπου εγκατάλειψης, με επιβάτες να εγκλωβίζονται στη γλίστρα (σωλήνας καθόδου) του πλοίου.
Ελληνικά και ιταλικά ελικόπτερα που εμφανίστηκαν το πρωί, αποδείχτηκε πως ήταν η μόνη ελπίδα διαφυγής.
Η αλλαγή της κατεύθυνσης του ανέμου ανάγκασε τους επιβάτες να ξαπλώσουν στο βρεγμένο δάπεδο περιμένοντας τους διασώστες, καθώς ο καπνός πλέον έπεφτε πάνω τους και κινδύνευαν με δηλητηρίαση από τις εισπνοές.
Ένας Ελληνας και ένας Ιταλός από το πλήρωμα προσπαθούσαν να βάλουν σε σειρά τον κόσμο για να επιβιβαστούν στα ελικόπτερα πρώτα τα παιδιά και όσοι είχαν προβλήματα υγείας. Ήταν μια διαδικασία που κράτησε πολλές ώρες, ενώ δεν έλειψαν σύμφωνα με μαρτυρίες και στιγμές πανικού.
Τελικά με ελικόπτερο μέσα στη νύχτα μεταφέρθηκαν στην Ιταλία και η κ. Σαμαρά με τον κ. Τολάρο και άλλους επιβάτες. Τους οδήγησαν στο νοσοκομείο του Λέτσε. Η ειρωνεία είναι ότι και οι δύο είχαν προγραμματίσει να ταξιδέψουν στην Ιταλία με άλλο πλοίο στις 28 Δεκεμβρίου. Φτάνοντας όμως στο λιμάνι της Πάτρας πληροφορήθηκαν ότι τελικά θα τους παραλάβει το «Norman Atlantic».
Ο κ. Τολάρος δεν έχει σβήσει από το κινητό του τηλέφωνο τις φωτογραφίες του με τους διασώστες και την εικόνα από την επιστροφή του στην Ελλάδα. «Μπήκαμε σε ένα καράβι ανοργάνωτο. Θα μπορούσε σήμερα να μην υπάρχει κανένας από εμάς», λέει.
Σύμφωνα με τους δικηγόρους των εναγόντων επιλέχθηκε η Ιταλία για την κατάθεση της αγωγής γιατί εκεί βρίσκεται δεμένο το πλοίο και διεξάγεται το βασικό κομμάτι των ερευνών. «Είναι μια περίπλοκη υπόθεση για την οποία χρειάστηκε μεγάλη έρευνα από ειδικούς και τεχνικούς», λέει ο δικηγόρος Στέφανο Μπερτόνε. Χρειάστηκε να περάσει πάνω από ένας χρόνος μετά το συμβάν για να ολοκληρωθεί τον περασμένο Φεβρουάριο η επιχείρηση απομάκρυνσης οχημάτων από τα καταστρώματα 3 και 4 του πλοίου.
Πέρα από το κομμάτι των ερευνών και τη δικαστική εξέλιξη της υπόθεσης οι διασωθέντες αλλά και οι συγγενείς θανόντων και αγνοουμένων αυτά τα δύο χρόνια καλούνται καθημερινά να διαχειριστούν τις μνήμες εκείνου του ταξιδιού.
«Πλησιάζει η ημερομηνία του δυστυχήματος. Είναι ημέρα μνήμης. Εύχομαι στους ανθρώπους που έχασαν τους δικούς τους, δύναμη», λέει ο κ. Τολάρος. «Δεν είμαι ο Ανδρέας που ήμουν πριν από το δυστύχημα. Τι έχει αλλάξει; Δεν έχω αντοχές, δεν έχω ανοχές. Υπέφερα από κατάθλιψη για πάρα πολύ καιρό. Κάθε φορά που θα αντιμετωπίσω κάποιο πρόβλημα δεν μπορώ να το διαχειριστώ όπως στο παρελθόν».
Παρόμοια είναι η εικόνα που δίνει και η κ. Σαμαρά. «Αλλαξε η συμπεριφορά μας. Γίναμε ευερέθιστοι, χάσαμε την ενέργειά μας, ό,τι θέλουμε να κάνουμε μας φαίνεται βουνό», λέει. «Δεν ξεχνάμε το γεγονός. Κάθε μέρα, κάτι θα θυμηθούμε».
Δύο χρόνια μετά το δυστύχημα στην Αδριατική
Για την Kαθημερινή και το Kathimerini.gr.
24.12.2016