Τι να κάνουμε; Είναι ένα σημαντικό ερώτημα που προκύπτει κάθε φορά που συζητιέται ένα μεγάλο, παγκόσμιο, σημαντικό πρόβλημα – και ζούμε σε μια εποχή που διαθέτει διάφορα τέτοια, πολύ φλέγοντα.
Πέρυσι κυκλοφόρησε το «What We Owe The Future», βιβλίο πολυσυζητημένο, γραμμένο από έναν 35χρονο καθηγητή Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (ναι, 35χρονο, δεν είναι ορθογραφικό λάθος), ονόματι Γουίλιαμ Μακάσκιλ, που ασχολείται με ακριβώς αυτό το θέμα. Ο Μακάσκιλ είναι εκ των θεωρητικών ηγετών ενός κινήματος που ονομάζεται «αποτελεσματικός αλτρουισμός» (ή, εναλλακτικά, «τελέσφορος αλτρουισμός» -αδέξιες αποδόσεις και οι δύο του «effective altruism») που τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει μεγάλη διασημότητα -και πολλούς αντιπάλους- επειδή το επικαλούνται και το υιοθετούν διάφοροι διάσημοι και αμφιλεγόμενοι tech bros της Σίλικον Βάλεϊ. Μεταξύ πολλών άλλων, ένας από τους πιο διάσημους θαυμαστές του κινήματος ήταν (είναι;) ο λαοπρόβλητος Σάμιουελ Μπάκμαν Φριντ, ευρύτερα γνωστός ως SBF, ο δημιουργός του ανταλλακτηρίου για κρυπτονομίσματα FTX, ο οποίος αποδείχτηκε ένας τεράστιος απατεώνας (η δίκη του είναι σε εξέλιξη αυτή τη στιγμή). Το ότι τις ιδέες αυτού του κινήματος τις έχουν αγκαλιάσει, υποτίθεται, κάτι δισεκατομμυριούχοι μέτοχοι εταιρειών τεχνολογίας που στην τρυφηλή τους μέση ηλικία, και αφού τα χρόνια της δημιουργικής τους συνεισφοράς έχουν τελειώσει, ψάχνουν τρόπους να ικανοποιήσουν τον ναρκισσισμό, τον χρόνο και τα λεφτά τους, είναι από μόνο του προβληματικό, ένα κραυγαλέο «red flag». Οπως αντιλαμβάνεστε, άρχισα να διαβάζω με μια μεγάλη επιφυλακτικότητα και το φρύδι σχεδόν μόνιμα όρθιο. Κακώς.
Εν τάχει, το κίνημα υποστηρίζει ότι οφείλουμε να «εφαρμόζουμε μεθόδους αξιολόγησης κάθε δράσης μας», ως είδος, ώστε να «επιλέγουμε αυτές που είναι πιο αποτελεσματικές για το καλό της ανθρωπότητας». Βεβαίως, αυτό από μόνο του δεν λέει πολλά. Το βιβλίο, ωστόσο, πηγαίνει τη σκέψη μερικά βήματα παρακάτω και καταλήγει σε κάποια συγκεκριμένα και χειροπιαστά συμπεράσματα, που μπορεί να έχουν αξία, έστω και ως τροφή για σκέψη.
Ο νεαρός συγγραφέας υπήρξε μαθητής του φιλόσοφου Ντέρεκ Πάρφιτ, και στο βιβλίο του αναπαράγει τις ιδέες του Πάρφιτ για την «πληθυσμιακή ηθική» (που περιλαμβάνει την αξιολόγηση των δράσεων που επηρεάζουν το πόσοι και ποιοι άνθρωποι γεννιούνται και το ποια είναι η ποιότητα της ζωής τους), για το τι σημαίνει «καλό» για την ανθρωπότητα και το πώς πρέπει να βλέπουμε το μέλλον μας ως είδους.
Η βασική ιδέα του βιβλίου, αυτό που αποκαλεί «long termism» («μακροπροθεσμισμός»;), λέει ότι εμείς σήμερα ως ανθρώπινο είδος έχουμε τη δυνατότητα με τις προσπάθειες και τις πράξεις μας να επηρεάσουμε το μέλλον. Και ότι, επιπλέον, έχουμε ηθική υποχρέωση να βοηθήσουμε ώστε το μέλλον της ανθρωπότητας να γίνει καλύτερο. Οι άνθρωποι του μέλλοντος, λέει, έχουν αξία. Οι ζωές τους, μολονότι δεν έχουν αρχίσει ακόμα, είναι σημαντικές (και, κυρίως, θα είναι πάρα πολλές σε αριθμό – άρα ακόμα πιο σημαντικές) και άρα, κατά συνέπεια, θα πρέπει να συνεισφέρουμε από τώρα για να γίνουν όσο το δυνατόν καλύτερες. Η κριτική που ασκείται στους πλούσιους της Σίλικον Βάλεϊ που ασπάζονται αυτή τη θεωρία είναι ότι πάνε τη σκέψη ένα βήμα παρακάτω: ότι δηλαδή επειδή οι άνθρωποι που θα ζήσουν στο μέλλον είναι πολύ περισσότεροι από αυτούς που ζουν σήμερα, οι δικές τους ζωές αθροιστικά έχουν μεγαλύτερη σημασία από τις ζωές των ανθρώπων που ζουν σήμερα. Οπότε, λένε, έχει μεγαλύτερο νόημα να επενδύουμε χρήμα και προσπάθεια για να εξασφαλίσουμε την ευτυχία εκατοντάδων δισεκατομμυρίων που θα ζήσουν στο μέλλον, παρά των 8 δισεκατομμυρίων που ζουν σήμερα. Πολλές κριτικές του κινήματος το περιγράφουν ακριβώς έτσι: παλαβοί πλούσιοι που θέλουν να ξοδέψουν τα δισεκατομμύριά τους για να πάει η ανθρωπότητα πιο γρήγορα στον Άρη προς όφελος των επόμενων γενεών, αντί για να υποστηρίξουν τα δισεκατομμύρια ανθρώπων που σήμερα υποφέρουν. Το βιβλίο του Μακάσκιλ δεν λέει καθόλου αυτό, όμως. Ισα ίσα, ευθαρσώς απορρίπτει αυτή την προσέγγιση (στο παράρτημα του βιβλίου).
Στην πράξη, το βιβλίο αυτό κάνει τρία πράγματα, εκ των οποίων τα δύο είναι χρήσιμα. Το όχι πολύ χρήσιμο είναι η ανάλυση των φιλοσοφικών ιδεών του Πάρφιτ περί καλού και κακού. Για το αν, ας πούμε, μία ευτυχισμένη ζωή έχει μεγαλύτερη αξία από ένα δισεκατομμύριο δυστυχισμένες, για το αν κάθε ζωή αξίζει να υπάρχει και να τη ζει κανείς, ανεξαρτήτως του πόνου και της δυστυχίας που μπορεί να υφίσταται, και άλλες τέτοιες ιδέες που έχουν μεν ενδιαφέρον σε φιλοσοφικό επίπεδο, αλλά σχεδόν αποκλειστικά εκεί.
Ενα πολύ πιο ενδιαφέρον κομμάτι είναι η συνοπτική καταγραφή των προκλήσεων και των βασικών προβλημάτων που θα αντιμετωπίσουν όντως οι επόμενες γενιές της ανθρωπότητας. Ο συγγραφέας δίνει έμφαση σε θέματα όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η κλιματική αλλαγή και οι δημογραφικές αλλαγές, αλλά και η δραματική επιβράδυνση των επιστημονικών και τεχνολογικών ανακαλύψεων τις τελευταίες δεκαετίες. Επιπλέον, δίνει έμφαση και σε κάτι άλλο, πολύ ενδιαφέρον: μια πιθανή επιβράδυνση ή παύση της εξέλιξης και της προόδου των κοινωνικών αξιών. Η θέση του είναι ότι βρισκόμαστε σε μια περίοδο «πλαστικότητας» των κοινωνικών αξιών, κατά την οποία βασικές αξίες και ιδανικά στις κοινωνίες αλλάζουν. Αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο ότι θα συνεχιστεί για πάντα: ένας μεγάλος κίνδυνος που βλέπει για το μέλλον είναι η επιβράδυνση της κοινωνικής προόδου και η «στερεοποίηση» των αξιών σε κάποιες νέες σταθερές. Το ποιες θα είναι αυτές οι σταθερές θα είναι κρίσιμο για το μέλλον του ανθρώπινου είδους. Αυτά, βεβαίως, είναι θέματα που αναλύονται πληρέστερα σε άλλα, πιο εξειδικευμένα βιβλία (παρακάτω σας έχω μερικές σχετικές προτάσεις), αλλά και σε αυτό είναι καταγεγραμμένες όμορφα, με τρόπο συμπυκνωμένο και ενταγμένες σε ένα γενικότερο αφήγημα. Και μόνο από αυτή την άποψη είναι ένα βιβλίο χρήσιμο.
Ο Μακάσκιλ προχωράει, όμως, και στο διά ταύτα, προσπαθώντας να απαντήσει στην ερώτηση του τίτλου αυτού εδώ του γράμματος. Μέσα από το πρίσμα της «ορθολογικής» αξιολόγησης των «καλών» δράσεων και πρωτοβουλιών που μπορεί να αναλάβει ο σύγχρονος άνθρωπος, επισημαίνει ότι πολλές πολύ δημοφιλείς δράσεις που αναλαμβάνουν τα ανθρώπινα όντα είναι πολύ λιγότερο χρήσιμες από ό,τι πολλοί και πολλές νομίζουν – η χορτοφαγία, για παράδειγμα, ή οι περιορισμοί στα πλαστικά μίας χρήσης. Αλλες δράσεις είναι, λέει (και τεκμηριώνει), πολύ πιο ουσιαστικές. Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι το καλύτερο πράγμα που μπορεί να κάνει κανείς σήμερα για να κάνει τον κόσμο καλύτερο, είναι απλά το να να δίνει όσο περισσότερα χρήματα μπορεί στις καλύτερες και πιο επιδραστικές ΜΚΟ του κόσμου (ειδικά για θέματα υψηλής προτεραιότητας, όπως η ανάπτυξη μορφών καθαρής ενέργειας και η αντιμετώπιση της φτώχειας). Αυτοί είναι οι οργανισμοί που ξέρουν τα προβλήματα, έχουν εμπειρία στο πεδίο και ξέρουν πώς να βοηθούν με τον σωστό τρόπο και με αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία. Οπότε το καλύτερο πράγμα που έχουμε να κάνουμε είναι να τους δίνουμε τους πόρους που χρειάζονται για να κάνουν τη δουλειά τους.
Πράγμα που, βέβαια, επίσης πολλοί πιστοί του κινήματος τραβάνε ως ιδέα στα άκρα, υιοθετώντας την ακραία στάση ότι η πιο υπεύθυνη στάση του σύγχρονου πολίτη είναι να βγάλει όσο περισσότερα χρήματα μπορεί μέσα στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κοινωνίας, για να τα δώσει στις επιδραστικές ΜΚΟ ώστε να λύσουν τα προβλήματα. Αλλά, βεβαίως, η κεντρική ιδέα του βιβλίου δεν λέει αυτό ακριβώς.
Εδώ αξίζει μία παρένθεση, παρεμπιπτόντως, για να σας επισημάνω δύο πράγματα:
Πρώτον, πρόσφατα στο Netflix ανέβηκε μία καινούργια ταινία μικρού μήκους του σκηνοθέτη Γουες Αντερσον, βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα του Ρόαλντ Νταλ «Η Υπέροχη Ιστορία Του Χένρι Σούγκαρ». Εχει μεγάλη σχέση με όσα συζητάμε σήμερα εδώ. Αν και η ιστορία γράφτηκε το 1977, ο πρωταγωνιστής μπορεί να θεωρηθεί ως ένας πρώιμος πιστός του «αποτελεσματικού αλτρουισμού». Αξίζει να τη δείτε.
Δεύτερον, πολλοί διάσημοι και πλούσιοι χρησιμοποιούν εξαγγελίες και χειρονομίες φιλανθρωπίας ως εργαλεία PR για τον εξωραϊσμό της δημόσιας εικόνας τους. Αλλά αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα, για άλλο γράμμα. Κλείνει η παρένθεση.
Τι γίνεται όμως αν δεν μας περισσεύουν δισεκατομμύρια, εκατομμύρια ή και χιλιάδες για να στηρίξουμε τις καλύτερες ΜΚΟ του πλανήτη; Υπάρχουν ακόμα τρία σημαντικά πράγματα που μπορούν να κάνουν οι μεμονωμένοι πολίτες για να αλλάξουν τον κόσμο, γράφει ο Μακάσκιλ: ο πολιτικός ακτιβισμός, η διάχυση καλών ιδεών και η τεκνοποίηση. Για τον ακτιβισμό και τη συμμετοχή στις εκλογές υποστηρίζει ότι, αν και η πιθανότητα μία ψήφος να κάνει διαφορά είναι πολύ μικρή, η διαφορά αυτή είναι τόσο σημαντική που αξίζει τον κόπο, οπότε όλες και όλοι πρέπει οπωσδήποτε να ψηφίζουμε και γενικά να συμμετέχουμε στην πολιτική και να επηρεάζουμε όσο περισσότερο μπορούμε. Πρέπει, επίσης, να μην είμαστε παθητικοί δέκτες πληροφορίας αλλά να υποστηρίζουμε και να επικοινωνούμε ιδέες και στάσεις όσο μπορούμε. Οχι μόνο να διαβάζουμε – να γράφουμε κιόλας. Και για την τεκνοποίηση; Εκεί η στάση του μοιάζει παράδοξη, δεδομένου ότι τονίζει σε κάθε ευκαιρία (όπως και ολόκληρο το κίνημα) το μέγεθος του κινδύνου της κλιματικής αλλαγής για το μέλλον της ανθρωπότητας. Λίγα πράγματα προκαλούν σε βάθος χρόνου μεγαλύτερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα από ό,τι ακόμα περισσότεροι καινούργιοι άνθρωποι. Το επιχείρημά του έχει ενδιαφέρον, όμως: οι νέοι άνθρωποι, με τις ιδέες, τη δημιουργικότητα, την παραγωγικότητα και την καινοτομία που εισάγουν είναι απαραίτητοι, καθώς είναι οι μόνοι που θα μπορέσουν να βρουν και τις λύσεις στα μεγάλα προβλήματα που θα μας οδηγήσουν σε ένα καλύτερο, πιο ευτυχισμένο μέλλον.
Οπως κι αν το ορίζει κανείς αυτό.
Το βιβλίο κυκλοφορεί στα αγγλικά.
λίγο περισσότερο διάβασμα για το θέμα
Ενα επιμελημένο απόσπασμα του βιβλίου στους New York Times. Περιέχει μια ενδιαφέρουσα διανοητική άσκηση που μου έκανε εντύπωση στο βιβλίο: φανταστείτε, λέει, ότι ζείτε όλες τις ζωές όλων των ανθρώπων που έχουν ζήσει ποτέ, διαδοχικά, τη μία μετά την άλλη. Ξεκινάτε 300.000 χρόνια πριν, κάπου στην Αφρική, ζείτε τη ζωή του «πρώτου» ανθρώπου και μετά τη ζωή του δεύτερου, και μετά του τρίτου, και ούτω καθεξής. Συνολικά ζείτε περίπου 100 δισεκατομμύρια ζωές, μέχρι να φτάσετε στον άνθρωπο που μόλις γεννήθηκε, τώρα, καθώς διαβάζει αυτή την παράγραφο. Ολες οι ζωές μαζί έχουν διαρκέσει περίπου 4 τρισεκατομμύρια χρόνια. Από αυτά, περάσατε 1,5 δισεκατομμύριο χρόνια κάνοντας σεξ και 250 εκατομμύρια χρόνια γεννώντας παιδιά. Το 20% της ζωής σας το περάσατε ανατρέφοντας τα παιδιά σας και το 1% άρρωστος από ελονοσία ή ευλογιά. Tο 10% της ζωής σας ήσασταν ιδιοκτήτης σκλάβων. Για άλλο τόσο, ήσασταν σκλάβος. Περάσατε 150 χρόνια στο Διάστημα και μία εβδομάδα στο φεγγάρι. Το 15% της ζωής σας αποτελείται από τις ζωές των ανθρώπων που είναι ζωντανοί σήμερα. Κι αν η ζωή σας περιλαμβάνει και τις ζωές όλων των ανθρώπων που δεν έχουν γεννηθεί ακόμα; Αν θεωρήσουμε ότι ο Homo Sapiens θα υπάρξει για όσο υπάρχουν τα περισσότερα θηλαστικά (ένα εκατομμύριο χρόνια), ακόμα κι αν ο πληθυσμός μας μειωθεί, τότε το 99,5% της ζωής σας είναι ακόμη μπροστά σας.
Ακόμα διαβάστε:
- Μια θετική κριτική του βιβλίου από τον Guardian.
- Ενα αναλυτικό και ζυγισμένο αφιέρωμα στον Γουίλιαμ Μακάσκιλ από τον New Yorker.
- Μια περιγραφή του «μακροπροθεσμισμού» από τον Economist
- Μια πιο κριτική προσέγγιση στον «μακροπροθεσμισμό» από τον Guardian.
- Αλλη μια κριτική προσέγγιση, στον New Scientist.
- Κι εδώ το πάνε ακόμα παραπέρα, χαρακτηρίζοντας τα όλες αυτές τις τάσεις «τοξικές» – στο Current Affairs.
- Περισσότερη ανάλυση για τον «αποτελεσματικό αλτρουισμό» και τον «μακροπροθεσμισμό» από το Vox.
Πιο εξειδικευμένα βιβλία και άρθρα για μερικούς από τους κινδύνους που απειλούν την ανθρωπότητα στο μέλλον
Για το ότι η πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας έχει ήδη επιβραδυνθεί δραματικά – Μάικλ Μπάσκαρ: Human Frontiers (έχω γράψει γι’ αυτό εδώ).
Για τους κινδύνους από την τεχνητή νοημοσύνη – Μαξ Τέγκμαρ: Life 3.0 και Στιούαρτ Ράσελ: Human Compatible (έχω γράψει και γι’ αυτά εδώ – παρεμπιπτόντως, την εικονογράφηση του σημερινού νιουζλέτερ, την πρώτη εικόνα πάνω πάνω, την ανέλαβε ένα εργαλείο ΑΙ της εταιρείας Adobe, που απλά και αυτόματα μου έβγαλε την εικόνα όταν πληκτρολόγησα σε λέξεις τι ήθελα να μου φτιάξει).
Για την κλιματική αλλαγή – Γκρέτα Τούνμπεργκ: The Climate Book και Ντέιβιντ Γουάλας Γουέλς: Ακατοίκητη Γη (έχω γράψει για το δεύτερο και για άλλα εδώ – μια συνέντευξη του συγγραφέα εδώ).
το άρθρο της εβδομάδας
Το περασμένο Σάββατο σας έγραψα για την επίσκεψή μου στο νότιο Eβρο, λίγες εβδομάδες μετά τη μεγαλύτερη πυρκαγιά στην ελληνική Ιστορία. Ηταν μια δύσκολη εμπειρία το να οδηγείς για μία ώρα στον επαρχιακό δρόμο, χωρίς να υπάρχει ψυχή, με τα πάντα γύρω σου μαύρα και νεκρά.
Μπορείτε να δείτε περισσότερες εικόνες και σκέψεις από το ταξίδι στον Εβρο εκεί, όλη τη διαδρομή στον «δρόμο της κατάθλιψης» εκεί, και τα αντίστοιχα συμπεράσματα από όσα είδα στη Θεσσαλία λίγες ημέρες μετά τον «Daniel» εκεί.