ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
Σώμα
εκδ. Πατάκη, σελ. 62
Πώς γίνεται η αγωνία λόγος; Πώς πονούν οι λέξεις; Στις λιγοστές σελίδες της νουβέλας του Αχιλλέα Κυριακίδη η γραφή αναστοχάζεται τον χαμό του σώματος, τον ενταφιασμό του στο μνήμα της σιωπής. Το πάθος του σώματος μεταστοιχειώνεται σε γλωσσικό πάθος, σε πάσχουσα γλώσσα. Για τον αφηγητή, έναν φιλόλογο, που εναβρύνεται να επιδεικνύει «ιερή αφοσίωση στη γλώσσα», θάνατος είναι η αγλωσσία, ο ακρωτηριασμός του σώματος από τις λέξεις που σημασιοδότησαν τα πάθη του, τον ίμερο, τον τρόμο, τον πόνο. «Τι θα θυμάται όταν ξεχάσω;»
Οι λέξεις αποδεικνύονται σχεδόν πάντα ανίκανες να αρθούν στο ύψος των προσδοκιών μας, των άφατων λυγμών μας. Λυγίζουν από το βάρος των ανείπωτων που λαχταράμε να τους εμπιστευθούμε. Είναι πολύ αδύναμες για να αντέξουν τα ανεπίδοτα, κατεπείγοντα μηνύματα που αγωνιούμε να μεταφέρουν. Αδυνατούν να επωμιστούν τα άλεκτα πλαντάγματα της ψυχής. Τόσο σε ψυχικό όσο και σε γλωσσικό επίπεδο, το νόημα παραμένει αβάσταχτη απαντοχή.
Ο ήρωας του βιβλίου πιστεύει πως η γλώσσα κρυπτογραφεί το μείζον μυστήριο της ανθρώπινης συνθήκης. Φαντασιώνεται έναν λόγο στοιχειώδη, υπερθετικά αληθή, ανόθευτο από περιφράσεις και αμφισημίες, έναν λόγο λέξεων αλώβητων από ιδέες και έννοιες, αμιγώς ουσιαστικό. Ονειρεύεται τη λέξη σαν «αποθέωση του ουσιαστικού». Κατά τη διήμερη αναμονή των αποτελεσμάτων κρίσιμων ιατρικών εξετάσεων, συλλογίζεται το ενδεχόμενο του θανάτου του σαν όλεθρο του λόγου. Καθώς φαντάζεται το χθόνιο σώμα του να σπαράσσεται από υποδόριους εχθρούς, από εκρήξεις ναρκών στο υπέδαφος των σπλάχνων, από ορύγματα που αιμορραγούν και σκάμματα που ανασκάπτονται, παλεύει να αφουγκραστεί τους χρησμούς του αίματος, το ιδιόλεκτο της σάρκας που λιποτακτεί. Μόνο μια νεκρή γλώσσα πάσχει από θνητότητα. Επεα πτερόεντα, σώμα φτερουγισμένο. Θυμάται πως κάποτε, όταν νεαρός ακόμα είχε νοσηλευτεί στο Ιπποκράτειο, ένας ηλικιωμένος στο διπλανό κρεβάτι ψυχομαχούσε παραμιλώντας σε ένα ακατάληπτο ιδίωμα. Η επιθανάτια γλώσσα εκείνου του ασθενούς τον παρώθησε να αποδυθεί σε μια λεξιλογική αναζήτηση, που τον είχε οδηγήσει στα βάθη της Τρανσυλβανίας, στην κατερειπωμένη ηχητική του αυστροουγγρικού κλέους.
Τις δύο αφόρητες ημέρες της αναμονής της ετυμηγορίας του αίματος, ο ήρωας ανατρέχει στη συνάντησή του με έναν ακαδημαϊκό, σε μια κωμόπολη της Ρουμανίας, και θυμάται ξανά πως εκείνος ο άνθρωπος είχε σώσει στη μνήμη του μερικές λέξεις μιας από καιρό πεθαμένης γλώσσας, λέξεις μετέωρες στο σκοτάδι, «σαν άστρα που φέγγουν ακόμα τον παλιό τους θάνατο». Μόνο αυτό το «σβησμένο ιδίωμα» μπορούσε να διαυγάσει το «χλοερό» φως, που ήδη σκέπαζε, χώμα ελαφρότατο, το σώμα του. Το αμετάφραστο ιπποκράτειο ψυχομαχητό ήταν τελικά η πρόρρηση του δικού του πένθους, της τελεσίδικης αφωνίας του.
Ποιες, άραγε, λέξεις θα παρηγορήσουν την ταπείνωση του σώματος; Παρακολουθώντας ένα σώμα να σπαράζει για την απώλεια του λόγου, ο Κυριακίδης διατυπώνει έναν φιλοπαίγμονα, όπως πάντα, και αριστοτεχνικά λεπτολόγο στοχασμό για την κατευναστική επενέργεια της γλώσσας. Το σώμα εξεγείρεται, όταν έρχεται κατάσαρκα αντιμέτωπο με τη θνητότητά του. Ο ήρωας του βιβλίου δεν υποφέρει από έλλειψη λέξεων, αλλά ζωής. Προσδοκά την ανάσταση γλωσσών για να ξεγελάσει τον χρόνο που λιγοστεύει, για να αναχαιτίσει την επέλαση της φονικής τελευταίας λέξης, για να συνεχίσει να θύει στις ταχυθάνατες ευδαιμονίες της σάρκας και στα φθαρτά θαύματα του μυαλού. Εχοντας σχεδόν φτάσει στο χείλος της σιωπής, ελπίζει ακόμη να εξημερώσει το δισύλλαβο τέρας, το τέλος. Δεινός στη γλωσσική αγωγή, ο Κυριακίδης μεγαλύνει σε λιγότερες από πενήντα σελίδες την πιο κοινότοπη από τις ανθρώπινες τραγωδίες, σε πνευματικό, απολαυστικά πνευματώδη, αγώνα.