Αν το ποδόσφαιρο αποτελεί σήμερα το πιο δημοφιλές ομαδικό σπορ με δισεκατομμύρια «πιστούς» παγκοσμίως, σίγουρα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον Ζιλ Ριμέ, τον πρώτο άνθρωπο που αντιλήφθηκε την τεράστια δυναμική του και συνέβαλε τα μέγιστα για τη γιγάντωσή του. Χάρη στην οξυδέρκεια και την επιμονή του μέσα σε ένα εξαιρετικά δύσκολο περιβάλλον, γεννήθηκε το Παγκόσμιο Κύπελλο, η διοργάνωση που απογείωσε το ποδόσφαιρο και το έκανε υπόθεση ολόκληρου του κόσμου και όχι μόνο της Αγγλίας ή μερικών χωρών που είχαν αρχίσει να το καλλιεργούν πιο συστηματικά στις αρχές του περασμένου αιώνα. Η γέννηση του Μουντιάλ αποδείχθηκε διαχρονικά κομβικό σημείο για την εξάπλωση του ποδοσφαίρου, αποτελώντας μέχρι σήμερα μια τεράστια γιορτή για όλο τον πλανήτη, με προεκτάσεις που ξεπερνούν κατά πολύ τα στενά όρια που ορίζουν οι τέσσερις γραμμές του αγωνιστικού χώρου.
Ο Ζιλ Ριμέ ήταν Γάλλος, αλλά αυτό ουδόλως τον εμπόδισε να αγαπήσει από μικρό παιδί ένα άθλημα που άνθισε στην άλλη πλευρά της Μάγχης, σε μια χώρα παραδοσιακά αντίπαλο της δικής του. Γεννημένος το 1873 λίγο έξω από το Παρίσι, γόνος μιας πλούσιας και καλλιεργημένης οικογένειας, απέκτησε μόρφωση και καλλιτεχνική παιδεία, αλλά παρότι σπούδασε νομικά και είχε όλα τα εφόδια για να διαπρέψει σε τομείς συμβατούς με τις απαιτήσεις της αριστοκρατίας, αφοσιώθηκε σε ένα σπορ με λαϊκές καταβολές και χαρακτηριστικά κάθε άλλο παρά ευγενή για τα μέτρα της εποχής εκείνης. Το θέαμα 22 παικτών με κοντά παντελονάκια που έτρεχαν σε λασπωμένα γήπεδα κυνηγώντας ένα δερμάτινο πετσί, ήταν εντελώς ακατανόητο για τα μέλη της «καλής κοινωνίας» των Παρισίων.
Παρά τις αντιδράσεις του κύκλου του, ο Ριμέ είδε από νωρίς το ποδόσφαιρο σαν κάτι πολύ περισσότερο από χόμπι. Σε ηλικία 24 ετών ίδρυσε με μερικούς φίλους του τον Ερυθρό Αστέρα Σεντ Ουέν, αναλαμβάνοντας λίγα χρόνια αργότερα την προεδρία του. Η ανάμειξή του στα διοικητικά της ομάδας, ήταν το πρώτο βήμα για την ανάδειξή του ως κορυφαίου παράγοντα του ποδοσφαίρου αρχικά στη Γαλλία και εν συνεχεία στον κόσμο ολόκληρο. Με δικές του ενέργειες διοργανώθηκε το 1910 το πρώτο επίσημο πρωτάθλημα Γαλλίας και συστάθηκε το 1919 η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, της οποίας διετέλεσε πρώτος πρόεδρος. Αεικίνητος, οργανωτικός και απόλυτα αφοσιωμένος στο ποδόσφαιρο, ο Ζιλ Ριμέ δεν άργησε να αναλάβει το ύψιστο ποδοσφαιρικό αξίωμα. Το 1921 εκλέχθηκε πρόεδρος της FIFA, θέση την οποία κράτησε για 33 χρόνια, μέχρι να αποσυρθεί σε ηλικία 81 ετών το 1954.
Ανάμεσα σε δύο Παγκοσμίους Πολέμους σε διάστημα τριών δεκαετιών, το εγχείρημα της διοργάνωσης ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου έμοιαζε αδύνατο. Ο Ριμέ είχε το όραμα, είχε την επιμονή, είχε και τον τρόπο να ξεπεράσει τη δυσπιστία και τις αντικειμενικές δυσκολίες. Επειτα από χρόνια προσπαθειών, κατάφερε τελικά να βάλει το νερό στ’ αυλάκι και να πάρει το 1928 την έγκριση για τη διοργάνωση του 1ου Παγκοσμίου Κυπέλλου στην Ουρουγουάη. Oπως αποδείχθηκε, ήταν η κίνηση που έδωσε διαφορετικό χρώμα στο ποδόσφαιρο και εκτόξευσε τη δημοτικότητά του, για να φτάσει να είναι σήμερα το πιο διαδεδομένο άθλημα παγκοσμίως, με τζίρο δισεκατομμυρίων. Ο Ζιλ Ριμέ δεν ήταν απλά ο εμπνευστής αυτής της προσπάθειας, αλλά αυτός που μόχθησε όσο κανείς για να την υλοποιήσει με επιτυχία, γεγονός που έδεσε διαχρονικά το όνομά του με την ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου και του ποδοσφαίρου γενικότερα.
Η σέντρα στην Ουρουγουάη
Η διοργάνωση ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου στα χρόνια του Μεσοπολέμου αποδείχθηκε δύσκολη υπόθεση. Ο Ζιλ Ριμέ πήρε το «πράσινο φως» τον Μάιο του 1928, αλλά λόγω του υψηλού κόστους, όσες ευρωπαϊκές χώρες έδειξαν στην αρχή πρόθυμες να αναλάβουν το βάρος υπαναχώρησαν και έγινε σαφές ότι κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, το 1ο Παγκόσμιο Κύπελλο ή θα ματαιωνόταν ή θα γινόταν σε χώρα εκτός Ευρώπης. Η Ουρουγουάη, κάτοχος του χρυσού μεταλλίου στους δύο τελευταίους Ολυμπιακούς αγώνες, πήρε ουσιαστικά το χρίσμα άνευ αντιπάλου, με το πρόσχημα ότι το 1930 θα γιόρταζε τα 100 χρόνια της ανεξαρτησίας της. Αργεντινή, Βραζιλία, Βολιβία, Χιλή, Παραγουάη, Περού, Μεξικό και ΗΠΑ ανταποκρίθηκαν άμεσα, όχι όμως και οι ευρωπαϊκές χώρες. Οι αποστάσεις ήταν τεράστιες, το οικονομικό βάρος της μετακίνησης δυσβάσταχτο και χρειάστηκε η διαβεβαίωση της κυβέρνησης της Ουρουγουάης ότι θα καλύψει όλα τα έξοδα των αποστολών για να υπάρξει μια μικρή ανταπόκριση. Χαρακτηριστικό είναι ότι για να συμμετάσχει η Ρουμανία, έδωσε προσωπική δέσμευση ο βασιλιάς της, Κάρολος Β΄, ότι δεν θα χάσουν τη δουλειά τους οι παίκτες λόγω της πολύμηνης απουσίας τους!
Οι αποστολές της Ρουμανίας, του Βελγίου και της Γαλλίας, με τη συνοδεία του Ριμέ, τριών διαιτητών και του τροπαίου, έφυγαν με το ίδιο ατμόπλοιο για την Ουρουγουάη (η Γιουγκοσλαβία ταξίδεψε ξεχωριστά), με τους παίκτες να κάνουν προπονήσεις στο κατάστρωμα! Δέκα χιλιάδες Ουρουγουανοί τους υποδέχθηκαν στο λιμάνι του Μοντεβιδέο, με τους αγώνες να διεξάγονται στο στάδιο Centenario που ξεκίνησε να κτίζεται τον Φεβρουάριο του 1930 και για να είναι έτοιμο τον Ιούλιο, πέντε μέρες… μετά την έναρξη του Μουντιάλ, δούλευαν 15.000 εργάτες καθημερινά! Παρά τις ελλείψεις, η διοργάνωση πέτυχε και χάρις στο οργανωτικό μυαλό του Ριμέ, έγινε τελικά θεσμός.
Το τρόπαιο, η Νίκη της Σαμοθράκης και η κλοπή
Η επιτυχία των διοργανώσεων του 1934 στην Ιταλία και του 1938 στη Γαλλία, δεν κράτησε μόνο ζωντανή τη φλόγα του Παγκοσμίου Κυπέλλου παρά τα δεινά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά χάρισε στον Ζιλ Ριμέ δόξα και αναγνώριση, κρατώντας τον στη θέση του προέδρου της FIFA για 33 χρόνια. Το 1946, μάλιστα, στη γιορτή που έγινε για τη συμπλήρωση των 25 χρόνων παρουσίας του στο τιμόνι της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου, τιμήθηκε με ένα ξεχωριστό τρόπο: το τρόπαιο για τους νικητές ονομάστηκε «Ζιλ Ριμέ», ως αναγνώριση της τεράστιας συμβολής του στην εξάπλωση του αθλήματος σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Το πρώτο τρόπαιο ήταν δημιουργία του Γάλλου γλύπτη Αμπέλ Λα Φλερ και είχε ελληνικό χαρακτήρα. Αναπαριστούσε τη θεά Νίκη, ήταν επίχρυσο και ασημένιο, με βάση από ημιπολύτιμο λίθο. Στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου «σώθηκε» μένοντας κρυμμένο κάτω από ένα κρεβάτι στην Ιταλία, αλλά κλάπηκε στην Αγγλία λίγο πριν από το Μουντιάλ του 1966. Το βρήκε σκαλίζοντας στα σκουπίδια ένα σκυλί ονόματι Πίκλες και όταν το 1970 η Βραζιλία έγινε η πρώτη χώρα που το κατέκτησε για τρίτη φορά, αποφασίσθηκε να το κρατήσει μόνιμα στην τροπαιοθήκη της. Κλάπηκε, όμως, το 1983 και χάθηκε οριστικά, καθώς οι κλέφτες το έλιωσαν και πούλησαν τα υλικά του.
Το νέο τρόπαιο πήρε την τωρινή του μορφή το 1974 και μετονομάσθηκε σε «FIFA World Cup». Είναι σχέδιο του Ιταλού Σίλβιο Γκατσανίγκα και κατασκευάστηκε από χρυσό 18 καρατίων, με δύο στρώσεις μαλαχίτη, με ύψος 36 εκατοστά και βάρος 6,175 κιλά. Για λόγους ασφαλείας, μένει στην κατοχή της FIFA, με τους νικητές κάθε διοργάνωσης να κρατάνε ένα επίχρυσο αντίγραφο. Στη βάση του χαράζονται τα ονόματα των νικητών από το 1974 και όταν καλυφθεί το 2038 ο διαθέσιμος χώρος, θα κατασκευαστεί καινούργιο.