Σαντιό Μανέ: Η ζωή ενός ποδοσφαιριστή αντι-σταρ

Σαντιό Μανέ: Η ζωή ενός ποδοσφαιριστή αντι-σταρ

Στις δύσκολες συνθήκες ζωής του, το ποδόσφαιρο αποτέλεσε μια μεγάλη διέξοδο, όπως συμβαίνει σε πολλά παιδιά σαν τον Μανέ που παλεύουν μέσα στη φτώχια να χτίσουν τα όνειρά τους.

9' 34" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε μια cult σκηνή, ο Σαντιό Μανέ βγαίνει από τα αποδυτήρια της Λίβερπουλ κρατώντας ένα κινητό τηλέφωνο στο χέρι. Με λίγη προσοχή στην εικόνα, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η οθόνη του κινητού του είναι σπασμένη, σχεδόν θρυμματισμένη. Το αδηφάγο κοινό αρχίζει αμέσως πυρ ομαδόν στα μέσα κοινωνικής… απαξίωσης, με επίκεντρο μια προφανή ερώτηση: πόσο «τσίπης» μπορεί να είναι κάποιος που βγάζει 12 εκατ. ευρώ το χρόνο για να καταδέχεται να κυκλοφορεί με ένα σπασμένο κινητό στο χέρι; 

Η απάντηση είχε δοθεί κατά καιρούς από τον ίδιο τον Μανέ μέσα από συνεντεύξεις του, αλλά κυρίως μέσα από τον τρόπο που είχε να επιλέξει να ζήσει τη ζωή του. Η ιστορία του ξεκίνησε το 1992 από το Μπαμπαλί, ένα μικρό χωριό 2 χιλ. κατοίκων στις όχθες του ποταμού  Καζαμάντσε στη νότια Σενεγάλη, πολύ μακριά από τη πρωτεύουσα Ντακάρ όπου για να πάει κανείς από το χωριό του, έπρεπε να κάνει όλο τον κύκλο της Ζάμπιας, μιας χώρας που εμφανίζεται στο χάρτη να κόβει σαν μια λωρίδα στα δύο τη Σενεγάλη.  

Η ζωή του Μανέ ήταν το ίδιο δύσκολη με των λιγοστών συγχωριανών του που πάλευαν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην δουλεύοντας σε φυτείες μπανάνας και ψαρεύοντας στη θάλασσα. Ο πατέρας του, βαθιά θρησκευόμενο άτομο, ήταν ιμάμης στο μεγαλύτερο τζαμί της περιοχής. Αδυνατούσε να θρέψει τόσα στόματα και έδωσε τον μικρό Σαντιό να τον μεγαλώσει ο θείος του, μακριά από τα υπόλοιπα αδέλφια του. 

Όπως πάντα σε τέτοιες δύσκολες συνθήκες, το ποδόσφαιρο είναι μια μεγάλη διέξοδος για να ξεχάσουν τα παιδιά τη φτώχια τους και να χτίσουν τα όνειρά τους. Ο Μανέ έπαιζε μπάλα για ευχαρίστηση και δεν είχε σκεφτεί να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής μέχρι που είδε στην τηλεόραση τη Σενεγάλη να νικά 1-0 την Παγκόσμια Πρωταθλήτρια Γαλλία, στην πρεμιέρα του Μουντιάλ της Κορέας – Ιαπωνίας το 2002. 

Θαμπώθηκε! Ήταν μόλις 10 χρονών και τότε πήρε την απόφαση να γίνει ποδοσφαιριστής. Έχοντας χάσει πριν 3 χρόνια τον πατέρα του, όλη η οικογένειά του ήταν εντελώς αρνητική. Δεν αγαπούσε καθόλου το ποδόσφαιρο και πίεζε τον μικρό Σαντιό να μάθει γράμματα ή μία τέχνη. Ο μικρός, όμως, είχε κολλήσει. Το όνειρό του ήταν να τον πάει ο θείος του να δει την Casa Sports, την μεγάλη ομάδα του Ζίγκινσορ, του λιμανιού της περιοχής του, αλλά τα λεφτά δεν έφταναν για να γίνει έστω κι αυτό το μικρό ταξίδι. 

Πεισματάρης όπως ήταν, μάζεψε όσα χρήματα μπορούσε, δανείστηκε όσα του έλειπαν από τους γονείς ενός φίλου του και έφυγε κρυφά για το Ντακάρ σε ηλικία μόλις 15 ετών, προκειμένου να πάει να δοκιμαστεί στην περίφημη σχολή ταλέντων Académie Génération Foot, μια ακαδημία που λειτουργούσε υπό την σκέπη της γαλλικής Μετς. Ο ίδιος εξιστορεί αυτή την εμπειρία:  

«Υπήρχαν πολλά παιδιά για τις δοκιμές. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την σκηνή, είναι και λίγο αστεία. Με είδε ένας μεγάλος σε ηλικία κύριος και δεν πίστευε ότι είχα πάει να παίξω ποδόσφαιρο. Βλέπει τα παπούτσια μου: “Πώς θα παίξεις; Με αυτά; Και το σορτσάκι που φοράς δεν είναι για ποδόσφαιρο”. Πράγματι, τα παπούτσια μου ήταν σκισμένα και παμπάλαια. Φορούσα ένα απλό κοντό παντελονάκι, αλλά είχα τεράστια επιθυμία να παίξω μπάλα. “Άσε με να μπω στο γήπεδο” του απάντησα κι αυτός με άφησε. Όταν ακούμπησα την μπάλα, είδα την έκπληξη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Όταν έβαλα 4 γκολ σε λίγα λεπτά, με πλησίασε και μου είπε “εσύ θα έρθεις να παίξεις για μένα”. Και με κράτησε να παίξω»! 

Τα νέα σόκαραν την οικογένειά του. Από τη μία η φτώχεια, από την άλλη μια προφανής ευκαιρία για ένα καλύτερο αύριο. Η μητέρα του πούλησε τη σοδειά της, ο θείος του δανείστηκε απ’ όπου βρήκε και στερήθηκαν τα πάντα για να του καλύψουν τα έξοδα για να μείνει στο Ντακάρ και να πηγαίνει στη σχολή, φιλοξενούμενος από μια ξένη οικογένεια που του φέρθηκε σαν παιδί της. 

Με την ομάδα της σχολής, πέτυχε 131 γκολ σε 90 παιχνίδια και η Μετς αποφάσισε να τον πάρει στη Γαλλία για να τον δοκιμάσει σε πιο υψηλό επίπεδο. Ήταν 18 χρονών και είχε ένα σοβαρό πρόβλημα τραυματισμού στη βουβωνική χώρα αλλά δεν το είπε σε κανέναν, γιατί φοβήθηκε πως θα τον γύριζαν πίσω. Σε μια συνέντευξή του αργότερα, εξομολογήθηκε ότι έμεινε κλεισμένος στ’ αποδυτήρια και έκλαιγε ασταμάτητα γιατί το σώμα του τον πρόδωσε στην πιο μεγάλη στιγμή της ζωής του. Ήταν όμως τόση η δίψα του για να πετύχει, που παίζοντας με αφόρητους πόνους, έπεισε τον προπονητή του να τον κρατήσει.  

Έπαιξε στην εφηβική ομάδα της Μετς για ένα χρόνο και το 2011 έκανε το ντεμπούτο του με τους «μεγάλους» στη League 2 όπου αμέσως ξεχώρισε. Η Μετς υποβιβάστηκε την επόμενη χρονιά, αλλά ο Μανέ είχε προλάβει να κληθεί στην εθνική Σενεγάλης και να πάρει μεταγραφή για τη Ζάλτσμπουργκ έναντι 4 εκατ. ευρώ, όντας η 3η πιο ακριβή πώληση στην ιστορία της Μετς μετά απ’ αυτές των Ρομπέρ Πιρές και Μίραλεμ Πιάνιτς. 

Η συνέχεια στην Αυστρία ήταν εκρηκτική. Με 45 γκολ και 32 ασίστ σε 87 παιχνίδια κέντρισε το ενδιαφέρον του Γιούργκεν Κλοπ που τον είχε παρακολουθήσει στενά με την ολυμπιακή ομάδα της Σενεγάλης το 2012, αλλά θεωρούσε ότι δεν ήταν ακόμα έτοιμος για μια ομάδα του επιπέδου της Ντόρτμουντ και δεν «ψήθηκε» να δώσει τα χρήματα που ζητούσε η Ζάλσμπουργκ. Ο Ρόλαντ Κούμαν δεν είχε τέτοιους ενδοιασμούς. Με το που προσλήφθηκε στη Σαουθάμπτον, έπεισε τη διοίκηση να δαπανήσει 23 εκατ. ευρώ για τον Μανέ και έκτοτε, κανείς δεν έκλαψε τα λεφτά του… 

Έχοντας φτιάξει μια αχτύπητη τετράδα με τους Τάντιτς, Γουανιγιάμα και Κλάιν, ο Μανέ πέτυχε 25 γκολ και 14 ασίστ σε 75 αγώνες και οδήγησε τους «Άγιους» στην 5η και στην 6η θέση της Πρέμιερ Λιγκ, ένα μόλις βήμα πίσω από τα «θηρία» του αγγλικού ποδοσφαίρου. Ο Κλοπ είχε ήδη πάει στη Λίβερπουλ. Κατάλαβε το λάθος του και το καλοκαίρι του 2016  μετά από μεγάλη μάχη, έπεισε τους ιδιοκτήτες των «ρεντς» να δώσουν 41,3 εκατ. ευρώ στη Σαουθάμπτον, το μεγαλύτερο ποσό που είχε διαθέσει ποτέ η θρυλική ομάδα για Αφρικανό ποδοσφαιριστή. Ο αστικός μύθος λέει ότι τους έπεισε λέγοντας ότι «θα κάνει κάθε λίρα που ξοδεύετε να αξίζει δύο φορές», με πρόσθετο επιχείρημα ότι ένας παίκτης που έσπασε το ρεκόρ του «δικού τους» Ρόμπι Φάουλερ για το πιο γρήγορο χατ τρικ στην ιστορία της Πρέμιερ Λιγκ, δεν έπρεπε να φορέσει άλλη φανέλα. Πόσο χρόνο χρειάστηκε για να πετύχει τρία γκολ Μανέ στο ίδιο παιχνίδι; Μόλις 2 λεπτά και 56 δευτερόλεπτα!

Ο Σαντιό Μανέ δικαίωσε στον απόλυτο βαθμό την εμπιστοσύνη του Κλοπ. Με 82 γκολ σε 182 αγώνες, βοήθησε τη Λίβερπουλ να σπάσει την «κατάρα» και να ξανακερδίσει το πρωτάθλημα Αγγλίας μετά από 30 χρόνια! Κατέκτησε μαζί της τα πάντα: το Τσάμπιονς Λιγκ, το ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ, το Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων, Κύπελλο και Λιγκ Καπ Αγγλίας, συν τον τίτλο του πρώτου σκόρερ της Πρέμιερ Λιγκ με 22 γκολ το 2019. 

Η προσήλωσή του στον στόχο ήταν εκπληκτική. Όταν ο Κλοπ του ζήτησε να αλλάξει θέση και να πάει στ’ αριστερά για να χωρέσει στην ενδεκάδα ο Σαλάχ, ο Μανέ το έκανε αδιαμαρτύρητα κι ας ήταν ο πιο πολύτιμος παίκτης της ομάδας εκείνη την εποχή. «Γιατί να αρνηθώ; Ήλθα εδώ για να γίνω ποδοσφαιριστής και όχι για να το παίζω ντίβα» ήταν η αφοπλιστική απάντηση του όταν τον ρώτησαν σχετικά.

Στο ίδιο διάστημα, η διαδρομή του στην εθνική ομάδα της Σενεγάλης δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα. Όταν έχασε ένα κρίσιμο πέναλτι στον αγώνα με το Μαρόκο που σήμανε αποκλεισμό από την ημιτελική φάση του Κυπέλλου Αφρικής το 2017, εξαγριωμένοι φίλαθλοι έσπασαν το τζιπ που είχε χαρίσει στον θείο του και η αστυνομία αναγκάστηκε να προστατεύει νυχθημερόν την οικογένειά του για ένα μεγάλο διάστημα.

Την επόμενη χρονιά, όταν έχασε ένα εύκολο γκολ για την προκριματική φάση του επόμενου Κυπέλλου Αφρικής σε ένα ματς με τη Γουινέα, οι οπαδοί τον αποδοκίμασαν τόσο έντονα, σε σημείο να καταρρεύσει στο τέλος του αγώνα και να τον μεταφέρουν αγκαλιά στ’ αποδυτήρια οι συμπαίκτες του. Ανάλογη πίεση γνώρισε και στον χαμένο τελικό της διοργάνωσης κόντρα στην Αλγερία το 2019, όπως και μετά από μια φτωχή (για την κλάση του) παράσταση στο Μουντιάλ της Ρωσίας όπου πέτυχε μόνο ένα γκολ στο 2-2 με την Ιαπωνία.

Η δικαίωση ήλθε το 2022, όταν πήρε από το χέρι τη Σενεγάλη και την οδήγησε στην κατάκτηση του Κυπέλλου Αφρικής για πρώτη φορά στην ιστορία της, μετά από δύο χαμένους τελικούς. Είχε μεν χάσει πέναλτι στο 7’ αλλά ευστόχησε στην τελευταία εκτέλεση στον τελικό κόντρα στην πολυνίκη του θεσμού Αίγυπτο, σπάζοντας άλλη μία «κατάρα» μετά απ’ αυτήν της Λίβερπουλ, σε μια χρονιά που πήρε μεταγραφή για τη Μπάγερν και αναδείχτηκε δεύτερος στην ψηφοφορία για τη «Χρυσή Μπάλα», πίσω μόνο από τον Καρίμ Μπενζεμά.

Όλα αυτά τα επιτεύγματα είναι αρκετά για να θαυμάσει κανείς τον «Ballonbuwa», τον «μάγο του μπαλονιού» που ξεκίνησε ξυπόλυτος από ένα μικρό χωριό της Σενεγάλης και κατέκτησε τον κόσμο όλο. Δεν αρκούν όμως για να εξηγήσουν την αγάπη που έχουν γι’ αυτόν όλοι όσοι τον ζουν από κοντά και ξέρουν πολύ καλά γιατί με απολαβές τόσων εκατ. ευρώ κάθε χρόνο, κυκλοφορεί με σπασμένο κινητό τηλέφωνο.

Την απάντηση με λόγια την έχει δώσει ο ίδιος, σε μια συνέντευξή του: «Όταν ήμουν μικρός, η οικογένειά μου πεινούσε, η μητέρα μου έπλενε ρούχα ξένων. Έπρεπε να δουλέψω στα χωράφια για να ζήσουμε και περάσαμε δύσκολες στιγμές για να επιβιώσουμε. Ακόμη και ποδόσφαιρο έπαιζα ξυπόλυτος μικρός. Τώρα που κερδίζω αρκετά χρήματα, μπορώ να βοηθήσω τους ανθρώπους μου. Γιατί να έχω 10 Φεράρι, 20 διαμαντένια ρολόγια ή δύο ιδιωτικά τζετ; Τι θα σήμαιναν για μένα ή για τον κόσμο όλα αυτά; Προτιμώ με τα χρήματά μου να χτίσω σχολεία, ένα γήπεδο, να προσφέρω ρούχα, παπούτσια και τροφή σε ανθρώπους που είναι φτωχοί. Προσφέρω 70 ευρώ το μήνα σε κάθε άτομο σε μια φτωχή περιοχή της Σενεγάλης. Δεν έχω καμία ανάγκη να διαθέτω πολυτελή αυτοκίνητα ή σπίτια. Αντί γι’ αυτά, προτιμώ οι συνάνθρωποί μου να παίρνουν ένα μερίδιο από όσα πρόσφερε η ζωή σε έναν άνθρωπο τόσο τυχερό όπως εγώ»!

Κι όλα αυτά όχι μόνο στα λόγια, αλλά με πράξεις. Με τα χρήματά του, το μικρό χωριό που μεγάλωσε μετατράπηκε μέσα σε λίγα χρόνια σε μια αξιοπρεπή πόλη. Έχτισε νοσοκομείο, έχτισε σχολείο, έφερε την ηλεκτροδότηση, έφτιαξε γήπεδο και νέο τζαμί, πρόσφερε ένα σημαντικό ποσό στη χώρα του στη δύσκολη εποχή του κορωνοϊού, δίνει από 70 ευρώ σε κάθε χωριανό του τον μήνα και υποτροφίες στους καλύτερους μαθητές για να τους βοηθήσει να χτίσουν ένα καλύτερο μέλλον. Κάθε χρόνο πηγαίνει εκεί και παίζει μπάλα στις αλάνες, κυκλοφορώντας χωρίς πολυτελή αμάξια και σωματοφύλακες, χωρίς να επιδεικνύει τα πλούτη του στους ανθρώπους που μεγάλωσε μαζί τους.

«Είναι γενναιόδωρος, δίνει χρήματα στη χώρα του, δημιουργεί θέσεις εργασίας, είναι ένα παιδί που πραγματικά έχει καρδιά» είπε γι’ αυτόν ο Αλιού Σισέ, ο προπονητής του στη Σενεγάλη, με αφορμή το βραβείο «Σώκρατες» που απονεμήθηκε σ’ αυτόν για πρώτη φορά το 2022 και θα απονέμεται στο εξής σε ποδοσφαιριστές με ξεχωριστή κοινωνική και φιλανθρωπική δράση.

«Το μεγαλύτερο κίνητρο στη ζωή μου, αυτό που με ώθησε από μικρή ηλικία, ήταν να δώσω κάτι στον τόπο μου και στους συνανθρώπους μου, όσο και ό,τι μπορούσα. Και μια συμβουλή στα παιδιά: ποτέ μην σταματάτε να κυνηγάτε τα όνειρά σας» ήταν τα λόγια του όταν παρέλαβε το βραβείο, ίσως έχοντας ακόμα στην τσέπη εκείνο το κινητό τηλέφωνο με τη σπασμένη οθόνη που τόσα πικρόχολα σχόλια προκάλεσε από ανθρώπους μαθημένους να ζουν θαμπωμένοι μόνο απ’ τη λάμψη της βιτρίνας…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT