Μια ανακωχή συμμοριών στη Νέα Υόρκη «γέννησε» ένα διαφορετικό είδος χορού. Και ένας άνθρωπος που έβλεπε πολλά χρόνια μπροστά από την εποχή του, ο Μάικλ Χόλμαν, κατάφερε να το προωθήσει τόσο πολύ, ώστε αυτός ο χορός να φτάσει να γίνει ακόμα και ολυμπιακό άθλημα.
Ο Αμερικανός παραγωγός, καλλιτέχνης και επιχειρηματίας, σίγουρα δεν διεκδικεί τον τίτλο του πατέρα του hip hop. Δεν θα μπορούσε άλλωστε, καθώς αυτό «γεννήθηκε» στους δρόμους της Νέας Υόρκης και στις μάχες μεταξύ των συμμοριών. Είναι όμως αυτός που το έκανε γνωστό παγκοσμίως και μετά από σχεδόν 40 χρόνια το έστειλε μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2024 που θα φιλοξενηθούν στο Παρίσι.
Ο Χόλμαν δεν είχε καμία σχέση με την μουσική σκηνή, ούτε βέβαια και με το hip hop, όταν έφτασε για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη το 1978 προερχόμενος από το Σαν Φρανσίσκο. Εκεί είχε σπουδάσει οικονομικά και στο «Μεγάλο Μήλο» πήγε για να πιάσει δουλειά στην Wall Street. Η εικόνα του και το ντύσιμο που του με τα ακριβά Brooks Brothers κουστούμια απείχαν πολύ από αυτό που στην πορεία ακολούθησε βουτώντας στα βαθιά νερά της πολιτιστικής σκηνής στην πόλη που δεν κοιμάται ποτέ.
Η βάση του ήταν μια σοφίτα στην γωνία των οδών Hudson και Chambers. Εκεί γνώρισε για πρώτη φορά τον επιβλητικό Τζόι Ραμόν, ιδρυτή και τραγουδιστή των «Ramones». «Εγώ έφευγα για το γραφείο και αυτός επέστρεφε από τα πάρτι κρατώντας από ένα κορίτσι σε κάθε χέρι. Ήταν τρελό», θα πει κάποτε ο Χόλμαν, ο οποίος αποκάλυψε ότι ένα βράδυ περιμένοντας να επιστρέψει στη βάση του, έπειτα από ένα πάρτι, εντόπισε τα πρώτα σημάδια μιας νέας κουλτούρας να αναδύονται γύρω του.
«Ημουν μισοκοιμισμένος περιμένοντας το μετρό. Όταν αυτό έφτασε, όλα τα βαγόνια του συρμού, ήταν καλυμμένα με λογότυπα και σχέδια γκράφιτι. Δεν είχα ξαναδεί κάτι παρόμοιο, από την μια ήταν βανδαλισμός, από την άλλη όμως ήταν και τέχνη, ήταν ένα μήνυμα που έστελνε η νέα γενιά για να δούμε την ύπαρξή της και τα να κατανοήσουμε τα προβλήματά της».
Μέρα με την ημέρα, η καλλιτεχνική πλευρά της πόλης συνεπήρε τον Χόλμαν που έγινε φίλος με τον πρωτοπόρο δημιουργό γκράφιτι, Fab 5 Freddy, και συχνάζοντας σε κλαμπ όπως το Max’s Kansas City, το Mudd Club και τα CBGBs, κατάφερε να συναναστραφεί με μουσικούς, ποιητές και άλλους ανερχόμενους καλλιτέχνες του περιθωρίου.
Κάποια στιγμή περπατώντας στους δρόμους του Μπρονξ θα δει κάτι που θα αλλάξει την ζωή του, το breakdance. Ενας χορός των γκέτο, που είχε εμφανιστεί ως μια μορφή χορευτικής μάχης, ανάμεσα στις συμμορίες που είχαν κυριαρχήσει στη Νέα Υόρκη από τη δεκαετία του 1970.
«Υπήρχαν οι Ghetto Brothers και οι Black Spades, οι Savage Nomads και οι Savage Skulls. Και αιματοκυλούσαν την πόλη για χρόνια: έσπαζαν κεφάλια, σκότωναν, μαχαίρωσαν ο ένας τον άλλον», λέει ο Χόλμαν και συνεχίζει: «Στη συνέχεια, το 1971, ο Yellow Benjy – ο ηγέτης των Ghetto Brothers – είχε την ιδέα μιας εκεχειρίας που θα έδινε την ευκαιρία στα μέλη των αντίπαλων συμμοριών να συγκεντρώνονται σε ένα μέρος και να κάνουν πάρτι, όπου το συγκεκριμένος χορός άρχισε να κυριαρχεί. Το hip-hop και το breakdance, αντικατέστησαν την βία και αποτέλεσαν μια διέξοδο ακόμα και για τους πιο σκληρούς των συμμοριών αυτών». Ο Χόλμαν συνέχισε: «Οι χορευτές παρακολουθούσαν άλλους και προσπαθούσαν να βρουν τρόπους να γίνουν ακόμα μια άγριοι και πιο εντυπωσιακοί. Στην πορεία ενσωμάτωσαν κινήσεις από το κουνγκ φου, ή χορούς από την Αφρική ή το Πουέρτο Ρίκο και την Τζαμάικα».
Ετσι ένας πτυχιούχος Οικονομικών αφήνει στην άκρη τον κόσμο της Wall Street και μπαίνει σε αυτόν των γκέτο και των συμμοριών. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές του 1980, ξεκινά την προσπάθεια της προώθησης της hip-hop με εβδομαδιαίες παραστάσεις σε κλαμπ του Μανχάταν. Η μια μπάντα διαδεχόταν την άλλη, ο κόσμος χειροκροτούσε, η βραδιά ολοκληρωνόταν, όμως αυτό δεν ήταν αρκετό για τον Χόλμαν. «Η Νέα Υόρκη έχει να κάνει με τον ανταγωνισμό και να προσπαθείς να είσαι ο καλύτερος», υποστηρίζει και έτσι αποφασίζει να ανεβάζει στη σκηνή δύο – δύο τις μπάντες και τους χορευτές, δημιουργώντας ένα είδος καλλιτεχνικής μάχης με το κοινό να αποφασίζει ποια είναι η καλύτερη. Κατά την διάρκεια των Holman’s nights, δημιουργούνται υπό την καθοδήγησή του οι «Rock Steady Crew», που αν και αρχικά δεν ήθελαν να μοιράζονταν την σκηνή, τελικά υποχωρούν στην επιθυμία του. Ανακαλύπτει τους «Floor Masters», σε μια ιστορική στιγμή, όπως θα πει ο ίδιος, ενώ στη συνέχεια επιστρατεύει τους καλύτερους χορευτές από τους πέντε δήμους της πόλης και δημιουργεί τους «New York City Breakers» και ανεβάζει το επίπεδο δεξιοτήτων.
Καθώς ο Χόλμαν έφτιαχνε μουσική, γύριζε ταινίες και απολάμβανε την ενέργεια της Νέας Υόρκης, αναρωτιόταν εάν η μικρή χιπ-χοπ θα μπορούσε να γίνει πρωτοποριακή τάση, όπως ακριβώς το πανκ που είχε εμφανιστεί στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη την προηγούμενη δεκαετία.
«Ένας φίλος μου πήγε σχολείο με τον Malcolm McLaren πίσω στη δεκαετία του 1960», τονίζει ο Χόλμαν και προσθέτει: «Όταν ο McLaren επισκέφτηκε τη Νέα Υόρκη, με έφερε σε επαφή και τον κάλεσα σε ένα πάρτι στο Μπρονξ. Τον πήγα σε ένα πάρκο, όπου οι DJ είχαν τα ηχητικά τους συστήματα και όπου πήγαν οι b-boys και οι b-girls χόρευαν. Ο McLaren είχε καλό ένστικτο για τα επαναστατικά πολιτιστικά κινήματα. Είχε διαχειριστεί τους Sex Pistols, οι οποίοι έγιναν εκφραστές της πανκ μετά την κυκλοφορία του αντιμοναρχικού σινγκλ τους “God Save the Queen”».
Η γνωριμία αυτή του ανοίγει και άλλες πόρτες στην πόλη, ενώ οι «New York City Breakers» αρχίζουν και έχουν τον δικό τους χρόνο σε εθνικά τηλεοπτικά προγράμματα στις ΗΠΑ. Ο κόσμος πλέον στρέφει την προσοχή του στη hip hop που βγαίνει από τα γκέτο και τα πάρκα της Νέας Υόρκης και προσελκύει το ενδιαφέρον και των ευρωπαϊκών καναλιών, όπως το BBC, το Canal Plus, τη Rai TV και το ZDF. Τα ντοκιμαντέρ για τη hip hop μπαίνουν σε κάθε σπίτι και στην Ευρώπη και το κίνημα εξαπλώνεται πλέον και στις μεγάλες πόλης της Γηραιάς Ηπείρου. Παράλληλα, ο Χόλμαν δημιουργεί το δικό του τηλεοπτικό σόου αφιερωμένο στην hip hop. Το «Graffiti Rock» κάνει ντεμπούτο το 1984 και φιλοξενεί ονόματα, όπως οι Run-DMC, Kool Moe Dee και Special K, μαζί με τους «New York City Breakers».
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ο Χόλμαν έδινε το «παρών» σε συνέδρια hip hop σε όλο τον κόσμο, στην Αυστραλία, την Ασία, την Ευρώπη και τη Νότια Αμερική. Οργάνωσε πάνελ και διαλέξεις για το κίνημα, έγραψε μουσική για ταινίες και έλαβε μέρος ως κριτής σε εργαστήρια χορού όπου νέοι χορευτές προσπαθούσαν να κάνουν τα πρώτα τους κόλπα στο breakdance.
Μέχρι που το 2019 προωθήθηκε ως Ολυμπιακό άθλημα από τους Γάλλους διοργανωτές των Αγώνων του 2024. Ο Χόλμαν κατηγορήθηκε ότι η αντιμετώπισή του ως άθλημα σκοτώνει την τέχνη, όμως ο ίδιος απαντά ότι: «Το κίνημα είχε το δικό του μυαλό και ζωή. Η ίδια η κουλτούρα είναι ευαίσθητη. Το hip hop είναι πλέον συλλογικά μια βιομηχανία πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων που έχει επηρεάσει τον κόσμο. Υπήρχαν οι ίδιες συζητήσεις για το skateboard και τα extreme sports. Υπήρχε κατακραυγή στη σκέψη ότι μια μορφή τέχνης “κρίνεται”, με βαθμούς και σκορ. Είμαι σίγουρος ότι και το καλλιτεχνικό πατινάζ συνέβη το ίδιο στη δεκαετία του 1930. Αλλά σκεφτείτε μόνο το γεγονός ότι αυτό είναι ένα κίνημα που δημιουργήθηκε στη Νέα Υόρκη, την πρωτεύουσα του εμπορίου, την κοιλιά του θηρίου του καπιταλισμού. Το να αμφισβητήσετε την πορεία του προς τον ανταγωνισμό και την εμπορευματοποίηση είναι στην καλύτερη περίπτωση αφελές».
Οσον αφορά στη διαδικασία των Αγώνων, το breakdance θα διαφέρει από τα άλλα αθλήματα με κριτές, καθώς οι αθλητές δεν θα περιμένουν σε σειρά, αλλά θα διαγωνίζονται ανά ζευγάρια, όπως συνέβαινε στα Holman’s nights, προκειμένου να διεκδικήσουν τη διάκριση και το μετάλλιο.
Είτε με τις αντιρρήσεις που υπάρχουν για το πόσο το breakdance είναι ένα άθλημα ή μια μορφή τέχνης που αξίζει να βρίσκεται στους Ολυμπιακούς Αγώνες, για τον Μάικλ Χόλμαν αποτελεί μια προσωπική δικαίωση για την απόφασή του να μυήσει όλον τον κόσμο στον χορό που είδε στους δρόμους του Μπρονξ πριν από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες.
Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr