Σβεν Γκόραν Ερικσον: Ο Σουηδός που έσπασε το πρωτόκολλο

Σβεν Γκόραν Ερικσον: Ο Σουηδός που έσπασε το πρωτόκολλο

Υπήρξε μια εμβληματική μορφή, με σημαντικό αποτύπωμα στην αλλαγή της φυσιογνωμίας του πιο δημοφιλούς ομαδικού αθλήματος στον κόσμο. Ο Σβεν Γκόραν Έρικσον αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην ιστορία του ποδοσφαίρου.

8' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πριν προλάβουν να στεγνώσουν τα δάκρυα από την απώλεια του Κρίστιαν Ντάουμ, το παγκόσμιο ποδόσφαιρο αποχαιρέτησε μέσα σε λίγες ώρες και τον Σβεν Γκόραν Έρικσον, μια εμβληματική μορφή των πάγκων με σημαντικό αποτύπωμα στην αλλαγή της φυσιογνωμίας του πιο δημοφιλούς ομαδικού σπορ στον κόσμο. Και οι δύο ξεχωριστοί προπονητές έφυγαν από τη ζωή σε σχετικά μικρή ηλικία, ο πρώτος μόλις 70 ετών και ο δεύτερος στα 76 του χρόνια, μετά από μια γενναία μάχη που έδωσαν με τον καρκίνο. Κτυπημένοι αμφότεροι από μια επιθετική μορφή της νόσου, ήξεραν ότι δεν θα μπορούσαν να κερδίσουν αυτό το παιχνίδι, αλλά το πάλεψαν περήφανα και έφυγαν με το κεφάλι ψηλά…

Ο Σβεν Γκόραν Έρικσον αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην ιστορία του ποδοσφαίρου, κυρίως για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι τόλμησε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 να εγκαταλείψει το παραδοσιακό «μαν του μαν» με το ασφυκτικό μαρκάρισμα των ατού της αντιπάλου ομάδας και καθιέρωσε την άμυνα ζώνης, ένα σύστημα που έδινε μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων χωρίς να αφαιρεί την αποτελεσματικότητα στην αμυντική λειτουργία μιας ομάδας. Και ο δεύτερος λόγος είναι ότι πήρε στα χέρια του το «ιερό δισκοπότηρο» του αγγλικού ποδοσφαίρου, όντας ο πρώτος και μοναδικός έως τώρα ξένος προπονητής που ανέλαβε την εθνική ομάδα της Αγγλίας, μια θέση – ταμπού στη χώρα που γέννησε το ποδόσφαιρο και το ζει καθημερινά μέσα από την αυστηρότητα που επιβάλλει η προσήλωση στην παράδοση.

Σβεν Γκόραν Ερικσον: Ο Σουηδός που έσπασε το πρωτόκολλο-1
(AP Photo/Armando Franca)

Ο Έρικσον γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Σουηδία, αλλά ποδοσφαιρικά μεγαλούργησε μακριά απ’ αυτήν. Ως ποδοσφαιριστής, είχε μια απλώς συμπαθητική καριέρα δεξιού μπακ σε άσημες σουηδικές ομάδες και έφτασε μέχρι τη β’ κατηγορία της χώρας του, συνδυάζοντας το ποδόσφαιρο με τις σπουδές του. «Όλοι έβλεπαν ότι ήμουν μέτριος αμυντικός, αναγνώριζαν όμως ότι σπάνια έκανα λάθη», παραδέχθηκε ο ίδιος με μια δόση αυτοσαρκασμού κάποια χρόνια αργότερα, όταν βρήκε τη δύναμη να αποδεχθεί ότι δεν μπορούσε να σταθεί σε πιο υψηλό επίπεδο. Πήρε έτσι τη γενναία απόφαση να σταματήσει να παίζει ποδόσφαιρο σε ηλικία μόλις 25 ετών, δεν μπόρεσε όμως να αποκοπεί απ’ αυτό και δύο χρόνια αργότερα ξεκίνησε τα πρώτα του σοβαρά βήματα στην προπονητική.

Η συνέχεια υπήρξε θυελλώδης και απρόσμενα γοητευτική. Η στενή του σχέση με τον Τορντ Γκριπ, συμπαίκτη και προπονητή του στην β’ κατηγορίας ΚΒ Καρλσκόγκα, τον έκανε θερμό θιασώτη της αγγλικής σχολής ποδοσφαίρου που είχε αρχίσει εκείνα τα χρόνια να επηρεάζει σημαντικά το σουηδικό ποδόσφαιρο. Ο Γκριπ του πρότεινε το 1977 να αναλάβει βοηθός του στην γ’ κατηγορίας Ντέγκερφορς, έχοντας δει ότι το σύντομο πέρασμά του από την Όρεμπρο ως προπονητή φυσικής κατάστασης, ήταν επιτυχημένο. Όταν έναν χρόνο αργότερα ο μέντοράς του πήγε ως βοηθός στην εθνική Σουηδίας, η διοίκηση της ομάδας του πρότεινε να αναλάβει αυτός πρώτος προπονητής, παρότι είχε ένα πολύ φτωχό βιογραφικό και ελάχιστη εμπειρία.

Γεννημένος για προκλήσεις, ο Έρικσον ανέλαβε την Ντέγκερφορς, την οδήγησε την πρώτη χρονιά στα πλέι όφ και την επόμενη στη β’ κατηγορία, μπήκε στο μάτι αρκετών κλαμπ της Σουηδίας και προς έκπληξη όλων, τον κάλεσε μια ομάδα α’ κατηγορίας της χώρας, η Γκέτεμποργκ, σε μια πρόταση – έκπληξη μιας και το βιογραφικό του δεν δικαιολογούσε μια τόσο ξαφνική προαγωγή. Προφανώς οι άνθρωποι της είχαν ανακαλύψει στο πρόσωπο του ένα αυθεντικό ταλέντο της προπονητικής και τόλμησαν να τον εμπιστευτούν, παρότι σε ηλικία μόλις 31 ετών ήταν μικρότερος από αρκετούς παίκτες του!

Σβεν Γκόραν Ερικσον: Ο Σουηδός που έσπασε το πρωτόκολλο-2
(AP Photo/Jon Super)

Η συνέχεια ήταν μια πανηγυρική δικαίωση για όλους. Υπό την καθοδήγηση του Έρικσον, η Γκέτεμποργκ τερμάτισε την πρώτη του χρονιά 3η στο πρωτάθλημα, την επόμενη 2η ενώ την 3η έκανε ένα μυθικό τρεμπλ με την κατάκτηση του νταμπλ και γαρνιτούρα το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ! Ήταν ο πρώτος σύλλογος της χώρας που κατακτούσε έναν ευρωπαϊκό τίτλο και για να το πετύχει αυτό, χρειάστηκε να αποκλείσει στον προημιτελικό την Βαλένθια, στον ημιτελικό την Καϊζερσλάουτερν και στον (διπλό) τελικό το Αμβούργο με συνολικό σκορ 4-0 (!), όλες τους μεγάλα φαβορί απέναντι σε μια άγνωστη, σχεδόν ερασιτεχνική, σουηδική ομάδα.

Το νερό είχε μπει πλέον στο αυλάκι και η πορεία του ήταν ορμητική. Με προπονητική εμπειρία μόλις 5 ετών, την επόμενη χρονιά ανέλαβε τη θρυλική Μπενφίκα την οποία οδήγησε στην κατάκτηση του νταμπλ στην Πορτογαλία και στον τελικό του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ, όπου αυτή τη φορά ηττήθηκε με 2-1 από την Άντερλεχτ. Μετά την back to back κατάκτηση του πρωταθλήματος Πορτογαλίας, έφυγε με παράσημα στο πέτο για την Ιταλία και τη Ρόμα, όπου οι επιτυχίες του (κατάκτηση του Κυπέλλου) ήταν μάλλον φτωχές σε σχέση με τις προσδοκίες που γέννησε ο ερχομός του. Ούτε με τη Φιορεντίνα κατάφερε εν συνεχεία να κάνει κάτι θεαματικό στην Ιταλία και χρειάστηκε να επιστρέψει στη Μπενφίκα για να ξαναβγεί στον αφρό. Την πρώτη χρονιά της επιστροφής του την οδήγησε μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων όπου ηττήθηκε από τη Μίλαν 1-0, ενώ την επόμενη της χάρισε ξανά το πρωτάθλημα.

Το απωθημένο της Ιταλίας τον οδήγησε για μια πενταετία στον πάγκο της Σαμπντόρια όπου έπρεπε να αντιμετωπίσει το «φάντασμα» του προκατόχου του, Βουγιαντίν Μπόσκοφ, την αποχώρηση σπουδαίων παικτών από τη φουρνιά που πήρε το πρωτάθλημα και κυρίως την ξαφνική απώλεια του Πάολο Μαντοβάνι, του ιστορικού ηγέτη και βασικού χρηματοδότη της ομάδας. Αν και ο γιος του Ενρίκο αγνόησε την επιθυμία του πατέρα του να μην εμπλακεί κανείς από την οικογένειά του με την ομάδα, ήταν πολύ δύσκολο να κρατήσει την Σαμπντόρια ανταγωνιστική και διεκδικήτρια του τίτλου. Έγραψε όμως ιστορία μαζί της όχι λόγω της κατάκτησης του Κυπέλλου, αλλά της καθιέρωσης της ζώνης, ενός ιδιαίτερου συστήματος άμυνας στο χώρο που αποδείχθηκε στην πράξη πολύ επιτυχημένο και άλλαξε θεαματικά την εικόνα του ποδοσφαίρου τα επόμενα χρόνια.

Το πέρασμα του στη Λάτσιο ήλθε με περιπετειώδη τρόπο καθώς ο Έρικσον ακύρωσε για αδιευκρίνιστους λόγους τη συμφωνία του με την Μπλάκμπερν για να την αναλάβει. Οι επιτυχίες του ήταν πραγματικά θεαματικές για τα μέτρα μιας ομάδας που είχε μάθει να ζει στη σκιά των υπολοίπων μεγάλων του Καμπιονάτο: Κύπελλα και Σούπερ Καπ το 1998 και το 2000, Κύπελλο Κυπελλούχων το 1999 (συν έναν χαμένο τελικό στο ΟΥΕΦΑ την προηγούμενη χρονιά από την Ίντερ) και το πρωτάθλημα το 2000, μόλις το δεύτερο στην ιστορία των «λατσιάλι»!

Οι «βεντέτες» και η… dolce vita

Το προφίλ του επιτυχημένου μάνατζερ με τη βρετανική φιλοσοφία που πάντα χαρακτήριζε τον Σβεν Γκόραν Έρικσον, τον είχε βάλει για τα καλά στο μάτι των ανθρώπων της αγγλικής ομοσπονδίας. Τον παρακολουθούσαν για χρόνια και τον επέλεξαν τελικά για την εθνική ομάδα της χώρας σε μια κίνηση που σόκαρε όλο το Νησί! Σε μια άκρως συντηρητική και φλεγματική ποδοσφαιρική κοινωνία, όπου όλα κυλούσαν σύμφωνα με το πρωτόκολλο και τις επιταγές της παράδοσης, στα μάτια πολλών ήταν σχεδόν ιεροσυλία να αναλάβει ένας ξένος την εθνική ομάδα!

Σβεν Γκόραν Ερικσον: Ο Σουηδός που έσπασε το πρωτόκολλο-3
(AP Photo/Mark J. Terrill, File)

Ο Έρικσον δεν είχε δουλέψει ποτέ στην Αγγλία, ήταν όμως θαυμαστής του αγγλικού στιλ ποδοσφαίρου και δεν χρειάστηκε πολύ χρόνο προσαρμογής. Η πρώτη του επιτυχία ήταν η… εκτός προγράμματος απ’ ευθείας πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002, χάρις στην ιστορική νίκη επί της Γερμανίας με 5-1 μέσα στο Μόναχο και στη μυθική εκτέλεση φάουλ του Ντέιβιντ Μπέκαμ στις καθυστερήσεις του τελευταίου αγώνα του ομίλου, με αντίπαλο την Ελλάδα του νεοφερμένου Ότο Ρεχάγκελ.

Η νίκη – εκδίκηση επί της Αργεντινής στο Σαπόρο της Ιαπωνίας εκτίναξε τη δημοφιλία του Σουηδού στα ύψη κι ας μην προχώρησαν βαθιά τα «λιοντάρια» στη διοργάνωση μετά τον αποκλεισμό τους από τη Βραζιλία. Το «Coming home» που είχαν στηρίξει στο πρόσωπό του οι Άγγλοι ξέφτισε στην πορεία, καθώς ακολούθησε ο διπλός αποκλεισμός της Αγγλίας από την Πορτογαλία στη διαδικασία των πέναλτι στο Euro 2004 και στο Παγκόσμιο Κύπελλο 2006. Η δημοφιλία του Έρικσον κατέρρευσε έκτοτε, ειδικά μετά την σφοδρή κόντρα του με τον σερ Άλεξ Φέργκιουνσον λόγω της επιμονής του να καλέσει στην εθνική τον Ρούνεϊ, παρότι δεν είχε αναρρώσει πλήρως μετά από επώδυνη εγχείρηση στον αστράγαλο.

Η επιμονή του Έρικσον να ποντάρει στα μεγάλα «ονόματα» ακόμα κι όταν ήταν φανερά εκτός φόρμας ή δεν χωρούσαν στην ίδια ομάδα, ήταν ένα από τα αδύνατα σημεία του. Ένα άλλο ήταν η ροπή του προς την dolce vita. Μην μπορώντας να αντισταθεί σε ένα πολυτελές δείπνο με πλούσια εδέσματα και πανάκριβη σαμπάνια, έπεσε στα δίκτυα ενός δημοσιογράφου σκανδαλοθηρικής εφημερίδας που τον είχε προσκαλέσει χωρίς να του αποκαλύψει την ιδιότητά του. Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό. Η άφθονη σαμπάνια έλυσε τη γλώσσα του και όλα όσα αποκάλυψε, έπνιξαν στη σκόνη τον κόσμο του αγγλικού ποδοσφαίρου.

Αν και Σουηδός, ο Σβεν Γκόραν Έρικσον είχε το θερμό ταπεραμέντο ενός Λατίνου εραστή και οι ερωτικές περιπέτειές του τροφοδοτούσαν ανελλιπώς τα αδηφάγα σκανδαλοθηρικά αγγλικά ταμπλόιντ. Σε μια κοινωνία βαθύτατα συντηρητική θα μπορούσε να αποδειχθεί αυτό «ταφόπλακα» στη ζωή ενός προπονητή που επηρεάζει πολύ κόσμο με τον τρόπο ζωής του, αλλά η ανθρώπινη και τρωτή πλευρά του χαρακτήρα του, τον έκανε εξαιρετικά συμπαθή στους παίκτες του, που έβλεπαν μπροστά τους έναν γήινο άνθρωπο με αδυναμίες και ελαττώματα αντί για έναν μάνατζερ χωμένο μέσα στον ατσαλάκωτο μανδύα της τάξης και της ηθικής!

Μετά την απομάκρυνσή του από τον πάγκο της εθνικής Αγγλίας, η καριέρα του Έρικσον άρχισε να φθίνει. Είχε σύντομες και όχι ιδιαίτερα επιτυχημένες συνεργασίες με αγγλικές ομάδες (Μάντσεστερ Σίτυ, Λέστερ, Νοτς Κάουντι) και ένα μεγάλο οδοιπορικό σε όλα τα μέρη της γης, από το Μεξικό και την Ακτή Ελεφαντοστού μέχρι τις Φιλιππίνες, όπου ανέλαβε τις εθνικές τους ομάδες. Το πέρασμά του από την Κίνα ήταν άλλη μία εμπειρία πριν την συνταξιοδότηση που ήλθε το 2019, χωρίς να προλάβει να την απολαύσει στο βαθμό που περίμενε.

Ο καρκίνος τον κτύπησε στο πάγκρεας και δεν του άφησε καμία ελπίδα να βγει νικητής από τη μεγαλύτερη μάχη της ζωής του. Πρόλαβε όμως να ζήσει την εμπειρία να βρεθεί στον πάγκο της Λίβερπουλ που ήταν το όνειρό του, μετά την πρόσκληση που δέχθηκε να την κοουτσάρει σε ένα φιλικό παλαίμαχων με τον Άγιαξ. Και μέσω ενός ντοκιμαντέρ λίγο πριν κλείσει τα μάτια του, πρόλαβε να αποχαιρετήσει με έναν ιδιαίτερο και συγκλονιστικό τρόπο τους ανθρώπους του ποδοσφαίρου που τόσο πολύ αγάπησε: «Είχα μία καλή ζωή. Νομίζω ότι όλοι φοβόμαστε τη μέρα που θα πεθάνουμε, αλλά η ζωή είναι και θάνατος. Πρέπει να μάθεις να το αποδέχεσαι όπως είναι. Ας ελπίσουμε ότι στο τέλος οι άνθρωποι θα πουν, ναι, ήταν καλός άνθρωπος, αλλά δεν θα το πουν όλοι αυτό. Ελπίζω να με θυμάστε ως έναν θετικό τύπο που προσπαθούσε να κάνει ό,τι μπορούσε. Μη λυπάστε, να χαμογελάτε. Σας ευχαριστώ για όλα, προπονητές, παίκτες, κόσμο, ήταν φανταστικό. Φροντίστε τον εαυτό σας και φροντίστε τη ζωή σας. Και ζήστε το. Αντίο…».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT