Η άγρια γοητεία των ανοικτών γηπέδων

Το τουρνουά «Π. Γιαννακόπουλος» και το Καλλιμάρμαρο έφεραν ξανά αναμνήσεις από το μπασκετικό παρελθόν

3' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η χαμηλή απόδοση των ομάδων λόγω των καιρικών συνθηκών που επικρατούν σε ένα εξωτερικό γήπεδο, κατά τη διάρκεια του τουρνουά «Π. Γιαννακόπουλος» που διεξήχθη στο ανοικτό Καλλιμάρμαρο το βράδυ του Σαββάτου, έφερε στο νου των παλαιότερων, τους αγώνες σε χαμηλότερες κατηγορίες του ελληνικού μπάσκετ.

Τα τέλη της δεκαετίας του ’80 έβρισκαν το ελληνικό μπάσκετ να απολαμβάνει τη… θαλπωρή ενός κλειστού γηπέδου μόνο σε αγώνες των εθνικών κατηγοριών (Α1, Α2, Β’ και Γ’ Εθνική). Κάτω από αυτές, θα ‘πρεπε ο μπασκετμπολίστας να μεταμορφώνεται σε… πεζοναύτη, προκειμένου να ανταπεξέλθει στις αγωνιστικές και εξωαγωνιστικές κακουχίες ή να έχει την τύχη να διαμένει σε μεγάλο αστικό κέντρο, το οποίο διέθετε κλειστό. Και όταν μιλάμε για κλειστό, μην πάει ο νους σας στα σημερινά υπερσύγχρονα γήπεδα με παρκέ, θέρμανση και στοιχειώδη αποδυτήρια.

Τα πιο πολλά κλειστά της περιφέρειας εκείνης της εποχής, στην καλύτερη περίπτωση διέθεταν σκληρό πλαστικό πράσινο δάπεδο. Υπήρχαν άλλα που είχαν αφρώδες μαλακό υλικό (!), παντελώς ακατάλληλο για μπάσκετ, άλλα απλό τσιμέντο, όμως εξασφάλιζαν την ομαλή διεξαγωγή ενός αγώνα (και αρκετή προστασία από τραυματισμούς).

Υπήρχαν όμως και ομάδες -οι περισσότερες- οι οποίες διέθεταν μόνο ανοικτό γήπεδο με την… κλασική πίσσα του δρόμου. Πολλές φορές ήταν τόσο κακής ποιότητας που με την πάροδο του χρόνου «ξερνούσε» γαρμπίλι ή σε κάποια γωνιά της είχε ξεφυτρώσει πρασινάδα. Και τότε ακόμη και μία απλή σταυρωτή ντρίπλα ανέβαζε κατακόρυφα τον δείκτη του ρίσκου.

Μέχρι να φθάσει ένας παίκτης να αγωνιστεί σε εθνική κατηγορία (αν έφτανε ποτέ) και να εξασφαλίσει στοιχειώδη μπασκετική ασφάλεια, θα ‘πρεπε να περάσει αλώβητος κάθε είδους δοκιμασίες.

Αρχικά, θα ‘πρεπε να ταξιδέψει αυθημερόν από 20 μέχρι και 70 χλμ για αγώνα εκτός έδρας, που συνήθως ξεκινούσε με το που κατέβαζε το πόδι του από το αυτοκίνητο (για πούλμαν ούτε λόγος), με το οποίο συνταξίδευε στριμωγμένος με 4 ντερέκια, που κάποιοι απ’ αυτούς ξεπερνούσαν το μαρτύριο των στροφών της διαδρομής με τη βοήθεια της δραμαμίνης… 

Υπήρχαν περιπτώσεις που το γήπεδο είχε πίσσα τόσο πατημένη, που γλιστρούσε και ήταν αδύνατο να αλλάξεις κατεύθυνση και τα παπούτσια σου να σε ακολουθήσουν. Αλλες φορές, πριν από μία αναμέτρηση, αν είχε προηγηθεί βροχή και το γήπεδο δεν είχε προλάβει να στεγνώσει, τότε μία λύση υπήρχε: πρώτα σκούπα και μετά πριονίδι πούδρα (ναι, πριονίδι). Μοιραία, ο παίκτης που υποδεχόταν πάσα στο ύψος του κεφαλιού, «τυφλωνόταν» μερικά δέκατα του δευτερολέπτου μετά, καθώς ο νόμος της αδράνειας, έστελνε το κολλημένο πριονίδι της μπάλας στα μάτια του.

Υπήρχαν και χειρότερα… Για να αναβληθεί ένας αγώνας θα έπρεπε να βρέχει καταρρακτωδώς ή η θερμοκρασία να είναι στο όριο του ψύχους ή ο αέρας να έχει φέρει απαγορευτικό σε λιμάνια και πορθμούς, καθώς (ανεπίσημα πάντα) κανένας διαιτητής και καμία γραμματεία δεν ήθελαν να κάνουν την ίδια διαδρομή για το ίδιο ματς την επόμενη μέρα. Αυτό σήμαινε ότι ακόμη και με ψιλόβροχο, με αρκετό κρύο ή με αρκετά μποφόρ, το τζάμπολ γινόταν. 

Εστω κι αν χρειαζόταν να κάνεις λέι απ και με τα δύο χέρια προκειμένου να μην σου πάρει τη μπάλα ο άνεμος. Εστω κι αν κινδύνευε η σωματική ακεραιότητά σου. Εστω κι αν πάγωνες μετά το «ζέσταμα» στην άκρη του πάγκου.

Παρόλα αυτά, το διασκεδάζαμε. Δεν είχαμε να χάσουμε κάτι, εκτός από το πρώτο ζευγάρι παπουτσιών της σεζόν, το οποίο δεν άντεχε ούτε μέχρι τα Φώτα. 

Ακόμη, όμως, κι όταν δεν παίρναμε το ροζ φύλλο αγώνα, πάλι κερδισμένοι νιώθαμε. Ακόμη κι όταν ο διαιτητής μας ψιθύριζε στο αυτί ύστερα από διαμαρτυρία μας για ψιλοαντικείμενα που εκσφενδονίζονταν προς το μέρος μας: «Σούταρε τη βολή για να φύγουμε σώοι από ‘δω και μη μιλάς». 

Ακόμη κι όταν η προπόνηση με κάτι φθηνιάρες πλαστικές μπάλες Voit και με παπούτσια που ζύγισαν τα τριπλάσια γραμμάρια από τα σημερινά, τελείωνε στις 11 το βράδυ (πάντα σε ανοικτό γήπεδο) μέσα στο καταχείμωνο και την επομένη μάς περίμενε διαγώνισμα στη γεωμετρία.

Οταν, όμως, ο επόμενος αγώνας ήταν σε κλειστό, τότε νιώθαμε ανίκητοι. Ούτε αέρας, ούτε τσουχτερό κρύο, ούτε πριονίδια και πίσσες, ούτε στραβά στεφάνια, ούτε γραμμές στην τύχη. Κι όταν κάποιοι από εμάς φεύγαμε για υψηλότερες κατηγορίες, ποτέ μα ποτέ δεν ξεχνούσαμε το σκληρό «αγροτικό» που κάναμε.

Σήμερα, το μπάσκετ έχει αλλάξει. Τα κλειστά γήπεδα έχουν πολλαπλασιαστεί, όπως και οι καλύτερες συνθήκες και ο σχετικός εξοπλισμός. 

Η άγρια γοητεία των ανοικτών γηπέδων όμως, θα παραμένει πάντα ζωντανή, κυρίως γι’ αυτούς που πάτησαν σε αυτά για κάτι παραπάνω από μερικά σουτάκια κάποιο απόγευμα…

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT