Στο Λονδίνο, το Λος Άντζελες, στα κέντρα των μεγάλων πόλεων χάνει κανείς πλήρως την επαφή με τον ουρανό. Μάλιστα από μακριά φαίνεται η φωτορύπανση σαν μία ονειρική αχλή που σκεπάζει τις πόλεις που ποτέ δεν κοιμούνται. Η αγαπημένη μου ώρα, όταν έχει δύσει ο ήλιος, αλλά δεν έχουν ανάψει ακόμη τα φώτα, ερχόταν όλο και νωρίτερα κοντά στα Χριστούγεννα και σκεφτόμουν πώς τη νύχτα πριν και μετά τη γιορτή κάπως όλα σταματάνε. Ακινητούν. Αν τύχεις κάπου με χιόνι ή αληθινή παγωνιά, η αίσθηση πως όλα είναι πιασμένα σε μία επιβράδυνση, είναι ακόμη εντονότερη. Το χιόνι ή το αληθινά τσουχτερό κρύο κάνουν τα πράγματα συμπαγή.
Η αίσθησή μου ήταν φτιαχτή, μια σκόπιμη περιπλάνηση στην ερημιά των δρόμων χωρίς κόσμο-στους δρόμους με μαγαζιά επικρατούσε η απόλυτη φρενίτιδα. Την έφτιαξα μ’ ένα μακρύ αναγνωστικό απόγευμα. Χρησιμοποίησα τις σιωπές και τις παύσεις του Jon Fosse-το φετινό Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Η φαντασίωσή μου ότι στο σκοτάδι τα πράγματα ηρεμούν δεν έχει απολύτως καμία επιστημονική βάση. Η ζωή εντόμων, γατών, σκύλων, βατράχων, νυχτερίδων και πτηνών ξετυλίγεται κάπου μεταξύ σούρουπου και ξημερώματος. Οι σπηλιές, τα σκιερά δάση, οι ερειπωμένες εκκλησίες είναι γεμάτες ζωή. Ολόκληρα οικοσυστήματα κάτω από φύλλα, σε σκοτεινά περάσματα και σκιώδεις γούβες.
Μηνύματα που εκπέμπονται μ’ ένα σύρσιμο και συλλαμβάνονται με προηγμένα συστήματα ηχοεντοπισμού. Μυρωδιές γεμάτες μηνύματα που απευθύνονται στον πολύπλοκο συναισθηματικό κόσμο των σκύλων και αποστέλλονται με μεγαλύτερη επιτυχία το σούρουπο. Τρομακτικά μάτια με ζελατινώδη υφή που ανοίγουν διάπλατα μες στο σκοτάδι. Χεράκια που απλώνουν τις μεμβράνες τους, νυχάκια που γραπώνουν, κεραίες που τρίβονται, πνεύματα, νεράιδες, λεπτά, διαφανή φτερά εντόμων-όλα βγαίνουν τη νύχτα.
Στο έργο του The Darkness Manifesto, Why the World Needs The Night, ένας ερευνητής του σκοταδιού, ειδικός των νυχτερίδων, ο δρ. Johan Eklöf (Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης), κατασκηνώνει σε σκοτεινές φυλλώδεις όχθες και κλειστές εκκλησίες της Σκανδιναβίας και, άλλοτε με ποιητικότητα άλλοτε με σκέτη οικολογική αγωνία, στρέφει την προσοχή στο σκοτάδι που παράγει ζωή.
Η νύχτα είναι ώρα αιχμής για πολλούς οργανισμούς. Εάν αποπροσανατολιστούν, ενδέχεται να μην διεκπεραιώσουν τους βραδινούς τους στόχους. Ανάμεσα σ’ αυτούς μπορεί να είναι και η γονιμοποίηση. Μικρά έντομα μεγαλώνουν ανάλογα με το φως και την έλλειψή του, το σκοτάδι είναι ο μόνος τρόπος που έχουν για να προσανατολίζονται στο χώρο και το χρόνο. Άκυρες λάμψεις και ήχοι αρκούν να τα μπερδέψουν.
Ούτε που ξέρει από ουρανό ο κάτοικός των μεγάλων πόλεων που ίσως δυσκολεύεται να κοιμηθεί κι ο ίδιος (ο Eklöf λέει πως έχουμε μέσα μας ένα ρολόι που ρυθμίζεται κι απορρυθμίζεται). Ούτε που φαντάζεται πώς είναι η έναστρη νύχτα, με τους σκιερούς ήχους των εντόμων και των πτηνών, με τις σιωπές να διακόπτονται μόνο από κουκουβάγιες και γρύλους, ώσπου πάει λίγες μέρες κάμπινγκ σε κάποιο ξερονήσι.
Αλλά κι εκεί πώς να συνδεθεί με τη νύχτα, αφού οι ίδιοι νευρωτικοί τύποι που υπερφωτίζουν τις πόλεις καταφεύγουν στο νησί για καλοκαίρι και με την ίδια νεύρωση επιδιώκουν να ηρεμήσουν; Όσο για τα κάμπινγκ (που προφανώς μισώ) δεν υπάρχει χειρότερο απ’ το να ψάχνεις γαλήνη ενώ άλλοι στραπατσαρισμένοι άνθρωποι παράγουν την άθλια μουσική τους. Λυπάμαι τις κουκουβάγιες με τα κεφάλια σαν δορυφορικά πιάτα: φαντάσου ν’ ακούς δυνατά μέσα στο περιβάλλον σου το ταμπούρλο του κουλ κατασκηνωτή που χορεύει γύρω απ’ τη φωτιά για να σαγηνεύσει τα θηλυκά της παραλίας-τρόμος.
Παραμερίζουμε το σκοτάδι. Το σπρώχνουμε εκτός. Τα φώτα στα γραφεία μας μένουν ανοιχτά ως αργά ή και όλη τη νύχτα, ακόμη και πριν τον ύπνο χαζεύουμε οθόνες (απορρυθμίζοντας το καημένο ρολόι που ψάχνει τον ρυθμό του), ενώ τα πλάσματα της νύχτας είναι στον πολιτισμό μας συνδεδεμένα με τους φόβους μας. Από τον πίνακα του Francisco de Goya με τον κοιμισμένο άντρα μαθαίνουμε, κατά τον Eklöf, πως η «νύχτα είναι ένας ξένος τόπος», γάτες, νυχτερίδες και κουκουβάγιες υποδηλώνουν το ονειρικό κι αλλόκοσμο στον πίνακα, ενώ αμέτρητα έργα κι εκφάνσεις του πολιτισμού μας καταφεύγουν σε κουκουβάγιες, σμήνη νυχτερίδων κι ακρίδες για να υποδηλώσουν μια επικείμενη συμφορά.
Τυλιγμένοι με σκοτάδι και σιωπές διάφοροι συγγραφείς έχουν κάνει το μεγάλο ταξίδι από τα ρηχά της σκέψης στο κουκούτσι της ζωής. Οι σκέψεις τους είναι σαν τραίνα στην ερημιά απέραντων εκτάσεων, ένα βέλος φωτός που διασχίζει γρήγορα την ησυχία και την ατέλειωτη νύχτα που περιβάλλει-παρά τις προσπάθειες μας να το κρύψουμε-τη συνθήκη της ζωής μας. Έτσι σκέφτομαι τον Jon Fosse, έναν καλλιτέχνη της σιωπής, του κενού και του σκοταδιού. Κι αυθαιρετώ μάλλον, αλλά πιστεύω πως έχω μπροστά μου μια απ’ τις άπειρες συγκλήσεις επιστήμης και λογοτεχνίας.
Ο δρ. Eklof, Σουηδός, ειδικός στις νυχτερίδες, μάς λέει πως η ζωή είναι στο σκοτάδι, πως πρέπει να φυλάξουμε τις νύχτες, να αγκαλιάσουμε τους μεγάλους χειμώνες. Ν’ αφήνουμε τη φύση να ησυχάζει, να έχει το ρυθμό της, χωρίς, φυσικά, να γυρίσουμε (ανήκουστο) σε εποχές ρύθμισης της ανθρώπινης δραστηριότητας γύρω απ’ το φυσικό φως. Τι ψάχνει ο Eklöf ακίνητος και σιωπηλός στα δάση πριν ξημερώσει;
Αυτό που ίσως ξέρει ο Jon Fosse, Νορβηγός, λογοτέχνης και όχι επιστήμονας. Λέει κάπου στο Σκηνές Από Μία Παιδική Ηλικία (Scenes From A Childhood): «συμφωνώ πάντα μ’ αυτούς που διαφωνούν. Καταλαβαίνω ότι ορισμένα από τα πράγματα μέγιστης σημασίας λείπουν απ’ τη ζωή μας». Έχουν εκτοπιστεί κάπου έξω απ’ το κάδρο. Εκεί δείχνει ο Fosse με τα κενά και τις σιωπές του και μετά τους κατακλυσμούς λέξεων χωρίς τελεία.
Μήπως χρήσιμα μηνύματα και γνώσεις βρίσκονται στα σκοτάδια και τις σιωπές που πασχίζουμε να σπρώξουμε εκτός του χειμώνα με τα φώτα, τη φασαρία των γιορτών και όλη την ψυχαναγκαστική τους εξωστρέφεια; Και μήπως υπάρχει κάτι στις μεγάλες νύχτες, στις σκοτεινές μέρες, στο χειμώνα γενικώς που μπορεί να το βρει κανείς μόνο αν συνδεθεί πραγματικά με τη σιωπή και τις μεγάλες παύσεις, το χώρο που ανοίγουν τα σπουδαία έργα;
Είμαστε μέσα στο χείλος της οικολογικής κατάρρευσης αλλά δεν έχουμε αλλάξει τον αισχρά ενεργοβόρο τρόπο εορτασμού των Χριστουγέννων. Και παράλληλα απομακρυνόμαστε-είναι πια μια μάλλον αδιανόητη συνθήκη για όσους δεν θρησκεύουν- από τη σύνδεση της γιορτής με τον αυτοπεριορισμό. Μέσα στα χείλος του γκρεμού κερνάμε φασαρία, άγχος, σύγχυση κι αφανισμό πουλιά, νυχτερίδες, σκύλους και ακρίδες. Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς θα τα τρομοκρατήσουμε πάλι όσο πιο καλά μπορούμε τα πλάσματα-συμβίους μας. Αρκεί να εξωτερικεύσουμε αυτό το πράγμα μέσα μας που μάς πιέζει και που δεν κάνει να το δούμε, αυτό που συμβολοποιούμε με πτηνά κι ανθρωπόμορφες νυχτερίδες στους πίνακες του Ιερώνυμου Μπος.