«Επιθυμώ» (ναι, έτσι λέει, επιθυμώ) «γυναίκα συγκάτοικο χωρίς να πληρώνει ενοίκιο, μοναδική υποχρέωση να καθαρίζει το σπίτι και να μαγειρεύει». «Ψάχνω συγκάτοικο, μπορώ να διαθέσω έως 300 ευρώ, είμαι ακόμη στη Γερμανία, αλλά θέλω να γυρίσω στην Ελλάδα» (δημοσιευμένο σε ελληνόφωνη ιστοσελίδα αναζήτησης συγκατοίκου τις ημέρες των γιορτών).
Αυτό το νιουζλέτερ οφείλει πολλά στις ελληνόφωνες σελίδες αναζήτησης συγκατοίκου στα κοινωνικά δίκτυα και στις εφαρμογές με ανάλογο περιεχόμενο. Επίσης περιλαμβάνει τα αυθαίρετα και υπερβολικά σχόλιά μου. Ομως δεν είναι προϊόν μυθοπλασίας, αν και προορίζεται για μια πικρή διασκέδαση, όπως πολλά μυθοπλαστικά κείμενα με πολιτικοκοινωνικές αναφορές. Θέλω να πω, οι αναρτήσεις που αναφέρω είναι αληθινές –ελάχιστα πειραγμένες για λόγους ευπρέπειας–, από αληθινές σελίδες αναζήτησης συγκατοίκου.
«Φτωχοί, σας λυπάμαι όλους», άκουσα τις προάλλες στο θέατρο (στην παράσταση Extinction του Julien Gosselin, βασισμένη σε κείμενα των Bernhard, Schnitzler και Hugo Von Hofmannsthal). Μου ήρθε στον νου χαζεύοντας τις σελίδες αναζήτησης συγκατοίκου. Δεν το λέω αφ’ υψηλού – ούτε στο θεατρικό έργο εκστομιζόταν αφ’ υψηλού, κάθε άλλο, από τα κάτω λεγόταν, από μια ξεπεσμένη κοπέλα. Μια τέτοια βδελυρή αίσθηση ένιωθα όποτε έμπαινα σε σελίδες ή εφαρμογές αναζήτησης συγκατοίκου στο παρελθόν (τώρα δεν ψάχνω πια).
Είναι αυτή η αίσθηση της κακιάς φεϊσμπουκικής σελίδας όπου φύεται αυτός ο ιδιαίτερος τύπος που οριακά παρενοχλεί κραδαίνοντας το όπλο της ιδιοκτησίας του, τους πανεπιστημιακούς τίτλους του, τα βιβλία που έχει γράψει ή απλώς σκέτη την αγένεια και τη χοντράδα του. Αυτός ο γλιτσιασμένος ανθρωπότυπος-χρήστης του Διαδικτύου που στην πρώτη απόρριψη θα σε βγάλει «τρελή» και «νούμερο». Ε, αυτός βάζει και αγγελία στις ιστοσελίδες αναζήτησης συγκατοίκου στα ελληνικά. Να δούμε λίγο το πλαίσιο: ακριβά ενοίκια, υψηλά προσωπικά έξοδα, ακριβή ενέργεια, η μονίμως επικρεμάμενη απειλή της κατρακύλας στο ναρκωτικό τοστ-της μαμάς-στο-κρεβάτι (αυτό στα 30φεύγα), και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, χαμηλοί μισθοί κι από πάνω, εκεί πάνω ακριβώς, γιατί εκεί πατάει, φυτρώνει ο τύπος που θα πει δημοσίως και ανώνυμα: εγώ βάζω το σπίτι, βάζεις την παρέα;
«Ψάχνω κοπέλα να με βοηθάει με το σπίτι, θα έχει δικό της δωμάτιο» (!) «το ενοίκιο θα το συνεννοηθούμε μεταξύ μας». Σίγουρα δεν αηδιάζω μόνο εγώ μ’ αυτή την αλλόκοτη εμπλοκή οικονομικής συναλλαγής, προσωπικού οφέλους και άσκησης εξουσίας βάσει ιδιοκτησίας. Να μην παρεξηγηθώ, υπάρχουν νόμιμες και κοινωνικώς αποδεκτές μορφές ν’ απολαύσεις την ιδιοκτησία σου. Λέγεται εκμισθώνω το ακίνητό μου ή το πουλάω. Αυτό εδώ παραπέμπει στη σεξεργασία, αλλά χωρίς να είναι τέτοια, βασικά παραπέμπει σε μια μόνιμη σκλαβιά, σεξουαλική υποταγή και λίγο οικιακά. Σαν βαθιά αποτυχημένος γάμος άλλων εποχών, σαν κακοποιητική σχέση στο σήμερα. Πάλι, να μην παρεξηγηθώ, καλή κι η σεξεργασία, καλός κι ο γάμος, υπέροχα το Τίντερ, το OKCupid (σελίδες αναζήτησης ραντεβού) και όποιος άλλος τρόπος χρησιμοποιείται από τον καθέναν/την καθεμία για να βγει με παρέα και ενδεχομένως να κάνει σεξ. Στο σάιτ αναζήτησης συγκατοίκου, όμως, τι δουλειά έχουν αυτά τα τρολ;
Είναι τεράστια αγωνία να ψάχνεις κάπου να μείνεις. Εχουν κάτι βρωμερό –σε αυτό αναφερόμουν πριν– η τόση προσπάθεια, ο κόπος, το σύρσιμο στα διαδικτυακά κανάλια, για να βρεις να καλύψεις μια απολύτως στοιχειώδη ανάγκη, τη στέγη. Κι όσο δεν καλύπτεται τόσο εξαθλιώνεσαι μέσα σου, ενώ δεν θα έπρεπε. Αγχώνεσαι, επανεξετάζεις τη ζωή σου, ξεφυσάς, νιώθεις – είσαι ευάλωτη. Ετσι μπαίνεις στις ιστοσελίδες να απευθυνθείς στη μεγάλη αγορά αγνώστων. Εκεί έχει ευπρεπείς, φαινομενικά φυσιολογικούς ανθρώπους που ψάχνουν. Και μετά έχει κι όλους αυτούς τους ντοστογιεφσκικούς χαρακτήρες που ψάχνουν κοπέλα να την κεράσουν ένα δωματιάκι-υπογειάκι με άθλια επιπλάκια, μεταχειρισμένα και ξεσκισμένα, σκοτάδι, εργασία, ελλιπή θέρμανση κι ίσως κάποια ταπετσαρία-κουρέλι στους τοίχους για να ολοκληρωθεί το σκηνικό του 19ου αιώνα. Κι υπάρχει κάτι αισχρό σε όλο αυτό, ενώ δεν βρίσκω καμία αισχρότητα στο να μπαίνεις στο Τίντερ ή να χρησιμοποιείς υπηρεσίες σεξεργασίας για να απολαύσεις το βράδυ σου. Υπάρχει κάτι γνησίως απαράδεκτο σε μια εκμετάλλευση της θέσης του άλλου και μάλιστα ασαφή και χωρίς χρονικό ορίζοντα μέσα στο ίδιο του το «σπίτι». «Ελα και θα τα βρούμε».
Σε λιγότερο σκοτεινά σημεία των ίδιων σελίδων υπάρχουν άνθρωποι που προφανώς δεν έχουν μείνει ποτέ με άτομο που δεν ήταν συγγενής τους. Η έλλειψη κουλτούρας συγκατοίκησης στην Ελλάδα αποτυπώνεται σε αυτές τις ιντερνετικές στιγμές αυτοεξευτελισμού ή αυτομαστιγώματος. Κάποιοι οριακά ζητούν συγγνώμη που ψάχνουν να μοιραστούν τα έξοδα, άλλοι δηλώνουν «καθαροί» και «ήσυχοι» και προς στιγμήν νόμιζα πως ήμουν σε εφαρμογή αναζήτησης βραχυχρόνιας φύλαξης σκύλου. Αντίθετα, στην επαγγελματική στέγη το πράγμα φαίνεται να έχει βαθύτερες ρίζες στην κουλτούρα μας. Ξεκάθαρα πράγματα, καθόλου ανατριχιαστικά, όπου γιατροί ψάχνουν γιατρούς, καλλιτέχνες καλλιτέχνες κ.λπ. κ.λπ για το μοίρασμα των εξόδων του γραφείου/στούντιο. Τίποτα ανατριχιαστικό εδώ, παρά μια σκληρή, σκέτη συνειδητοποίηση τού ότι ο σύγχρονος κόσμος είναι επώδυνα ακριβός για ελεύθερους επαγγελματίες.
Γιατί, όμως, αυτό που υλικά ισχύει και για την κατοικία ιδιωτών δεν μεταφράζεται σε μια γενικευμένη κουλτούρα αξιοπρεπούς συγκατοίκησης; Γιατί η μητέρα παραμένει στην κορυφή των προτιμήσεων συγκατοίκου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για εκείνο το πολυδιαφημισμένο παραμύθι ενηλικίωσης;
Το θέμα με τις εφαρμογές είναι πως είναι φοβερές εφευρέσεις, επειδή κάνουν την προσφορά να συναντάει τη ζήτηση, αρκεί να λειτουργούν καλά κι οι χρήστες να συμπεριφέρονται έντιμα, αξιόπιστα και προβλέψιμα. Οποτε σκέφτομαι το Τίντερ αναλογίζομαι πόσο τρελή πρέπει να είχε φανεί η ιδέα στο ξεκίνημά της. Κανονικοί άνθρωποι, όπως όλοι, μοναχικοί μιλένιαλ στις μεγάλες μητροπόλεις, θα χρησιμοποιούν γεωεντοπισμό και φωτογραφίες για να βγουν ραντεβού και να κάνουν σεξ –μερικές φορές απλώς για λίγη παρέα–, για να μην τρώνε μόνοι στο καλύτερο εστιατόριο του κόσμου μετά τη δουλειά των ονείρων τους. Ζούμε σε έναν κόσμο (και φυσικά μπορούμε διαρκώς να κρίνουμε αυτόν τον κόσμο) όπου οι άνθρωποι βρίσκουν μη επαγγελματικό σεξ από το κινητό τους. Ομως, στην Ελλάδα φύονται ακόμη όσοι σκορπάνε θολή, σεξιστική πληροφόρηση και σεξουαλική επιθυμία στις σελίδες αναζήτησης συγκατοίκου.
Χαλάνε τη σούπα, γιατί η ιστοσελίδα/εφαρμογή θέλει εμπιστοσύνη, ευπρέπεια, σοβαρότητα και μια σύμπτωση στόχων για να λειτουργήσει, ενώ εκδηλώνουν σε μια σφαίρα εκτός πολιτικής ορθότητας τις αληθινές τους επιθυμίες και τις γνήσιες φαντασιώσεις τους για τη συγκατοίκηση με κοπέλα. Θέλω να πω, ενώ προφανώς εκεί έξω υπάρχουν τόσοι που ψάχνουν και συγκάτοικο και σπίτι, και ενώ ορθώς κάποιοι άνθρωποι επένδυσαν ώστε να φτιάξουν εφαρμογές και σελίδες αναζήτησης συγκατοίκου, το πράγμα ακόμη δεν έχει εξελιχθεί στο θέμα της ανάπτυξης μιας κουλτούρας αλληλοσεβασμού, ευγένειας και ασφάλειας, όλα αυτά που χρειάζονται για να λειτουργήσουν αυτά τα πράγματα. Ισως χρειάζεται λίγος καιρός ακόμη. Ισως λίγη ακόμη ακρίβεια.
«Αναζητώ σοβαρή κυρία 30 με 45 για συγκατοίκηση σε δικό μου χώρο […] δεν αναφέρω τα περί καθαριότητας […]θα τα βρούμε από το τηλέφωνο». Κατ’ αρχάς, ας ξεμπερδεύουμε με τις γυναίκες άνω των 45. Κατά δεύτερον, δεν θέλει να σε δαγκώσει, να σε μυρίσει θέλει. Θέλει παρέα. Από το τηλέφωνο και διά ζώσης. Κι όλο αυτό θα ήταν κάπως αποδεκτό εάν προτίθετο να πληρώσει γι’ αυτήν αναζητώντας σε κάποια άλλη υπηρεσία επαγγελματίες παρόχους φροντίδας, σεξ ή συντροφιάς. Θέλω να πω, υπάρχει κάτι στην επιθυμία να εκμεταλλευθείς τον άλλον εκτός πλαισίου, παραβλέποντας τους κανόνες του παιχνιδιού, λίγο δωρεάν και λίγο άτυπα. Και είμαι σίγουρη ότι όλοι αυτοί οι τύποι πείθονται πως βοηθούν, πως συμβάλλουν, πως δίνουν μια διέξοδο. Δεν πρέπει να διαφέρουν πολύ στη συλλογιστική τους από όσους ζητάνε υπηρεσίες άλλου είδους –πιο «ευυπόληπτες»– και αρνούνται να τις πληρώσουν έντιμα εκμεταλλευόμενοι την ιδέα πως «αν βάλω αγγελία θα μου έρθουν χίλιοι». Ή από αυτούς που λένε «να μη συμφωνούσες, αφού συμφώνησες το ήθελες, δεν σε ανάγκασα». Με κάποιον τρόπο είναι φτιαγμένοι από το ίδιο σιχαμένο υλικό.