Τι κι αν οι άγγελοι που φώτιζαν κάθε φιγούρα του στα γήπεδα, έξω απ’ αυτά μεταμορφώνονταν σε δαίμονες που ρουφούσαν στάλα στάλα τη ζωή του;
Ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα λατρεύτηκε σαν «Θεός» για τον μαγικό τρόπο που τιθάσευε την μπάλα, αλλά λοιδορήθηκε όσο κανείς γιατί έζησε στα άκρα, βυθισμένος στον κόσμο των καταχρήσεων, των υπερβολών και των παραισθήσεων.
Ακόμα όμως κι αυτοί που λάτρευαν να τον μισούν λόγω της αντισυμβατικής ζωής του, αναγνωρίζουν στο πρόσωπό του έναν άνθρωπο γεννημένο με το χάρισμα να μαγνητίζει τα πλήθη και να γίνεται σημείο αναφοράς ό,τι κι αν έκανε.
Γιατί σωστό ή λάθος, πάντα το έκανε με τον δικό του τρόπο, όπως ακριβώς και ο Τζορτζ Μπεστ, ένας άλλος γητευτής της μπάλας, που σε μια τραγική σύμπτωση, έφυγε από τη ζωή την ίδια ημέρα, δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα.
Ποτέ δεν θα υπάρξει σωστή απάντηση στο δίλημμα «Πελέ ή Μαραντόνα», γιατί δεν υπάρχει μεζούρα για την τελειότητα, κανένας τρόπος για να συγκρίνει δύο μάγους του ποδοσφαίρου, γεννημένους σε άλλη εποχή και μοναδικούς από τη φύση τους.
Πιο σύγχρονος ο Ντιεγκίτο, γι’ αυτό και η δύναμη της τηλεόρασης φώτισε την ποδοσφαιρική διαδρομή του, ενώ η φήμη του Πελέ γιγαντώθηκε περισσότερο από στόμα σε στόμα κι όχι από τη μαγεία της εικόνας.
Και ζώντας σε ένα παράλληλο σύμπαν, ο Βραζιλιάνος σούπερ σταρ ακολούθησε πειθήνια το ρεύμα και τις επιταγές των χορηγών, ενώ ο Αργεντινός ήταν ένα ατίθασο αγρίμι, που έβγαζε τη γλώσσα στο σύστημα και τους κάθε λογής υπηρέτες του.
Για αυτό και το περίφημο «χέρι του Θεού» δεν ήταν απλώς η πιο διάσημη λαθροχειρία στον κόσμο του ποδοσφαίρου, αλλά πάντα συμβόλιζε και θα συμβολίζει κάτι πολύ παραπάνω…