Σε ένα σκηνικό που θύμιζε πολύ τις τελευταίες μέρες αγωνίας του Γιάννη Κυράστα, δεκάδες Ιταλοί φίλαθλοι μαζεύονταν καθημερινά έξω από το νοσοκομείο του Παλέρμο και προσπαθούσαν με τη δύναμη της προσευχής τους να βοηθήσουν τον Σαλβατόρε «Τοτό» Σκιλάτσι να κερδίσει τον πιο μεγάλο αγώνα της ζωής του. Η μάχη τελικά χάθηκε. Εκεί που όλα έδειχναν να πηγαίνουν καλά και η οικογένειά του έβγαλε μια αισιόδοξη ανακοίνωση, μια ξαφνική επιδείνωση της κατάστασής του άλλαξε δραματικά το σκηνικό και έκοψε πρόωρα το νήμα της ζωής του. Ο ήρωας του Μουντιάλ του 1990 αποσύρθηκε στα αιώνια αποδυτήρια σε ηλικία μόλις 60 ετών, αφήνοντας πίσω του τη λάμψη ενός ανθρώπου που αγαπήθηκε όσο λίγοι στην πατρίδα του κι ας μην ήταν φτιαγμένος από ατόφιο ποδοσφαιρικό χρυσάφι…
Ο Τοτό ήταν πάντα ο… Τοτό, ο προσιτός αντιστάρ που δεν έχει ανάγκη τα χρήματα και τους προβολείς της δημοσιότητας για να φωτίσουν τον δρόμο του. Κι αυτό ακριβώς είναι που τον κράτησε στις καρδιές των «τιφόζι» σε όλη τη διαδρομή του στο ποδόσφαιρο.
Στη σχετικά σύντομη ποδοσφαιρική διαδρομή του, ο Τοτό φόρεσε τη φανέλα μόλις τεσσάρων ομάδων πριν ανακοινώσει ότι κρεμάει τα παπούτσια του πρόωρα, σε ηλικία ούτε καν 33 ετών. Γεννημένος στο Παλέρμο της Σικελίας, ξεκίνησε το 1982 την καριέρα του στη Μεσίνα, την ομάδα της πρώτης πόλης που συναντά κανείς όταν περάσει το στενό κανάλι που χωρίζει το νησί από την «μπότα» της ιταλικής χερσονήσου.
Eμεινε εκεί για 7 χρόνια μέχρι να κάνει το μεγάλο ταξίδι για τον πλούσιο ιταλικό Βορρά και να υπογράψει συμβόλαιο με τη Γιουβέντους. Υστερα από 3 χρόνια πήρε μεταγραφή για την Iντερ, αλλά δεν κόλλησε ποτέ στο Μιλάνο και δύο χρόνια αργότερα ξενιτεύτηκε. Το πλουσιοπάροχο συμβόλαιο που του πρόσφερε η Τζούμπιλο Ιβάτα τον τράβηξε σαν μαγνήτης στη μακρινή Ιαπωνία. Αν και ξαναβρήκε για τα καλά την επαφή του με το γκολ, δεν πήρε ούτε εκεί χαρά από το ποδόσφαιρο και το 1996 επέλεξε να δώσει πρόωρο τέλος σε μια καριέρα που κάποια στιγμή ήταν τόσο εκτυφλωτική, όσο μια λαμπερή φωτοβολίδα.
Γεννημένος στο Παλέρμο της Σικελίας, ξεκίνησε το 1982 την καριέρα του στη Μεσίνα, την ομάδα της πρώτης πόλης που συναντά κανείς όταν περάσει το στενό κανάλι που χωρίζει το νησί από την «μπότα» της ιταλικής χερσονήσου.
Το χαρακτηριστικό του Σκιλάτσι ήταν ένα: τον λάτρευε όλη η Ιταλία! Αν και φόρεσε για 3 χρόνια τη φανέλα της Γιουβέντους, μιας ομάδας με πολλούς πιστούς οπαδούς αλλά και πολύ περισσότερους φανατικούς εχθρούς λόγω του αμφιλεγόμενου τρόπου που επέλεξε να επιβάλλει διαχρονικά την ηγεμονία της στο ιταλικό ποδόσφαιρο, ο Τοτό ήταν αποδεκτός σε όλη τη χώρα και αγαπήθηκε όσο λίγοι άλλοι από τους οπαδούς των υπόλοιπων ομάδων. Η αγάπη προς το πρόσωπό του αποδείχθηκε πολύ μεγαλύτερη από τα αρνητικά συναισθήματα που γεννούσε η εικόνα της Γιουβέντους στα μάτια της πλειονότητας των «τιφόζι» κι αυτό είναι ένα παράσημο που ελάχιστοι ποδοσφαιριστές της «Μεγάλης Κυρίας» μπορούν να το κρεμάσουν περήφανα στο πέτο τους.
Το γιατί συνέβη αυτό, έχει πολλές εξηγήσεις. Η πιο ποδοσφαιρική είναι ότι ο Σκιλάτσι υπήρξε ο x-factor στην τρελή πορεία της «σκουάντρα ατζούρα» στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990 που έγινε στην Ιταλία και σταμάτησε στον ημιτελικό, όταν αποκλείστηκε από την Αργεντινή με 4-3 στα πέναλτι, στο πιο παράξενο παιχνίδι όλων των εποχών στην ιστορία των Μουντιάλ. Ο αγώνας έγινε στη Νάπολι μπροστά σε 60 χιλιάδες θεατές, στη συντριπτική πλειονότητά τους Ναπολιτάνους που υποστήριξαν φανατικά την… Αργεντινή και όχι την Ιταλία, λόγω της λατρείας τους στο πρόσωπο του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα!
Ο Σκιλάτσι ήταν ο μεγάλος πρωταγωνιστής εκείνου του τουρνουά και ήλθε σχεδόν από το… πουθενά. Με μόλις μία διεθνή συμμετοχή μέχρι τότε, μπήκε μάλλον απρόσμενα στην αποστολή της Ιταλίας, πιθανώς επειδή ήταν μια σχετικά καινούργια μεταγραφή για τη Γιουβέντους. Μπήκε ως αλλαγή στα πρώτα δύο παιχνίδια και μετά εκτοξεύθηκε! Με 6 προσωπικά γκολ, το ένα εκ των οποίων άνοιξε το σκορ στον ημιτελικό με την Αργεντινή και το άλλο χάρισε τη νίκη (και την 3η θέση της διοργάνωσης) στον μικρό τελικό με την Αγγλία, ήταν αδιαμφισβήτητα ο ήρωας της «σκουάντρα ατζούρα» στη διοργάνωση και η δημοτικότητά του εκτοξεύθηκε στα ύψη.
Τι ιδιαίτερο είχε ο Τοτό Σκιλάτσι και αγαπήθηκε τόσο πολύ από τον κόσμο; Μάλλον ήταν η προσωπικότητά του, η φιγούρα του, ο ταπεινός τρόπος που ζούσε τη ζωή του.
Πέρα από τον τίτλο του 1ου σκόρερ και του MVP του τουρνουά, εκείνη τη χρονιά κέρδισε τη δεύτερη θέση πίσω από τον Λόταρ Ματέους στον διαγωνισμό για τη «Χρυσή Μπάλλα». Κέρδισε όμως για πάντα και την καρδιά όλων των Ιταλών, που τον αγάπησαν περισσότερο ίσως και από τον Πάολο Ρόσι, τον μεγάλο πρωταγωνιστή του Μουντιάλ του 1982 στην Ισπανία, όπου με δικά του καθοριστικά γκολ, η Ιταλία πήρε, απρόσμενα μάλλον, την πρώτη θέση.
Τι ιδιαίτερο είχε ο Τοτό Σκιλάτσι και αγαπήθηκε τόσο πολύ από τον κόσμο; Μάλλον ήταν η προσωπικότητά του, η φιγούρα του, ο ταπεινός τρόπος που ζούσε τη ζωή του. Από την κοψιά και μόνο, δεν γέμιζε το μάτι. Μικροκαμωμένος, αδύνατος, περνούσε σχεδόν απαρατήρητος. Δεν πήγαινε το μυαλό σου ότι θα μπορούσε να είναι ένας επιθετικός της Γιουβέντους και της εθνικής Ιταλίας. Φτωχόπαιδο όπως πολλοί άλλοι παίκτες της εποχής, δεν ξέχασε ποτέ τις ρίζες του όταν άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά της επιτυχίας. Ηταν πάντα ένα λαϊκό παιδί, που ήθελε να περνάει απαρατήρητο, χωρίς τη χλιδάτη ζωή που συνήθως επιλέγουν να ζουν οι σταρ των μεγάλων ομάδων. Δεν μεγαλοπιάστηκε, δεν σήκωσε τη μύτη ψηλά, δεν άλλαξε τον τρόπο που ζούσε όταν έκανε «όνομα» και καριέρα. Κι αυτό το έδειξε και στο τέλος της ποδοσφαιρικής διαδρομής του, όταν άφησε τις λαμπερές μεγαλουπόλεις και επέστρεψε να ζήσει στον τόπο που γεννήθηκε, μακριά από τα φώτα και τις κοσμικότητες του «σταρ σίστεμ».
Στα μάτια των Ιταλών φιλάθλων ήταν πάντα ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ο ήρωας που τους έδειχνε με το παράδειγμά του ότι δεν χρειαζόταν να έχουν τρομερά προσόντα και εφόδια για να πετύχουν σε ό,τι επιλέγουν να κάνουν στη ζωή τους. Πέρα από τις χαρές που τους πρόσφερε σε εκείνο το τουρνουά της ζωής του το καλοκαίρι του 1990, ο Τοτό ήταν πάντα ο… Τοτό, ο προσιτός αντιστάρ που δεν έχει ανάγκη τα χρήματα και τους προβολείς της δημοσιότητας για να φωτίσουν τον δρόμο του. Κι αυτό ακριβώς είναι που τον κράτησε στις καρδιές των «τιφόζι» σε όλη τη διαδρομή του στο ποδόσφαιρο, παρότι υπήρχαν άλλοι ποδοσφαιριστές πιο λαμπεροί από αυτόν σε ένα ποδοσφαιρικό κόσμο που εκείνες τις εποχές ήταν η «βιτρίνα» της Ευρώπης.
Ο Σκιλάτσι έκλεισε την καριέρα του φορώντας μόνο τη φανέλα της Μεσίνα (219 συμμετοχές – 61 γκολ από το 1982-89), της Γιουβέντους (90-26 από το 1989-92), της Ιντερ (30-11 από το 1992-94) και της Τζούμπιλο Ιβάτα (86-58 από το 1994-97). Στην εθνική Ιταλίας δεν καθιερώθηκε ποτέ, μένοντας στις δάφνες του Μουντιάλ του 1990 όπου πέτυχε τα 6 από τα 7 γκολ που σκόραρε στις μόλις 16 συμμετοχές του, οι 7 εκ των οποίων ήταν σε εκείνη τη διοργάνωση. Είχε συνολικά μια συμπαθητική καριέρα, χωρίς πολύ μεγάλες επιτυχίες. Δεν κέρδισε πρωτάθλημα ούτε με τη Γιουβέντους ούτε και με την Ιντερ, με τις οποίες πανηγύρισε το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ το 1990 και το 1994, δίχως να βάλει τη σφραγίδα του. Κι όμως ήταν πάντα ένας πολύ αγαπημένος άνθρωπος του ιταλικού ποδοσφαίρου, αναγνωρίσιμος και σεβαστός απ’ όλους.
Ο επίλογος στη ζωή του Σαλβατόρε Σκιλάτσι γράφτηκε στις 18 Σεπτεμβρίου του 2024 σε ένα νοσοκομείο στο Παλέρμο, λίγο πριν συμπληρώσει τα 60 του χρόνια. Κτυπήθηκε παλαιότερα από τον καρκίνο στο παχύ έντερο και υποβλήθηκε σε δύο δύσκολες επεμβάσεις, όπου βγήκε νικητής. Η υγεία του όμως είχε κλονιστεί και τελικά δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει τις επιπλοκές της νόσου, παρότι κάποια στιγμή φάνηκε ότι θα κερδίσει κι αυτή τη μάχη.
Για την Ιταλία, στα μάτια του Σκιλάτσι έβλεπαν το σύμβολο των μαγικών στιγμών και βραδιών του Μουντιάλ 1990. Αλλά για την πόλη του Παλέρμο σήμαινε πολλά περισσότερα.
Η θλιβερή είδηση της απώλειάς του συγκλόνισε όλη την Ιταλία και ειδικά τη Σικελία, όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Κι ο Ρομπέρτο Λαγκάλα, δήμαρχος της πόλης του Παλέρμο, ζήτησε απ’ όλους τους συμπολίτες του να τιμήσουν τη μνήμη του: «Με τον πρόωρο θάνατο του Τότο Σκιλάτσι, η πόλη του Παλέρμο θρηνεί για τον χαμό του πιο αναγνωρίσιμου παίκτη σε παγκόσμιο επίπεδο που γεννήθηκε εδώ. Μια δημοφιλία που ωστόσο δεν τον άλλαξε ποτέ. Παρέμενε πάντα ευγενικός, ταπεινός και με μια ψυχή που ήθελε πάντα να βοηθάει. Για την Ιταλία, στα μάτια του Σκιλάτσι έβλεπαν το σύμβολο των μαγικών στιγμών και βραδιών του Μουντιάλ 1990. Αλλά για την πόλη του Παλέρμο σήμαινε πολλά περισσότερα. Το παράδειγμα της εξιλέωσης ενός παιδιού της πόλης που πέρασε πολλά δύσκολα χρόνια. Για όλους αυτούς τους λόγους και με τη σύμφωνη γνώμη της οικογένειάς του, ο Δήμος του Παλέρμο θέλοντας να τιμήσει τη μνήμη του όπως του αρμόζει, θα στήσει ένα παρεκκλήσι στο Ρέντσο Μπαρμπέρα. Εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια στην οικογένειά του σ’ αυτή τη στιγμή του ανείπωτου πόνου».