Ο μύθος του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, του αντιφατικού, απροσάρμοστου θρύλου των γηπέδων και της εξέδρας
Toυ Μπάμπη Παπαδάτου
Στον κόλπο του Ρίο ντε λα Πλάτα, ανάμεσα στα «βλέμματα» που διασταύρωναν το Μπουένος Αϊρες με το Μοντεβιδέο από το 1726 κι έπειτα, γεννήθηκε κάποτε το ταγκό. Λιγότερο εντυπωσιακό, έμελλε να «χορέψει», στα ίδια μέρη, και το «παιχνίδι των τρελών», όπως συνήθιζαν να αποκαλούν το ποδόσφαιρο οι ντόπιοι Αργεντινοί και Ουρουγουανοί, βλέποντας τους Εγγλέζους ναυτικούς να τρέχουν γύρω από μια μπάλα στις αποβάθρες τους.
Χρόνια μετά το πέρασμα του «ημίθεου» του ταγκό, Κάρλος Γκαρδέλ, οι Αργεντινοί θα έχουν την τύχη να θαυμάσουν κι έναν «Θεό», αυτή τη φορά του ποδοσφαίρου. Τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. Οταν το ποδόσφαιρο έπαψε να είναι το σπορ των Αγγλων και των ευκατάστατων στο Ρίο ντε λα Πλάτα, γεννήθηκαν οι πρώτες λαϊκές ομάδες. Κάπου εκεί μέσα ανέτειλε και το άστρο του Ντιεγκίτο.
Ενας γητευτής της μπάλας, ένας χορευτής του ταγκό μέσα στο γήπεδο, ο οποίος λατρεύτηκε σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Ισως περισσότερο από τον ατσαλάκωτο Πελέ, από τον άχρωμο Μέσι, από τον νάρκισσο Ρονάλντο, διότι σε αντίθεση με αυτούς, ο Μαραντόνα «γεννούσε» ιστορίες. Συναρπαστικές εντός αγωνιστικού χώρου, αποκρουστικές έξω από αυτόν, θαρρείς σαν ένα συνεχές ταγκό με τον θάνατο.
Ο φίλαθλος αποζητεί ιστορίες και μύθους, θράσος και παρεμβατικότητα. Και όλα αυτά, μόνο ένας βραχύσωμος Αργεντινός –με μπόι μόλις 1,65, αλλά γιγάντιο ανάστημα– μπορούσε να υφάνει.
Το έπραξε το ’86, ένα καυτό μεσημέρι του Ιουνίου στο Μεξικό, πολιτικοποιώντας το… αριστερό «χέρι του Θεού» απέναντι στην Αγγλία, κι έναν χρόνο μετά, με τη Νάπολι του φτωχού ιταλικού νότου, πανηγύρισε το πρωτάθλημα πάνω από την υπερυψωμένη μύτη του πλούσιου βορρά.
Οι σφετεριστές της απαγορευμένης δόξας, η… πλέμπα του νότου, κέρδιζε τίτλους εις βάρος των προκλητικών ισχυρών. «Ναπολιτάνοι καλώς ήρθατε στην Ιταλία» και «Βεζούβιε σε σένα στηριζόμαστε» έγραφαν τα πανό σε Τορίνο και Μιλάνο όταν ανηφόριζαν προς τα βόρεια οι «παρτενοπέι» (προσωνύμιο από το όνομα της σειρήνας Παρθενόπης, η οποία απελπισμένη από τη μη ανταπόκριση του Οδυσσέα, έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Η σορός της ξεβράστηκε στην Ιταλία. Στο σημείο εκείνο χτίστηκε η ελληνική αποικία Παρθενόπη, όπου σήμερα βρίσκεται η Νάπολη).
Το ποδόσφαιρο και οι «Θεοί» του, σαν της αρχαίας Ελλάδας, αυτοί με τις αδυναμίες και τα πάθη, που τείνουν προς εξαφάνιση, κατείχαν και θα κατέχουν σχεδόν πάντα μια σημαντική θέση στην παγκόσμια πραγματικότητα, όσο κι αν προσπαθούν να το/τους υποβιβάσουν πολιτικές και ιδεολογίες. Αυτές που «κόπτονται» για την ανθρωπότητα, αλλά κατά βάθος απεχθάνονται τους ανθρώπους…
«Ηταν μια τεράστια προσωπικότητα»
Του Κώστα Κουκουλά
Ευχή ή κατάρα; Εμπειρία ποδοσφαιρικής ζωής ή κίνδυνος να εκτεθείς ανεπανόρθωτα; Σίγουρα δεν υπάρχει απάντηση, ακόμα και από όσους είχαν την τύχη ή την ατυχία να βρεθούν αντίπαλοι του Ντιέγκο Μαραντόνα.
Πριν από 32 χρόνια, το φθινόπωρο του 1988, όταν ο Αργεντινός είχε ήδη πάρει από το χέρι την άσημη –τότε– Νάπολι και την έβγαζε από την αφάνεια στην επιφάνεια του ιταλικού και του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, ο ΠΑΟΚ κλήθηκε να παίξει δύο παιχνίδια απέναντι στους «παρτενοπέι» για τον πρώτο γύρο του Κυπέλλου UEFA. Αρχηγός του ΠΑΟΚ σε εκείνα τα ματς ήταν ο Κυριάκος Αλεξανδρίδης, ο οποίος είχε την τύχη να γυρίσει σπίτι του, έχοντας στην αθλητική του τσάντα ένα «ιερό κειμήλιο». Τη φανέλα του αρχηγού τής Νάπολι.
«Είμαι τυχερός που εγώ και οι συμπαίκτες μου στον ΠΑΟΚ αντιμετωπίσαμε τότε εκείνη την ομάδα. Μάλιστα όχι σε κάποιο φιλικό παιχνίδι, αλλά σε διπλή ευρωπαϊκή αναμέτρηση. Βρεθήκαμε στο ίδιο γήπεδο με τον Μαραντόνα, ίσως να είναι και τύχη και ατυχία, αλλά τουλάχιστον ήταν μια εμπειρία που κανένας μας δεν έχει ξεχάσει», τόνισε στην «Κ». Πώς όμως η φανέλα του Μαραντόνα, την οποία είχαν… διεκδικήσει και άλλοι παίκτες βρέθηκε στο τέλος στα χέρια του αρχηγού του ΠΑΟΚ;
«Από το πρώτο ματς, τον είχα πλησιάσει και του την είχα ζητήσει. Ομως στο τέλος δεν κατάφερα να του μιλήσω. Στο ματς της Τούμπας, δεν του είπα κάτι. Οταν όμως τελείωσε ο αγώνας, μέσα στον χαμό με φώναξε ο ίδιος και μου ζήτησε να ανταλλάξουμε τις φανέλες μας. Αυτό δείχνει τι άνθρωπος και προσωπικότητα ήταν. Θυμόταν ότι του είχα ζητήσει και ήρθε από μόνος του. Ο Μαραντόνα σε μένα… Είχα τις φωτογραφίες, αλλά, ξέρετε, μετά σχεδόν 20 χρόνια, το είδα ξανά στο Διαδίκτυο και αναρωτιόμουν αν πραγματικά συνέβη».
Λίγα χρόνια μετά, στο διάβα του Μαραντόνα θα βρεθεί η εθνική μας ομάδα στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994. Στο πρώτο ματς των ομίλων, ο Ντιέγκο «ξεσπά» στο αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα πετυχαίνοντας ένα εκπληκτικό τέρμα και οδηγώντας την ομάδα του σε νίκη με 4-0. Αυτό ήταν και το τελευταίο του γκολ με την εθνική ομάδα της Αργεντινής. «Η απώλειά του ήταν ένα σοκ για το παγκόσμιο ποδόσφαιρο», λέει ο Θανάσης Κολιτσιδάκης, ο οποίος είχε αγωνιστεί σε εκείνο το παιχνίδι και προσθέτει: «Το να βρεθείς απέναντι στον Μαραντόνα, στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο με την εθνική σου ομάδα, είναι κάτι το οποίο δεν συνέβαινε ούτε στα όνειρα που κάναμε όταν παίζαμε μπάλα μικροί. Και όμως έγινε. Σίγουρα ήταν ευχή και κατάρα, καθώς οι ελπίδες να τον νικήσουμε ήταν ελάχιστες. Δεν ήταν μόνο ο κορυφαίος του κόσμου. Ηταν μια τεράστια ποδοσφαιρική προσωπικότητα που έκανε καλύτερους με τον τρόπο που καθοδηγούσε και έπαιζε και τους συμπαίκτες του. Είχε τόσο πάθος μέσα στον αγώνα, λες και έπαιζε για πρώτη φορά σε Μουντιάλ. Ηταν μια ξεχωριστή στιγμή, που θα τη θυμάμαι για πάντα».
Η Αργεντινή ερίζει πάνω από τον τάφο του
Του Γιώργου Γεωργακόπουλου
Στη μετά Μαραντόνα εποχή πέρασε η Αργεντινή, διάγοντας μερικές πολύ έντονες ημέρες συγκίνησης και ενδοσκόπησης για το τι σήμαινε ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα για τη χώρα συνολικά και όχι μόνο για το ποδόσφαιρό της. Η κληρονομιά που αφήνει πίσω του είναι σίγουρα μεγάλη.
Ενώ ολοκληρώθηκε πλέον το τριήμερο του πένθους που κήρυξε την Τετάρτη ο πρόεδρος της Αργεντινής Αλμπέρτο Φερνάντες, οι αλληλοκατηγορίες των πολιτικών και των ΜΜΕ περί εκμετάλλευσης του θανάτου της θρυλικής προσωπικότητας της Αργεντινής έχουν κυριαρχήσει στην επαύριον του λαϊκού προσκυνήματος της σορού του στο προεδρικό μέγαρο «Κάσα Ροσάδα» στο Μπουένος Αϊρες.
Το απόγευμα της Πέμπτης, ώρα Αργεντινής, ο Ντιεγκίτο ετάφη στο νεκροταφείο της Μπέγια Βίστα, στα περίχωρα του Μπουένος Αϊρες, εκεί όπου έχουν ταφεί και οι γονείς του, ύστερα από μια ημέρα γεμάτη δάκρυα, συνθήματα, επεισόδια και πολλή ένταση παντού στην πρωτεύουσα.
Σε μια χώρα όπου η δημόσια τάξη συχνά αποτελεί ζητούμενο, δημιουργήθηκε αναστάτωση και την Παρασκευή, με τη δημοσιοποίηση μιας μάλλον μακάβριας φωτογραφίας του άψυχου σώματος του Μαραντόνα στο φέρετρο, πράγμα που αποδίδεται σε τρεις έκτακτους εργαζομένους του γραφείου κηδειών. Πρόκειται για ένα ακόμη φαινόμενο εκμετάλλευσης του Ντιεγκίτο μετά τον θάνατό του.
Στα μέσα ενημέρωσης της Αργεντινής, πέρα από τα αφιερώματα που συνεχίζονται για το πιο λαμπρό αστέρι της χώρας, κυριαρχεί η εκτίμηση ότι ο «Θεός του ποδοσφαίρου» αποτελούσε την προσωποποίηση της ίδιας της Αργεντινής. Μιας χώρας δηλαδή δημιουργικής και παθιασμένης, αλλά και συχνά ατίθασης και απρόβλεπτης, όπως ακριβώς και ο Μαραντόνα. Γι’ αυτό, όπως λένε οι σχολιαστές, για τους Αργεντινούς ο Μαραντόνα μπορεί να πέθανε αλλά δεν θα φύγει ποτέ από κοντά τους, σύμφωνα και με τα λόγια του Λιονέλ Μέσι.