«Να περνάω μια-δυο ώρες κάθε ημέρα τρέχοντας χωρίς να μιλάω σε κανέναν, τέσσερις-πέντε ώρες στο γραφείο» γράφοντας, κανένα πρόβλημα. «Ούτε δύσκολο το βρίσκω ούτε βαρετό». «Είμαι απ’ αυτούς που τους αρέσει να ’ναι μόνοι». Γιατί κάθομαι και διαβάζω κάτι σαν βιβλίο αυτοβοήθειας για μαραθωνοδρόμους/δρομείς/επίδοξους αναζητητές νοήματος γραμμένο από έναν μεγάλο μυθιστοριογράφο;
Θα μπορούσα να είχα αντλήσει έμπνευση για την ήσυχη ανωτερότητα των μοναχικών δρομέων παρακολουθώντας το βλογκ/μπλογκ/λογαριασμό στο insta ενός εκ των χιλιάδων αθλητών του διαδικτύου. Ομως κάθομαι και διαβάζω τα ημερολόγια τρεξίματος του Χαρούκι Μουρακάμι. Ενας λόγος είναι ότι νιώθω λιγότερες τύψεις απ’ ό,τι όταν ξοδεύομαι στα βίντεο που φτιάχνουν οι δρομείς (τα χειροποίητα παραείναι κουνημένα, τα υπερβολικά σκηνοθετημένα απλώς με τρομάζουν, συν ότι φοβάμαι τους σπόνσορες, δεν αργεί να θέλει κανείς ένα ζευγάρι ακριβά αθλητικά που φωσφορίζουν). Αλλος ότι θέλω να κάνω διανοητικό και κάτι εγγενώς μη διανοητικό, την κίνηση.
Τρίτος επειδή πόσο συχνά ένα βιβλίο έχει την κρυφή ελκυστική γλίτσα της αυτοβοήθειας χωρίς να είναι σελφ χελπ-μαλάκωμα του νου, χωρίς τις κλισεδούρικες, διανοητικές ξέρες που αποσκοπούν να κάνουν τους αναγνώστες να νιώσουν ανένοχα εγωιστές κι ανώτεροι; Εδώ έχουμε μια γνήσια προσπάθεια ενός καλού συγγραφέα να καταλάβει. Τι; Τα πάντα και κυρίως τον εαυτό του. Το μυθιστόρημα είναι μία από τις πιο αξιόπιστες-αναξιόπιστες μεθόδους γνώσης του κόσμου, μία τριβή στην αντιφατικότητα των ανθρώπινων κινήτρων και λοιπά και λοιπά, είναι περίεργο που ο μετρ θέλει να περάσει μερικές ώρες την εβδομάδα βάζοντας το ένα πόδι μπροστά απ’ τ’ άλλο;
Διαβάζω το What I Talk About When I Talk About Running (Για τι πράγμα μιλάω όταν μιλάω για τρέξιμο) γιατί είναι απλά απολαυστικό. Είναι φιλοσοφία; Δεν ξέρω. Δοκίμιο; Μπα. Μάλλον σκόρπιες σκέψεις σε μινιμαλιστική αισθητική και ζουμερή, ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Για τον Μουρακάμι το τρέξιμο είναι μεταφορά. Οπως κι η ασθένεια που ήταν για τη Susan Sontag μεταφορά, έτσι κι εδώ, ο πόνος –εδώ από επιλογή– φτιάχνει μια γνώση. Η πλήξη (όπως και στην ασθένεια – αναμονές, υποχρεωτικές ώρες ανάπαυσης), αλλά κι η αίσθηση του τέλους της ζωής δίνουν νόημα – όταν τρέχουμε νιώθουμε έκθετοι στα στοιχεία, ακόμη ακόμη κι ότι θα πεθάνουμε ή πως δεν θα μπορούμε να βαδίζουμε πάντα ή ότι κάτι πάνω μας πραγματικά δεν λειτουργεί, οι πνεύμονες συνήθως ή εκείνο το σπαστικό σημείο κάτω από τα θωρακικά οστά και χαμηλά στην πλάτη.
Ο Μουρακάμι δεν τρελαίνεται να κερδίζει. Σ’ αυτό διαφοροποιείται από άλλο μεγάλο λογοτέχνη/αθλητή, τον D.F. Wallace, που ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου όταν βασάνιζε τους αντιπάλους του στο τένις, ειδικά αν τους προκαλούσε ξεσπάσματα θυμού – σύμφωνα με τον ίδιο. Στο τρέξιμο έχεις να κερδίσεις τον εαυτό σου, έτσι όπως ήταν πριν από το τρέξιμο ή μόλις χθες. Ακούγεται ένα σιχαμένο κλισέ στο στόμα ενός μεγάλου μυθιστοριογράφου κι ίσως εκεί είναι η γοητεία αυτού του βιβλίου –στο ότι οι σκέψεις του Μουρακάμι για το τρέξιμο δεν διαφέρουν και πολύ απ’ αυτές του μέσου ανθρώπου για το τρέξιμο– μοναχικότητα, κρύος αέρας, πόνοι στα πόδια, μία ένεση αυτοπεποίθησης, οικειοθελές ξύλο στον ίδιο σου τον εαυτό.
Πάντως εγώ ξέρω γιατί διαβάζω αυτό το βιβλίο. Σκέφτομαι τον Μουρακάμι να τρέχει μες στην παγωνιά της Βοστώνης, ν’ ακούει ροκ και τζαζ από τ’ ακουστικά (προτιμά ροκ) και μετά να στρώνεται να καταγράψει τις επιδόσεις του. Η ψυχαναγκαστική αναφορά στα χιλιόμετρα και στους χρόνους, η πειθαρχία (τρέχει έξι μέρες την εβδομάδα, όλο τον χρόνο) και η περήφανη άρνηση να μιλήσει για κάμποσες ώρες της ημέρας με άνθρωπο, ναι, φυσικά, είναι το στυλ του ανθρώπου που πουλάει το τζαζ μπαρ του, για να γράψει μυθιστορήματα, το στυλ του ανθρώπου που θα έλεγε πως γράφει, επειδή είναι συγγραφέας. «Βασικά ο συγγραφέας έχει ένα ήσυχο, εσωτερικό κίνητρο, δεν ψάχνει να εξωτερική επικύρωση γι’ αυτό που είναι» λέει κάπου, και έχοντας δει τόσους συγγραφείς να σέρνονται (σερνόμαστε) πίσω από τις σύγχρονες μορφές εξωγενούς ψευτονοηματοδότησης της ύπαρξής τους, θα έλεγα ότι ο Μουρακάμι μιλάει γι’ αυτό το σημείο που είσαι όντως συγγραφέας, γι’ αυτές τις στιγμές μες στη μέρα ή στον χρόνο που έχεις τα πάντα εντελώς γραμμένα εκτός απ’ το γράψιμο, ο υπόλοιπος κόσμος αφανίζεται.
Οπως στο τρέξιμο. Τη μοναχική σπουδή στον οικειοθελή πόνο/αυτοτραυματισμό. Τον πόνο δεν τον αποφεύγεις, λέει, διαλέγεις, όμως, πώς θα του απαντήσεις μόλις σου χτυπήσει την πόρτα. Το βιβλίο το γράφει ενώ ξεκινάει η παρακμή. Εχει περάσει 40 χρονάκια ήδη, κάμποσα γράφοντας και τρέχοντας και έχοντας μια ζηλευτή συγγραφική πορεία, ξέρει τι λέει. Και μετά, φυσικά, μπορεί να δει κανείς εδώ μέσα τις συνδέσεις γράψιμο-τρέξιμο-πόνος. Δεν μιλάω για κανέναν υπαρξιακό πόνο, αλλά για τον κανονικό, σωματικό πόνο μιας δουλειάς στην καρέκλα με την πλάτη και τη μέση κουρέλια.
Οι δρομείς λένε πως τρέχουν με το μυαλό και μάλλον εννοούν πως χρειάζεται κάποιου είδους νοητική προετοιμασία, για να βγεις μες στο κρύο να χτυπηθείς σαν τον ανισόρροπο, ενώ ταυτόχρονα σου σκάνε όλες οι απογοητεύσεις τής μέχρι τώρα ζωής σου συν σωματικοί πόνοι, συν παραπάνω κιλά, μέχρι το σημείο που νιώθεις φουλ ζώο, επειδή φτάνεις ένα εντελώς χημικό χάι από τις ορμόνες της γυμναστικής και ξαφνικά γεμίζεις γενναιοδωρία, συμπόνια και κατανόηση για τους συνανθρώπους σου, ώσπου πεινάς και διψάς και κρυώνεις, και αυτό το συναισθηματικό ρόλερ κόστερ συνεχίζεται, υποθέτω, ώσπου να γίνεις κάποιου είδους βούδας. Ή μπορεί απλά να μη γίνεσαι βούδας ποτέ, αλλά να μαθαίνεις να εκτιμάς το γεγονός πως όντως μπορείς να διανύεις κάποια χιλιόμετρα τρέχοντας. Περίεργο πώς μεγάλο μέρος της ενηλικίωσης είναι να ξαναμαθαίνεις αυτά που έκανες παιδί. Σαν μια πληροφορημένη επιστροφή, το ξανακερδισμένο γέλιο/παιχνίδι/τρέξιμο, η ξανακατακτημένη βαθιά συγκέντρωση.
Αν σκεφτεί κανείς πόσες σελίδες έχουν ξοδευτεί στο σεξ, το φαγητό, στις εκκρίσεις και στο φυσικό τέλος του σώματος, είναι λογικό ένας μυθιστοριογράφος να περνά πολύ χρόνο δουλεύοντας το σώμα του. Ο Μουρακάμι είναι η σπάνια περίπτωση αρρωστημένου νου που γράφει μυθιστορήματα και δεν τρέχει απλώς, πάει στον μαραθώνιο και τα κάνει όλα τόσο καλά και τόσο ήσυχα, με τέτοια σταθερή σιγουριά, που λογικό είναι να του αρέσει να είναι μόνος, αφού τ’ άλλα ανθρώπινα όντα λογικά τον αποφεύγουν για να γλιτώσουν τη σύγκριση και μετά την αναπόφευκτη, σιχαμένη αίσθηση πως η ζωή τους ρίχτηκε στα σκουπίδια.
Γιατί τρέχουν, όμως, τόσοι άνθρωποι; Αν δει κανείς πόσοι δηλώνονται στα διάφορα αθλητικά γεγονότα που περιλαμβάνουν ένα μικρό ταξίδι με τα πόδια (20, 40 χιλιόμετρα, ορειβασίες, τρίαθλο), τα νούμερα είναι εντυπωσιακά. Αλλά και μια βόλτα στα ελάχιστα πάρκα της Αττικής αρκεί. Οπου έχει ζυγούς υπάρχει πάντα η κλασική παρέα κυρίως αγοριών –συχνά και κοριτσιών– που φλεξάρουν μύες. Οπου ο δρόμος κάπως επιτρέπει την άθληση πρωί-βράδυ υπάρχουν άτομα που χτυπιούνται πάνω κάτω.
Ψάχνουν, νομίζω, μια αυτογνωσία που δεν είναι εντελώς φτιαχτή/χημική/κοινωνική. Αυτό που βρίσκεις όταν είσαι όντως κάπου ολομόναχος με το σώμα σου, στη σιωπή ή μες στον θόρυβο ενός τραγουδιού στ’ ακουστικά. Κι ακόμη, αυτός ο διαλογισμός της αδιάκοπης πλήξης, αυτή η μονότονη επανάληψη της ίδιας κίνησης, η χαρά του σωματικού βασανιστηρίου. Ολ’ αυτά χαϊδεύουν πολύ βαθιές, πνευματικές, μας ανάγκες.
Σ’ αυτό το ξέφωτο των αποστάσεων τόσοι άνθρωποι κάνουν κάτι υγιεινό που πολλοί δεν θα το θεωρούσαν ακριβώς «υγιές» (βλέπε υπερμαραθωνοδρόμους, τρίαθλα και άλλες αγριότητες). Κάτι που πάει κόντρα σε χίλια δυο θεμελιώδη συστατικά της ζωής μας τώρα – μόνιμη διασκέδαση (ακόμη και στο επάγγελμα δήθεν), ταχύτητα, ακαριαία ικανοποίηση στόχων και αναγκών, ασφάλεια, διαρκής διαθεσιμότητα. Ψάχνουν κάτι κυκλώνοντας τα ίδια δέντρα δέκα – είκοσι φορές, το ίδιο γήπεδο, το ίδιο βουνό, τους ίδιους δρόμους. Μπορεί να μαθαίνουν κάτι για τους ίδιους και για τον κόσμο μέσα σ’ αυτήν την εξουθενωτική μονοτονία. Σίγουρα μαθαίνουν.