Ηταν Τετάρτη, 20 Οκτωβρίου του 1976, όταν ένας βραχύσωμος πιτσιρικάς με τον αριθμό «16» στη φανέλα του έκανε ντεμπούτο στην πρώτη κατηγορία του αργεντίνικου ποδοσφαίρου, όντας τότε ο νεαρότερος στην ιστορία της Λίγκας σε ηλικία 15 ετών, έντεκα μηνών και είκοσι ημερών (δέκα ημέρες πριν από τα 16α γενέθλιά του). Το ρεκόρ του έμελλε να το σπάσει, 27 χρόνια αργότερα, ο (μετέπειτα και με ημερομηνία λήξης) γαμπρός του, Σέρχιο Αγουέρο.
Στον αγώνα της Αρχεντίνος Τζούνιορς με την Ταγιέρες στο «Μπογιακά ι Χουάν Αγκουστίν Γκαρσία», γήπεδο που το 2004 πήρε το όνομά του προς τιμήν του, ο Ντιεγκίτο μπήκε αλλαγή αντί του Ρουμπέν Τζιακομπέτι μετά την ανάπαυλα. «Πιτσιρίκο, μπες και παίξε όπως ξέρεις. Και αν μπορείς, κάνει καμία ποδιά» ήταν η οδηγία-επιθυμία του προπονητή του, Χουάν Κάρλος Μόντες.
Ο Μαραντόνα, παρότι στην καριέρα του έμαθε να ακούει περισσότερο το ένστικτό του απ’ ό,τι τους προπονητές του, ακολούθησε την προτροπή του Μόντες. Με το που η μπάλα έφτασε στην κατοχή του, έκανε προσποίηση στον Χουάν Καμπρέρα και του πέρασε την μπάλα κάτω από τα πόδια, προκαλώντας τα «όλε» των φιλάθλων, οι οποίοι εκείνο το απόγευμα του Οκτωβρίου δεν είχαν ιδέα ότι γινόντουσαν μάρτυρες μίας από τις πιο όμορφες ποδοσφαιρικές ιστορίες όλων των εποχών.
Ανάμεσα στους 7.736 θεατές βρισκόταν ο Τζουσέπ Μαρία Μινγκέγια, ένας Καταλανός μάνατζερ που είχε λάβει την πληροφορία από φίλους και συνεργάτες ότι στην Αρχεντίνος Τζούνιορς υπάρχει ένα απίστευτο ταλέντο που άρχισε να κλέβει την παράσταση στις προπονήσεις και χρήζει μεγάλης προσοχής. Είχε ταξιδέψει στην Αργεντινή για να κλείσει τον Χόρχε Ορλάντο Λόπες για την Μπούργος, αλλά ο Μαραντόνα του έκλεψε την καρδιά με μόλις 45 λεπτά μπάλα.
Παρότι η Αρχεντίνος έχασε εντέλει τον αγώνα με 1-0 από την Ταγιέρες, από εκείνη την ημέρα ο Μινγκέγια έκανε στόχο ζωής να κλείσει τον Μαραντόνα για την Μπαρτσελόνα, με την οποία συνεργαζόταν στενά. Το προσπάθησε τότε, αλλά ο καταλανικός σύλλογος δεν ήθελε να δώσει 100.000 δολάρια (τόσο θα στοίχιζε η μεταγραφή) για έναν άγνωστο Αργεντινό 16 ετών.
Το επιχείρησε εκ νέου δύο χρόνια αργότερα, αλλά και το 1979, όταν ο θαυματουργός πιτσιρικάς πήγε στη Βαρκελώνη για να δώσει φιλικό με την Αρχεντίνος. Ενα χρόνο αργότερα, συμφώνησε εντέλει με την ομάδα του για την πολυπόθητη μεταγραφή. Το καθεστώς του δικτάτορα Χόρχε Βιντέλα, όμως, δεν ήθελε με τίποτα να χάσει το μεγαλύτερο ταλέντο της χώρας, μέχρι τουλάχιστον και το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ισπανίας, το 1982.
Εκείνη την εποχή, οι μεταγραφές ποδοσφαιριστών από τη Νότια Αμερική ήταν η εξαίρεση και όχι ο κανόνας, κάτι που έχει αλλάξει ριζικά, σαράντα χρόνια αργότερα. Τις τελευταίες ημέρες, η Μάντσεστερ Σίτι έκλεισε από τη Ρίβερ Πλέιτ και αντί 25 εκατ. ευρώ τη μεταγραφή του μεσοεπιθετικού Κλάουντιο Ετσεβερί, ο οποίος έγινε 18 ετών μόλις τη δεύτερη μέρα του 2024. Την ίδια ώρα, η Μπράιτον καπάρωσε, αντί 10 εκατ. ευρώ, τον 19χρονο μέσο της Μπόκα Τζούνιορς, Βαλεντίν Μπάρκο.
Πλέον, οι ταλαντούχοι ποδοσφαιριστές σε Αργεντινή και Βραζιλία δεν… προλαβαίνουν καλά καλά να διαμορφωθούν και να ξεχωρίσουν στις ομάδες τους και, από τα 15 και τα 16 τους χρόνια, έχουν ήδη κλείσει σε ευρωπαϊκές ομάδες, όπως συνέβη για παράδειγμα με το παιδί-θαύμα της Παλμέιρας, Εντρικ, τον οποίο η Ρεάλ Μαδρίτης είχε φροντίσει να «δέσει» από τα 16 του αντί 38 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με έρευνα του διεθνούς ποδοσφαιρικού παρατηρητηρίου (CIES), η Βραζιλία ήταν η πρώτη χώρα σε εξαγωγή ποδοσφαιριστών για το 2023 με 1.289, με τη Γαλλία να ακολουθεί με 1.033 και την Αργεντινή να κλείνει την πρώτη τριάδα με 905. Αυτός ο αριθμός συνιστά ρεκόρ για τη χώρα των παγκόσμιων πρωταθλητών, η οποία μάλιστα είχε αύξηση 10,8% στις εξαγωγές, έναντι 5,6% Βραζιλιάνων και Γάλλων. Πριν από μια δεκαετία, οι αντίστοιχοι αριθμοί ήταν μικρότεροι κατά 400-500 ποδοσφαιριστές ανά χώρα.
Στην πρώτη 15άδα των ποδοσφαιρικών εξαγωγών, η Κολομβία βρίσκεται στην έκτη θέση με 448 ποδοσφαιριστές και η Ουρουγουάη στη 13η με 338. Και αν η ευρωπαϊκή ποδοσφαιρική συνομοσπονδία (UEFA) είναι πρώτη σε εξαγωγές, αυτή της Νοτίου Αμερικής (Conmebol) έχει ποσοστιαία την πρωτιά, κάτι που επιδιώκουν άλλωστε οι σύλλογοι, αφού γνωρίζουν ότι τα πολλά χρήματα βρίσκονται στην Ευρώπη. Η ετήσια αναφορά της FIFA, η οποία δημοσιεύεται κάθε χρόνο στα τέλη Ιανουαρίου, θα επιβεβαιώσει αναμφίβολα την αυξητική τάση στις πωλήσεις, παρά την παγκόσμια ποδοσφαιρική κρίση.
Την τελευταία δεκαετία, οι σύλλογοι της Βραζιλίας είχαν έσοδα ύψους 1,53 δισ. ευρώ από τις πωλήσεις ποδοσφαιριστών, με αποτέλεσμα η βραζιλιάνικη Serie A να είναι δεύτερη στη σχετική λίστα, πίσω μόνο από την πορτογαλική Primeira Liga, η οποία γνωρίζει όσο κανένα πρωτάθλημα στον κόσμο να (μοσχο)πουλάει τα «προϊόντα» της, με έσοδα-μαμούθ ύψους 2,23 δισ. ευρώ.
Η Βραζιλία πουλάει περί τους 3,5 ποδοσφαιριστές την ημέρα και η Αργεντινή περί τους 2,4, με τους αριθμούς να παρουσιάζουν διαρκώς αυξητική τάση, αφού άλλωστε οι σύλλογοι δεν έχουν τη δυνατότητα να κρατούν τα ταλέντα τους, μόλις αυτά κάνουν την έκρηξή τους. Οι ευρωπαϊκοί σύλλογοι, άλλωστε, έχουν μόνιμους σκάουτ στις κυριότερες χώρες της Νοτίου Αμερικής και είναι έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να προσφέρουν γη και ύδωρ για ένα σπάνιο ταλέντο, όπως ήταν στην εποχή του ο Μαραντόνα.
«Διαπραγματεύτηκα τη μεταγραφή του Μαραντόνα με ένα πιστόλι στο τραπέζι» θυμάται ο Μινγκέγια για τη μάχη που έδωσε, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, για να φέρει στην Ευρώπη τον μετέπειτα κορυφαίο ποδοσφαιριστή στον κόσμο. Πλέον, τέσσερις δεκαετίες αργότερα, οι ομάδες ανοίγουν διάπλατα τις πόρτες τους για τους αγοραστές, χωρίς να τους απασχολεί εάν χάνουν τόσο νωρίς τα ταλέντα που έχουν στις τάξεις τους…