Ο βασιλιάς των σπορ ως «αισθηματική αγωγή» ενός εφήβου

Ο βασιλιάς των σπορ ως «αισθηματική αγωγή» ενός εφήβου

Ημουν μαθητής του δημοτικού, δεν είχα δει ποτέ μου ποδόσφαιρο, τηλεόραση στην Ελλάδα, άλλωστε, δεν υπήρχε ακόμη και αυτό που παίζαμε στο Πεδίον του Αρεως, κλωτσώντας στα τυφλά κάποιο τόπι, δεν ήταν ακριβώς ποδόσφαιρο.

2' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ημουν μαθητής του δημοτικού, δεν είχα δει ποτέ μου ποδόσφαιρο, τηλεόραση στην Ελλάδα, άλλωστε, δεν υπήρχε ακόμη και αυτό που παίζαμε στο Πεδίον του Αρεως, κλωτσώντας στα τυφλά κάποιο τόπι, δεν ήταν ακριβώς ποδόσφαιρο. Μια Κυριακή, ένας μεγαλύτερος εξάδελφος με πήρε μαζί του στο γήπεδο της Λεωφόρου. Θυμάμαι, σαν σε σύννεφο, το πλήθος στις κερκίδες, τις φωνές, τα χρώματα, τους ποδοσφαιριστές που μου φάνηκαν πελώριοι. Ενας, ιδίως, ο Βαγγέλης Πανάκης που είχε βάλει πρώτος γκολ, μου είχε φανεί γίγαντας σωστός. Ξαφνιάστηκα όταν πολλά χρόνια αργότερα τον συνάντησα στις κερκίδες του ΟΑΚΑ και διαπίστωσα ότι είχε το ύψος μου. Τα υπόλοιπα δεν είμαι σίγουρος αν τα θυμάμαι ή αν δημιούργησα μια τεχνητή εκ των υστέρων μνήμη. Δεν θα πρέπει να κατάλαβα πολλά από το παιχνίδι. Ηταν πάντως ένα ματς του Παναθηναϊκού με τον Απόλλωνα, είχαμε κερδίσει, εκείνη τη χρονιά πήραμε το πρωτάθλημα και ο Παπανδρέου κέρδισε τις εκλογές. Ετσι μπήκε το ποδόσφαιρο στη ζωή μου.

Το ποδόσφαιρο: Η φωνή του εκφωνητή στο τρανζίστορ τα απογεύματα της Κυριακής και η «Ομάδα», που κάθε Δευτέρα δημοσίευε περιγραφές και σκίτσα που έκαναν αναπαράσταση των γκολ. Η επιστροφή στο γήπεδο, πρώτα κλεφτά, στήνοντας καρτέρι έξω από τη γωνιακή θύρα 12 μέχρι να ανοίξουν οι πόρτες, να τρυπώσουμε τα πιτσιρίκια και να δούμε ό,τι απέμενε από το ματς, αργότερα κανονικά, με εισιτήριο, ανάμεσα σε κυρίους που φορούσαν κοστούμι και γραβάτα – πολλοί φορούσαν γραβάτα τότε για να πάνε στο γήπεδο.

Για όσους έτσι το ζήσαμε, θα είναι πάντα μια «εποχή της αθωότητας». Ισως να είναι ακόμη έτσι, όσα κι αν έχουν αλλάξει, όση αθωότητα κι αν έχει χαθεί από το ίδιο το παιχνίδι και το περιβάλλον του.

Το ποδόσφαιρο: Ο Δομάζος να ανεβαίνει πρώτος τα σκαλιά των αποδυτηρίων, με την μπάλα αγκαλιά και τον Οικονομόπουλο πίσω του. Η ιεροτελεστία του γηπέδου. Η κάθοδος των μυρίων με τα πόδια, μετά από κάθε ματς, ανακατεμένοι εμείς και οι οπαδοί των αντιπάλων, στην Αλεξάνδρας έως την πλατεία Βικτωρίας. Το Παναθηναϊκός – Ζενές 5-0, στο πέταλο των Αμπελοκήπων ένα απόγευμα Σεπτεμβρίου, τη χρονιά του Γουέμπλεϊ. Οι εκδρομές σε άλλα γήπεδα, στο Καραϊσκάκη, στη Νέα Φιλαδέλφεια, στη Ριζούπολη ή στη Νέα Σμύρνη – ήταν μια εποχή όπου μπορούσες να πας σε γήπεδο αντίπαλης ομάδας χωρίς να θέτεις σε κίνδυνο τη σωματική σου ακεραιότητα και να χειροκροτείς σπουδαίους ποδοσφαιριστές του αντιπάλου χωρίς τύψεις. Ενας τελικός κυπέλλου Αγγλίας, Τσέλσι – Λιντς, το πρώτο ματς που είδα στην ασπρόμαυρη τηλεόραση, λίγο πριν μας ευλογήσει η παρέα του Πελέ στο Μουντιάλ του Μεξικού – το καλύτερο όλων των εποχών ή είναι η δύναμη της νοσταλγίας που το παριστάνει έτσι;

Το ποδόσφαιρο ως «αισθηματική αγωγή» ενός εφήβου στα ταραγμένα χρόνια των αρχών της δεκαετίας του ’70. Για όσους έτσι το ζήσαμε, θα είναι πάντα μια «εποχή της αθωότητας». Ισως να είναι ακόμη έτσι, όσα κι αν έχουν αλλάξει, όση αθωότητα κι αν έχει χαθεί από το ίδιο το παιχνίδι και το περιβάλλον του, για κάποιον πιτσιρίκο που μία από τις επόμενες Κυριακές, κάποιος μεγαλύτερος θα τον πάρει μαζί του, πρώτη φορά, στο γήπεδο.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT