Πρώτο story: Ενα τεράστιο πλήθος που χοροπηδάει κοντά σε μια πίστα. Τοποθεσία: Αποθήκη (;), στάδιο (;) στις Βρυξέλλες. Δεύτερο story: Τα πρόσωπα των φίλων μου υπερβολικά γυαλιστερά μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Πίνω τσάι και κατασκοπεύω τα πάρτι των άλλων, χωρίς να χρειάζεται να βγω πραγματικά στη νύχτα. Η συνηθισμένη μου κακεντρέχεια (καλά, δεν βαρέθηκαν;) και μιζέρια (τι ώρα είναι αυτή;) έχει δώσει τη θέση της στην ανησυχία/παράνοια.
Για παράδειγμα, το συγκεκριμένο μού φάνηκε μεγάλη απερισκεψία, γιατί ήταν μία μέρα ημετά την τρομοκρατική επίθεση στο Βέλγιο, στον δρόμο όπου σκοτώθηκαν δύο και τραυματίστηκε ένας. Φθινόπωρο του ’15 δεν έγινε το Μπατακλάν; Κι εκείνος ο παλαβός που ’χε «χτυπήσει» κοντά στα Χριστούγεννα το πλήθος μιας πλατείας (;) στο Βερολίνο;
Τέτοια σκεφτόμουν και ενοχλούμουν που ξαφνικά το να χτυπιέσαι σ’ ένα τεράστιο κλαμπ κάπου στη Βόρεια Ευρώπη λάμβανε μία σαφή πολιτική διάσταση μπροστά στα μάτια μου. Κάτι σαν άρνηση του φόβου. Η επιθυμία να ενωθείς με μια τεράστια ομάδα ως άσκηση προσωπικής ελευθερίας, να κάνεις όπως σου ’ρθει, να ταΐσεις τις επιθυμίες σου και να νιώσεις όλ’ αυτά που υποτίθεται πως νιώθουν όσοι προτίθενται να περιμένουν στις ουρές νύχτες με χιονόνερο, για να μπουν να χορέψουν.
Υποτίθεται πως στα πάρτι δημιουργούνται κοινότητες υποστήριξης και φροντίδας, ο ένας προσέχει τον άλλον, τα σώματα κινούνται ελεύθερα, χωρίς τις καταπιέσεις της ζωής στην επιφάνεια. Στα υπόγεια, τα παρατημένα εργοστάσια, τα γήπεδα και τα εμβληματικά κλαμπ ο καθένας κάνει ό,τι τού κατέβει. Καταπιεσμένη νεολαία από τον κόσμο όλο συγκεντρώνεται στα μεγάλα μουσικά γεγονότα και χτυπιέται. Μερικές φορές γίνονται και κτηνωδίες (βιασμοί, παρενοχλήσεις), αλλά αυτή είναι η ανθρώπινη φύση κι όταν αφήνεται ελεύθερη αφήνεται ελεύθερη.
Τα πάρτι κοινοτήτων κι ομάδων που ιστορικά ζούσαν στο περιθώριο πάντα είχαν πολιτική χροιά. Ηταν μέρη όπου μπορούσες, υποτίθεται, να είσαι ο εαυτός σου, να ξεχάσεις όσα σου μάθανε στη χώρα ή την πόλη καταγωγής σου και να μπλέξεις με το διεθνές ανώνυμο πλήθος της μητρόπολης. Να διερευνήσεις τη σεξουαλικότητά σου, να μαζέψεις εμπειρίες (ακόμη κι αν δεν τις θυμάσαι την άλλη μέρα) και γενικώς να νιώσεις χαρά κι ελευθερία και ότι είσαι νεός/νέα.
Στο σημείο αυτό να ξεκαθαρίσω ότι όχι απλώς κοιμάμαι την ώρα που ξεκινούν τα περισσότερα πάρτι, αλλά τα σιχαίνομαι κιόλας. Οταν γνωστοί μου μού λένε για το πολιτικό βάθος του Σαββατοκύριακού τους και για το πόσο απελευθερωτικά ήταν στο κλαμπ όπου ενώθηκαν με τους ομοίους τους και όρισαν αυτοί οι ίδιοι τα σώματά τους πέρα από τις πιέσεις της καθημερινότητας, νιώθω ότι ακούω κάτι πλαστό.
Τι αντικομφορμιστικό έχει να γυμνάζεσαι και να ντύνεσαι όπως οι άλλοι, για να μπαίνεις στις μεγάλες αίθουσες της παγκόσμιας διασκέδασης; Ποια σώματα είναι ευπρόσδεκτα στην πίστα του χορού; Από τη λίγη εμπειρία μου: τα πιο μυώδη και στεγνά, αυτά που βρίσκονται πάντα και παντού στην κορυφή της ιεραρχίας. Πόσο «εκτός ρεύματος» βγαίνεις τάχα συμμετέχοντας σε μουσικά γεγονότα που στηρίζουν ολόκληρες βιομηχανίες, από εταιρείες παραγωγής της συναυλίας μέχρι ρουχάδικα που πουλάνε το ντύσιμο που θα σου επιτρέψει την είσοδο στη σφαίρα του κουλ; Πόσο «εναλλακτικό» είναι να παίρνεις το αεροπλάνο και να παρτάρεις σε περιοχές εμφανώς φτωχότερες από το μέρος όπου ζεις (στη Γεωργία, στο Μεξικό, το Κίεβο μέχρι πρότινος) και να καταναλώνεις ουσίες που χρηματοδοτούν σφαγές και μακελειά;
Ομως, και πάλι, οι άνθρωποι που πάνε στα πάρτι νιώθουν πως συμμετέχουν σε κάτι σημαντικό, γίνονται μέρη μίας κοινότητας, βρίσκουν πράγματα για τους εαυτούς τους όταν η μουσική δεν επιτρέπει καμία απολύτως σκέψη. Και προφανώς οι πίστες είναι πεδία άσκησης πολιτικής. Η ελευθερία να κάνεις το σώμα σου ό,τι θέλεις είναι στον πυρήνα πολλών ιδεών για το τι πραγματικά σημαίνει ελεύθερη ζωή. Οσο κι αν σιχαίνομαι τις εκφάνσεις της ελευθερίας που είναι μαζικές και υπερβολικά βολικές για τις βιομηχανίες της νύχτας, δύσκολα θα αρνιόμουν πως τα πάρτι είναι στιγμές ελευθερίας/αυτογνωσίας, μάλιστα μπορεί να μάθεις ιδιαίτερα ενοχλητικά πράγματα για εσένα και την παρέα σου.
Αυτό είναι ένα από τα θέματα του πρόσφατου βρετανικού δράματος How To Have Sex (Molly M. Walker), όπου μια παρέα εφήβων από τη Βρετανία πάνε στην Κρήτη για να παρτάρουν σαν να μην υπάρχει αύριο και καταλήγουν ν’ ανακαλύπτουν (γλυκόπικρα και μελαγχολικά, ανάμεσα σε ποσότητες φαγητού/ποτού/τσιγάρων που αντέχεις να καταναλώσεις μόνον πριν από τα 25) πτυχές του εαυτού τους και του κόσμου γύρω τους. Οι πιέσεις για διασκέδαση όλο το εικοσιτετράωρο («δεν ήρθαμε για να κοιμηθούμε») κι οι χοροί χωρίς τέλος σηματοδοτούν το ψάξιμο μίας ενηλικίωσης μέσα από την ελευθερία, κι η ελευθερία έχει σκοτεινές πλευρές που η ταινία τις αφήνει να φανούν αποφεύγοντας διαρκώς και απολύτως πειστικά τα αχρείαστα δράματα.
Τα σώματα των έφηβων κοριτσιών της ταινίας είναι προφανή πεδία άσκησης πολιτικής. Προστατευμένα μέσα σε μία κοινότητα αλληλουποστήριξης και φροντίδας, απροστάτευτα έξω από την αγκαλιά της παρέας. Η πρωταγωνίστρια χορεύει μόνη μες στο ανώνυμο πλήθος και νιώθει τόσο μελαγχολική, δυστυχισμένη, κουλ, ευτυχισμένη, ελεύθερη, όμορφη και κακάσχημη όσο οφείλει να νιώθει κανείς στην εφηβεία. Φυσικά, η ταινία υπονοεί και όλες τις ιεραρχήσεις των σωμάτων. Ενα λιπόθυμο αγόρι στο μπαρ είναι απλώς μεθυσμένο, ένα κορίτσι είναι μια πρόσκληση για ξεφτίλα και κακομεταχείριση (από αγόρια και κορίτσια).
Στα μεγάλα κλαμπ, στους τόπους διασκέδασης, στις πίστες και τις αίθουσες χορού, κερδοφόρες βιομηχανίες πωλούν ελευθερία, καταστροφή, έρωτες και διάλυση, παιχνίδια ενηλικίωσης, περάσματα. Αυτό που κάνουν όλοι μαζικά σ’ ένα Σαββατοκύριακο πουλιέται ως εναλλακτικό και πείθει λόγω του πλήθους των προσφερόμενων εμπειριών και, επειδή για τον καθέναν είναι κάτι εντελώς μοναδικό, μία εντελώς δική του συνθήκη. Μέσα σε μία σκοτεινή αίθουσα, σιωπηλός και κινούμενος, μπορείς να είσαι οτιδήποτε. Η σκέψη είναι τρομακτική.
Στον βαρύ χειμώνα που ξεκινάει, οι πλατείες και τα στάδια θα αστυνομοκρατούνται. Οι Αρχές θα προστατεύουν το δικαίωμα στην ήπια αυτοκαταστροφή σε νεαρή ηλικία και, όσο κι αν μας αρέσει ή όχι, το ανώνυμο πλήθος των μεγάλων κλαμπ στις μεγάλες μητροπόλεις θα λέει κάτι για την ελευθερία του τρόπου ζωής εδώ.