Τα «φυτώρια» αρχίζουν να ανθίζουν

Ελληνικοί σύλλογοι προσπερνούν τα ηλικιακά ταμπού και εμπιστεύονται νέους ποδοσφαιριστές τους

τα-φυτώρια-αρχίζουν-να-ανθίζουν-563280817

Στο πρόσφατο ντέρμπι μεταξύ Παναθηναϊκού και Ολυμπιακού, οι δύο παίκτες που συζητήθηκαν περισσότερο από όλους ήταν ο Χρήστος Μουζακίτης και ο Μπάμπης Κωστούλας.

Δύο νεαρά παιδιά που στα 17 τους χρόνια πραγματοποίησαν το ντεμπούτο τους σε μια κόντρα «αιωνίων», ο πρώτος στο αρχικό σχήμα και ο δεύτερος ως αλλαγή, σε ματς όπου πολλές φορές «λυγίζουν» πολύ πιο έμπειροι και «μπαρουτοκαπνισμένοι» ποδοσφαιριστές, είτε ξένοι είτε Ελληνες. Μάλιστα την επιλογή του Χοσέ Λουίς Μεντιλίμπαρ να πάρει το ρίσκο και να ρίξει στα βαθιά τους συγκεκριμένους παίκτες επιδοκίμασε δημόσια και ο ομοσπονδιακός τεχνικός Ιβάν Γιοβάνοβιτς.

Oμως δεν είναι οι μόνοι. Εδώ και δύο χρόνια ο Γιάννης Κωνσταντέλιας κλέβει την παράσταση με τον ΠΑΟΚ, ενώ το ίδιο είχε κάνει και ο Κωνσταντίνος Κουλιεράκης, πριν μετακομίσει πρόσφατα, στα 20 του χρόνια, στη Βόλφσμπουργκ έναντι περίπου 15 εκατ. ευρώ. Είχε προηγηθεί ο Χρήστος Τζόλης που το 2021, σε ηλικία 19 ετών, μετακόμισε από την Τούμπα στη Νόριτς, με την αγγλική ομάδα να καταβάλλει το ποσό των 13 εκατ. ευρώ, ως αποτέλεσμα των πολύ καλών εμφανίσεων με τη φανέλα του Δικεφάλου.

Το κοινό όλων είναι το γεγονός ότι προέρχονται από τις ακαδημίες των ομάδων τους, που όπως φαίνεται πλέον γεύονται τους καρπούς των επενδύσεων που έχουν κάνει εδώ και αρκετά χρόνια.

Από την Παιανία

Η υπόθεση «ακαδημίες» δεν είναι νέα στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Ηδη από το ξεκίνημα του 2000 οι περισσότερες από τις μεγάλες ομάδες προσπάθησαν να οργανώσουν ένα πεδίο που στην Ελλάδα βρισκόταν πολλά χρόνια πίσω σε σχέση με το εξωτερικό. Τις βάσεις βέβαια είχε βάλει από τα μέσα του 1980 ο Παναθηναϊκός, όταν και δημιούργησε το προπονητικό κέντρο της Παιανίας, το οποίο προπορευόταν της εποχής του και έδωσε την ευκαιρία να προπονηθούν και να φιλοξενηθούν σε αυτό παιδιά που στην πορεία άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στο ελληνικό ποδόσφαιρο, όπως για παράδειγμα ο Γιώργος Καραγκούνης και ο Αγγελος Μπασινάς. Oμως το πλάνο των «πρασίνων» ήταν η εξαίρεση που επιβεβαίωνε τον κανόνα που ήθελε τις ελληνικές ομάδες να αγοράζουν παίκτες αντί να δημιουργούν από την αρχή.

Η κατάσταση έγινε ακόμα χειρότερη από την υπόθεση Μποσμάν και μετά, όταν στην ποδοσφαιρική ορολογία προστέθηκε η λέξη «κοινοτικός». Οι ελληνικές ομάδες στράφηκαν στην ευρωπαϊκή αγορά φέρνοντας ποδοσφαιριστές με το… κιλό και αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τα δικά τους παιδιά που έπαιζαν στις ομάδες των ακαδημιών τους.

Ενας από τους πρώτους «πιτσιρικάδες» που αποτέλεσε προϊόν ακαδημιών ήταν ο Σωτήρης Νίνης, ο οποίος υπό τις οδηγίες του Βίκτορ Μουνιόθ έκανε το ντεμπούτο του σε επίσημο αγώνα του Παναθηναϊκού στις 7 Ιανουαρίου 2007, στη νίκη εναντίον του Αιγάλεω με σκορ 1-0, σε ηλικία 16 ετών και 9 μηνών, προκαλώντας τον θαυμασμό των φίλων του «τριφυλλιού» και όχι μόνο, ενώ στην πορεία βρέθηκε στο στόχαστρο μεγάλων ευρωπαϊκών ομάδων. Παρά πάντως την πολύ καλή παρουσία του στον Παναθηναϊκό και τη μεταγραφή του στην Πάρμα το 2012, η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη, ίσως και γιατί ούτε ο ίδιος ούτε όμως και ο Παναθηναϊκός μπορούσαν να διαχειριστούν την απότομη επιτυχία.

Σε αντίθεση με την περίπτωση Νίνη, τα παιδιά που κερδίζουν τα τελευταία χρόνια θέση στις ενδεκάδες των ομάδων έχουν προετοιμαστεί πολύ πιο κατάλληλα για αυτό από τα πρώτα τους βήματα, κάτι που οφείλεται στο ότι πλέον οι σύλλογοι δίνουν και μεγαλύτερη προσοχή και σαφώς περισσότερα χρήματα για τα τμήματα υποδομής.

Αυτό που άλλαξε ριζικά τα τελευταία χρόνια στον ελληνικό χώρο είναι ότι οι ΠΑΕ δεν βλέπουν τις ακαδημίες ως ένα επιπλέον έξοδο, αλλά ως μια επένδυση που θα αποδώσει καρπούς.

Αλλαγή δεδομένων

Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο οι ομάδες Κ19 των μεγάλων ΠΑΕ μπορεί να έχουν μπάτζετ το οποίο ξεπερνά τα 2 ή και τα 3 εκατ. ευρώ τον χρόνο και ισοδυναμεί με αντίστοιχο μικρομεσαίας ΠΑΕ της Super League 1. Επίσης, οι ομάδες του Big 4 δημιούργησαν, με πρώτο τον Ολυμπιακό, δίκτυα σχολών σε όλη τη χώρα, αλλά και στο εξωτερικό, όπου υπάρχουν κυρίως ομογενείς, έχοντας πλέον μεγαλύτερη και πιο άμεση πρόσβαση σε παιδιά-μελλοντικούς παίκτες ακόμα και από ηλικίες 5 ή 6 χρόνων, κάτι που δεν γινόταν στο παρελθόν.

Επίσης, η βελτίωση των προπονητικών εγκαταστάσεων των ομάδων και η παρουσία καλύτερα καταρτισμένων προπονητών στα τμήματα υποδομής έδωσαν τη δυνατότητα για ακόμα καλύτερη εκμετάλλευση των παιδιών που «ανακαλύπτονταν» στην επαρχία, αφού πλέον υπάρχουν οι προϋποθέσεις φιλοξενίας και εκπαίδευσης.

Αυτό που άλλαξε ριζικά τα τελευταία χρόνια είναι ότι οι ΠΑΕ δεν βλέπουν τις ακαδημίες ως ένα επιπλέον έξοδο, αλλά ως μια επένδυση. Ο Δικέφαλος του Βορρά από τις πωλήσεις των Κουλιεράκη και Τζόλη έβαλε στα ταμεία του σχεδόν 30 εκατ. ευρώ, ενώ η Κ19 του Ολυμπιακού έφτασε μέχρι την κορυφή της Ευρώπης, δίνοντας υπεραξία στα παιδιά που έπαιζαν σε αυτή. Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι ομάδες στράφηκαν στους παίκτες που προέρχονται από τις ακαδημίες γιατί δεν ήθελαν να ξοδέψουν χρήματα για μεταγραφές ή έχουν κενά στο ρόστερ, αλλά αυτό διαψεύδεται από τις ίδιες τις κινήσεις τους.

Για παράδειγμα, ο Μουζακίτης και ο Κωστούλας βρέθηκαν στο ντέρμπι αλλά και σε προηγούμενα παιχνίδια, αφήνοντας εκτός παίκτες που ήρθαν φέτος στο μεγάλο λιμάνι, όπως ο Ντάνι Γκαρθία και ο Ολιβέιρα, ενώ κάτι ανάλογο είχε συμβεί στον ΠΑΟΚ όταν στην ενδεκάδα καθιερώθηκαν ο Κουλιεράκης και ο Κωνσταντέλιας. Για να παίξουν όλοι αυτοί, βέβαια, έπρεπε να βρεθούν στους πάγκους και οι κατάλληλοι προπονητές.

Οπως ο Μουνιόθ ήταν αυτός που πίεσε τους ανθρώπους του Παναθηναϊκού για τον Νίνη, έτσι και ο Λουτσέσκου, σε μια μάλιστα δύσκολη χρονιά για τον ΠΑΟΚ, έδωσε το χρίσμα στους δικούς του μικρούς, ενώ στον Ολυμπιακό έπρεπε να έρθει ο Μεντιλίμπαρ για να εμπιστευθεί παιδιά από την ομάδα που πριν από μερικούς μήνες κατέκτησε το UEFA Youth League. Πρόκειται λοιπόν για έναν συνδυασμό αποφάσεων, ίσως και συγκυριών, για να ανοίξει η πόρτα της πρώτης ομάδας για έναν παίκτη που προέρχεται από τα φυτώρια, σαφώς όμως πλέον η δεξαμενή είναι πιο μεγάλη και αυτό είναι κάτι που κατάφεραν να δημιουργήσουν οι ίδιοι οι σύλλογοι.

Ταλέντο… μονίμως

Το τελευταίο «ταμπού» που έπρεπε να ξεπεράσουν οι ομάδες και οι οπαδοί ήταν η ηλικία. Δεν είναι πολύ μακρινές οι εποχές, το αντίθετο μάλιστα, που για το ελληνικό ποδόσφαιρο ένας 22χρονος ή 23χρονος θεωρούνταν ακόμα… ταλέντο, όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη ήταν έτοιμος παίκτης. Κάτι που με τα δεδομένα που υπήρχαν ήταν και φυσικό, αφού σε διαφορετική ηλικία έμπαιναν σε επαγγελματικούς ρυθμούς τα παιδιά στη χώρα μας σε σχέση με αυτά που γαλουχήθηκαν στις ακαδημίες των ευρωπαϊκών συλλόγων, που τις πρώτες προσλαμβάνουσες τις είχαν πολύ νωρίτερα.

Πλέον αυτή η ψαλίδα αρχίζει και κλείνει, αν και βέβαια δύσκολα θα δούμε έναν 17χρονο στην εθνική ομάδα, όπως έγινε με τον Γιαμάλ στην Ισπανία, όμως τουλάχιστον αρχίζουμε και βλέπουμε ορισμένους στις ενδεκάδες των μεγάλων ομάδων και σιγά σιγά δεν θα το θεωρούμε πρώτη είδηση, όπως συνέβαινε σχεδόν μέχρι τώρα.

Νέα εποχή

Φαίνεται πως το ελληνικό ποδόσφαιρο μπαίνει σε μια νέα εποχή, βγάζοντας στην επιφάνεια ξανά δικά του παιδιά, τα οποία δεν αποτελούν μόνο το μέλλον των ομάδων που αγωνίζονται αλλά και της Εθνικής, που τα έχει ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη για τη δική της διάκριση. Είναι δεδομένο ότι χρειάζονται και άλλοι «Κουλιεράκηδες» και «Μουζακίτηδες», τα βήματα προόδου όμως έχουν γίνει, αρκεί να μη θυσιαστούν στον βωμό των γρήγορων και πρόσκαιρων αποτελεσμάτων, όπως έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT