Ο παίκτης που σίγησε ένα στάδιο και μία χώρα

Ο παίκτης που σίγησε ένα στάδιο και μία χώρα

5' 7" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο ιστορικός του μέλλοντος, που θα θελήσει να κάνει μια αναδρομή στις πιο σημαντικές στιγμές του 20ού αιώνα στο ποδόσφαιρο, είναι βέβαιο πως θα κάνει μια στάση διαρκείας στο 1950. Σε έναν αγώνα που τα ρεκόρ, η συγκίνηση, το ξέσπασμα και η έκπληξη ενώνονται σε μια λέξη: «Μαρακανάζο». Δίπλα σε αυτή τη λέξη δεσπόζει ένα όνομα: αυτό του Αλσίδες Τζίτζια.

Ουρουγουανός μεσοεπιθετικός, ευέλικτος, εύστροφος και την κατάλληλη στιγμή εκτελεστής. Ο άνθρωπος που το δικό του γκολ κόστισε όχι μόνο ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, αλλά και ανθρώπινες ζωές. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. «Μόνο τρεις άνθρωποι έχουν καταφέρει να κάνουν το Μαρακανά να σιγήσει. Ο Πάπας της Ρώμης, ο Φρανκ Σινάτρα και εγώ», είχε δηλώσει ο θρυλικός άσος της Ουρουγουάης σε παλαιότερη δήλωσή του για το παιχνίδι στο θρυλικό στάδιο του Ρίο ντε Τζανέιρο, το Μαρακανά, όταν μπροστά σε 200 χιλιάδες φιλάθλους έστειλε την μπάλα στα δίχτυα και χάρισε στη χώρα του το τρόπαιο του Μουντιάλ.

Ο θρυλικός ποδοσφαιριστής απεβίωσε σε ηλικία 88 ετών στις 16 Ιουλίου και, σαν παιχνίδι της μοίρας, η μέρα του θανάτου του ήταν η 65η επέτειος του παιχνιδιού του 1950 μεταξύ της Βραζιλίας και της Ουρουγουάης. Κοιτούσε τον κόσμο από τα 169 εκατοστά, με βλέμμα βαθύ από τα σκούρα καστανά του μάτια και το λεπτό μουστάκι του, σύμβολο μιας ολόκληρης γενιάς. Δεν το αποχωρίστηκε ποτέ.

Γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο, τρεις ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα του 1926, και στην ποδοσφαιρική του καριέρα εκπροσώπησε τόσο την εθνική ομάδα της Ουρουγουάης όσο και αυτήν της Ιταλίας. Αγωνίστηκε σε σπουδαίες ομάδες, όπως η Πενιαρόλ και η Ντανούμπιο στη Λατινική Αμερική, αλλά και στις Ρόμα και Μίλαν της Ιταλίας.

Πάτησε τον αγωνιστικό χώρο 502 φορές σε επίσημα συλλογικά παιχνίδια, πανηγυρίζοντας τρία πρωταθλήματα με τις Πενιαρόλ (1949, 1951) και Μίλαν (1962). Μέχρι να φύγει από τη ζωή, ήταν ο γηραιότερος εν ζωή κάτοχος Παγκοσμίου Κυπέλλου, που αποτέλεσε βεβαίως τη μεγαλύτερη στιγμή της ζωής του. Θεωρείται ποδοσφαιρικός θρύλος της Ουρουγουάης, και το 2009, στο πλαίσιο της προετοιμασίας της Βραζιλίας για το Μουντιάλ του 2014, πάτησε ξανά το Μαρακανά πλάι σε «τοτέμ» του παγκοσμίου ποδοσφαίρου όπως οι Πελέ και Μπεκενμπάουερ, αναπαριστώντας το γκολ που σημείωσε το 1950 και γνωρίζοντας την αποθέωση από τους Βραζιλιάνους φιλάθλους.

Οι μύθοι που ακολουθούν τον αλησμόνητο τελικό του 1950 είναι πολλοί, ωστόσο τα όσα ακολούθησαν αποτυπώνονται πιο γλαφυρά και με ακρίβεια μέσω της πραγματικότητας. Τερματοφύλακας των Βραζιλιάνων στον τελικό ήταν ο Μοασίρ Μπαρμπόσα. Ενας ικανότατος τερματοφύλακας, που θεωρήθηκε από τους Βραζιλιάνους ως ο υπεύθυνος της ήττας. Ο Μπαρμπόσα απεβίωσε το 2000 και, σε συνέντευξη που παραχώρησε λίγο πριν φύγει από τη ζωή, δήλωσε πως για 50 χρόνια ήταν κοινωνικά αποκλεισμένος λόγω της συμμετοχής του σε αυτόν τον αγώνα. «Οπου κι αν πήγαινα έβλεπα γυρισμένες πλάτες. Από συμπαίκτες, προπονητές, ποδοσφαιρικές ομάδες, ακόμα και στο παντοπωλείο της γειτονιάς μου. Με θεωρούσαν υπεύθυνο για την ήττα και μου το κράτησαν για ολόκληρη τη ζωή μου».

Πολλοί είναι εκείνοι που στο μέλλον θα διαμορφώσουν το αποτέλεσμα σε έναν τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου. Τηρουμένων των αναλογιών, των συνθηκών και κυρίως της εποχής, τα όσα άφησε το γκολ του Τζίτζια μοιάζουν απίθανο να επαναληφθούν.

Το «στοιχειωμένο» γκολ

Η ανθρώπινη πλημμύρα των 200.000 θεατών που κατέκλυσαν το Μαρακανά περιμένει την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Το κλίμα είναι πανηγυρικό, η θέληση της νίκης, η προσμονή και η διαφαινόμενη ανωτερότητα δημιουργούν ένα τετελεσμένο, τουλάχιστον στη σκέψη των παρισταμένων. Η Βραζιλία είναι σπουδαία ομάδα και της αρκεί μια ισοπαλία για να στεφθεί πρωταθλήτρια κόσμου, καθώς ο τροπαιούχος προέκυπτε από το σύνολο των αποτελεσμάτων στο Μουντιάλ.

Φίλαθλοι και παίκτες πανηγυρίζουν πριν ξεκινήσει το παιχνίδι, οι Βραζιλιάνοι δημοσιογράφοι ήδη εκθειάζουν τους ποδοσφαιριστές, και ο μόνος που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου είναι ο προπονητής της Βραζιλίας, Φλάβιο Κόστα.

Το άνοστο πρώτο ημίχρονο βρίσκει τις δύο ομάδες χωρίς γκολ. Με την έναρξη του δευτέρου μέρους, ωστόσο, ο Φριάσα είναι εκείνος που δίνει το προβάδισμα στη «σελεσάο» και οι 200 χιλιάδες εκστασιασμένοι φίλαθλοι γεύονται το νέκταρ της χαράς. Οι Βραζιλιάνοι ποδοσφαιριστές συμπαρασύρονται από τον ενθουσιασμό που τους μεταφέρει το πλήθος, αλλά οι 11 ποδοσφαιριστές του Χουάν Λόπες Φοντάνα δεν τα παρατούν. Ο Σκιαφίνο ισοφαρίζει και ο Τζίτζια 11 λεπτά πριν από το τέλος δίνει τη χαριστική βολή στη Βραζιλία. Διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι σταματούν να ακούγονται. Τετρακόσιες χιλιάδες μάτια κοιτούν αποσβολωμένα γαλάζιες και άσπρες φανέλες να πανηγυρίζουν. Ο ήχος της σιωπής είναι τόσο εκκωφαντικός, που τρομάζει. Ο Τζίτζια είναι ο δράστης μιας από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, σε έναν αγώνα που πολλοί είχαν προκαταβάλει το αποτέλεσμά του λογαριάζοντας χωρίς τους Ουρουγουανούς. Η ήττα πείσμωσε τους Βραζιλιάνους, που στο μέλλον δημιούργησαν την πιο επιτυχημένη εθνική ομάδα ποδοσφαίρου του πλανήτη.

Ενας «σταρ» του ποδοσφαίρου σε λάθος εποχή

Οταν σκόραρε το νικητήριο γκολ στον αγώνα του Μαρακανά, ο Τζίτζια ήταν μονάχα τέσσερις μήνες μέλος της Εθνικής Ουρουγουάης. Παρ’ όλα αυτά, το απαράμιλλο ταλέντο του ανάγκαζε τους συμπαίκτες του να τον ψάχνουν στο γήπεδο προκειμένου να βοηθήσει στη δημιουργία του παιχνιδιού.

Η αφορμή για να πάει στην Ευρώπη ήταν ένα βίαιο χτύπημα σε διαιτητή σε ντέρμπι της Πενιαρόλ με τη Νασιονάλ το 1952 και στη Ρώμη αγαπήθηκε όσο λίγοι ποδοσφαιριστές, παρά το γεγονός ότι δεν συνέδεσε το όνομά του με επιτυχίες της ομάδας. Ο Τζίτζια αποτέλεσε την πρώτη σπουδαία μεταπολεμική μεταγραφή της Ρόμα, και στο πρώτο του παιχνίδι 55 χιλιάδες άνθρωποι συνέρρευσαν για να τον δουν να αγωνίζεται. Το πολυπόθητο «σκουντέτο» το κατέκτησε με τη Μίλαν, σε μια σεζόν που δεν είχε πολλές συμμετοχές.

Λάτρευε τις Αλφα Ρομέο και είχε πέραση στις γυναίκες, ζώντας στην ιταλική πρωτεύουσα ως σταρ. Συμπαίκτες και φίλοι του τον χαρακτήριζαν καρδιοκατακτητή, αν και σε πολλές περιπτώσεις παρουσιαζόταν απόμακρος. Εκλεισε την ποδοσφαιρική του καριέρα στα 41 του αγωνιζόμενος για την Ντανούμπιο με την οποία έπαιξε 126 παιχνίδια. Χρίστηκε διεθνής 12 φορές με την Ουρουγουάη και 5 με την Ιταλία, σκοράροντας συνολικά 5 γκολ.

Μετά το πέρας της ποδοσφαιρικής καριέρας του, εργάστηκε ως δημόσιος επιθεωρητής στο καζίνο του Μοντεβιδέο, θέση που του προσέφερε η κυβέρνηση της Ουρουγουάης ως ένδειξη αναγνώρισης της χώρας προς το πρόσωπό του.

Προς το τέλος της ζωής του, επιβίωσε από σφοδρό τροχαίο ατύχημα περνώντας κάποιες εβδομάδες σε κώμα. Απεβίωσε σε ιδιωτική κλινική του Μοντεβιδέο και, μέχρι να πεθάνει, μπορούσε να εξιστορήσει στιγμή προς στιγμή ό,τι συνέβη στον θρυλικό αγώνα του 1950 σε δημόσιες και προσωπικές του συναντήσεις, όντας ένας καταπληκτικός αφηγητής.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT