Η πιο επιδραστική μουσική πλατφόρμα της εποχής του internet, το Pitchfork, με τη δύναμη να ανεβάζει και να αναδεικνύει καλλιτέχνες και να βάζει τα πράγματα στη θέση τους τουλάχιστον σύμφωνα με τις απόψεις των συντακτών της, ανακοινώθηκε πρόσφατα ότι απορροφάται από το αντρικό περιοδικό GQ που ανήκει στον ίδιο όμιλο, τον Conde Nast.
Η είδηση είναι πολύ μεγάλη γιατί έρχεται από την Αμερική που οδηγεί τις εξελίξεις. Δεν αφορά αποκλειστικά τα media αλλά κυρίως τον κόσμο της μουσικής γιατί λέει πολλά περισσότερα για το πώς αντιλαμβάνεται η σημερινή κοινωνία τη μουσική. Ουσιαστικά με την κίνηση αυτή, ο όμιλος αναρωτιέται τι επίδραση μπορεί να έχει ένα μέσο που γράφει αποκλειστικά για τη μουσική, ιδιαίτερα την ανεξάρτητη και την εναλλακτική. Ιδιαίτερα όταν ληφθεί υπόψη ότι ο βασικός ρόλος του, που είναι να ανακαλύπτει καινούργιους καλλιτέχνες και καινούργιες μουσικές, μπορεί να καλυφθεί στη μουσική σήμερα από τους ανθρώπους που ακολουθούν ολιγόλεπτα βιντεάκια των 20 δευτερολέπτων στα social media και την play list μιας απλής πλατφόρμας.
Η ιστορία του Pitchfork ξεκινάει το 1996 για να εξελιχθεί την επόμενη δεκαετία στη «φωνή της μουσικής που μπορείς να εμπιστευτείς».
Ξεχώρισε επειδή οι συντάκτες του είχαν την ελευθερία να προτείνουν αυτό που πίστευαν ως καλό, είχαν γνώση και μεγάλη αγάπη για τη μουσική και πίστευαν στη δύναμη της γνώμης τους. Η κριτική στο site ήταν αυστηρή αλλά ακριβοδίκαιη και είναι ταιριαστή με το όνομά του: Pitchfork είναι το δίκρανο που ξεχωρίζει την ήρα από το στάρι. Ξεχώρισε επίσης και απογειώθηκε γιατί άλλαξε η εποχή και το Pitchfork ήταν ηγέτης αυτής της αλλαγής, όταν δηλαδή η εναλλακτική μουσική κουλτούρα κέρδισε έδαφος εις βάρος των παλιών μεγάλων ονομάτων και των ακριβών παραγωγών. Οταν άλλαξε δηλαδή και η ζωή στις μεγάλες πόλεις, η συμπεριφορά, οι ανάγκες και οι επιθυμίες.
Οσοι παρακολουθούν τα τελευταία χρόνια τις τάσεις της μουσικής, γνωρίζουν πολύ καλά ότι αυτό που αποκαλούμε ανεξάρτητη ή εναλλακτική σκηνή περιορίζεται όλο και περισσότερο σε μικρότερα κοινά και είναι μια παγκόσμια τάση. Υπάρχει όμως και μια άλλη παρατήρηση για τη μουσική. Μοιάζει να μην παράγει πλέον αυτό που λέμε κομμάτι της καθημερινής ζωής, της ποπ κουλτούρας. Η μουσική στη δεκαετία του ’60 άλλαξε τον κόσμο, ή αν θέλει να είναι κανείς λιγότερο συναισθηματικός, έδωσε μια ώθηση επιπλέον στις κοινωνίες για να αλλάξουν και να εξελιχθούν. Ηταν αυτή η δύναμη που οδηγούσε τον κόσμο. Ο ρόλος αυτός έχει περάσει σε άλλα χέρια. Σήμερα η μουσική δεν αλλάζει τον κόσμο. Αυτοί που τον αλλάζουν είναι οι επιστήμονες, οι άνθρωποι πίσω από τις εξελίξεις της τεχνολογίας και φυσικά οι χρηματοδότες τους. Αυτοί αποτελούν το κομμάτι της ποπ κουλτούρας.
Εκατομμύρια άνθρωποι γνωρίζουν έστω και προσωρινά μεγάλα ονόματα της μουσικής από τις περίφημες δεκαετίες μέσα από βιντεάκια διάρκειας 20 έως 30 δευτερολέπτων. Η επαφή και η γνωριμία διαρκούν για μικρό χρονικό διάστημα, μέχρι το επόμενο ερέθισμα.
Η μουσική πλέον δεν είναι αυτό που ήταν και αυτό πιθανότατα μας πληγώνει. Μην ξεχνάμε όμως ότι τόσο οι κοινωνίες όσο και η ζωή απεχθάνονται τα κενά και όταν θα υπάρξει ξανά μια ιστορική περίοδος που θα οδηγήσει τον κόσμο σε μεγάλες αλλαγές, τότε η μουσική θα εφευρεθεί και πάλι.
Καλή δύναμη στην ανεξάρτητη σκηνή της αμερικανικής μουσικής.
Nada ή όπως λέμε, τίποτα και τα πάντα
«Οι γαστρονομικές κριτικές είναι πιο απολαυστικές όταν είναι αρνητικές. Η προσβολή είναι πάντα πιο ευχάριστη για τον αναγνώστη και πιο ενδιαφέρουσα για τον συγγραφέα».
Δεν ξέρω αν δυο προτάσεις μπορούν να περιγράψουν τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα ενός ανθρώπου. Στην περίπτωση, όμως, του πρωταγωνιστή της αργεντίνικης σειράς «Nada» πιστεύω πως αυτές οι δύο προτάσεις, που είναι και οι σκέψεις του στο πρώτο μόλις επεισόδιο, πλησιάζουν πιο κοντά από οτιδήποτε άλλο!
Ο λόγος για τη μίνι σειρά πέντε επεισοδίων με τίτλο «Nada» διάρκειας 30 λεπτών το καθένα που στριμάρεται αυτή την περίοδο. Σε συνολικά μόλις δυόμισι ώρες βλέπουμε το ρεσιτάλ ενός ηθοποιού, του ογδοντατριάχρονου Λουίς Μπραντόνι και του σεναριογράφου της σειράς.
Η ιστορία είναι απλή αλλά και βαθιά φιλοσοφική (το ΤΙΠΟΤΑ του τίτλου).
Ο Μανουέλ, ο πρωταγωνιστής της σειράς, είναι ένας μοναδικά ενοχλητικός χαρακτήρας, με μια παιδιάστικη αθωότητα αν και είναι 83 ετών. Είναι ένας νάρκισσος για τον οποίο τα πάντα περιστρέφονται γύρω από αυτόν και τον τρόπο που έχει οργανώσει τη ζωή του, από την πιο απλή λεπτομέρεια μέχρι την πιο απαιτητική συνθήκη.
Ενας εργένης μπον βιβέρ που ζει με την οικονόμο του η οποία ακολουθεί τυφλά τις οδηγίες του σε όλα. Κριτικός γεύσης, από τους πιο δύστροπους και αυστηρούς της πόλης, ζει πλουσιοπάροχα τρώγοντας δωρεάν στα ακριβά εστιατόρια της πόλης. Γνωρίζει ότι δεν θα του ζητήσει κανείς να πληρώσει τον λογαριασμό γιατί είναι ο φόβος και ο τρόμος των σεφ και των ιδιοκτητών. Είναι και συγγραφέας που όμως δεν έχει εκδώσει βιβλίο για πάνω από μια εικοσαετία και ζει πουλώντας τους πίνακες από τη συλλογή του. Οι ατάκες του είναι εύστοχες, ακριβείς, αλλά και βιτριολικές. Δείχνουν έναν χαρακτήρα που είναι σίγουρος και πεπεισμένος για τις δικές του μοναδικές επιλογές.
Ολα λοιπόν είναι στημένα όπως ακριβώς τα έχει ορίσει τα τελευταία 40 χρόνια χωρίς καμία παρέκκλιση μέχρι που η γυναίκα που τον φροντίζει πεθαίνει. Ετσι ξεκινάει η δικιά του Οδύσσεια και τότε το «Τίποτα» γίνεται τα «Πάντα».
Ελκυστικές για το μάτι του ανθρώπου που δεν έχει επισκεφτεί την Αργεντινή, οι βόλτες του Μανουέλ στη γαστρονομία της Αργεντινής και το Μπουένος Αϊρες με τα υπέροχα κρεατάδικα και φυσικά δελεαστική η αφήγηση του Ρόμπερτ ΝτεΝίρο ο οποίος κάνει ένα πέρασμα στο τελευταίο επεισόδιο.
Πανέμορφο και αναπάντεχα ήσυχο το Μπουένος Αϊρες, αν και το φανταζόμουν χαοτικό. Εξίσου ήσυχη είναι και η σειρά που μοιάζει να εστιάζει στον πολύ κλειστό κόσμο του ήρωα και στον τρόπο που ζει με τις σκέψεις του.
Ενα πολύ μεγάλο χαμόγελο περιμένει όποιον δει τη σειρά αυτόν τον Ιανουάριο που μοιάζει να είναι ατέλειωτος!
…και ένα ροσμπίφ στη στέπα
Γίνεται όλο και πιο εύκολο να φας κάτι καλό, ευφάνταστο και δημιουργικό στην Αθήνα αυτές τις μέρες είτε στο χέρι είτε σε τραπέζι. Το γεγονός ότι αυτή την περίοδο δουλεύω στο κέντρο είναι για μένα μια ευλογία αφού ανακαλύπτω την πόλη και τις ομορφιές της αλλά και τις πολλές επιλογές, μαζί με τις δυσκολίες της, ξανά με μικρό παιδί.
Πρόσφατη γευστική εμπειρία το σάντουιτς ροσμπίφ που σερβίρει η Στέπα στην οδό Ασκληπιού. Αν αγαπάς το ροσμπίφ και ιδιαίτερα σε ψωμί σε σάντουιτς, τότε είναι ό,τι καλύτερο μπορείς να βρεις στην Αθήνα. Και είναι ένα σάντουιτς που παραμένει μάλλον άγνωστο ακόμη στην Αθήνα. Ενα πολύ καλοψημένο, μαλακό ψωμάκι, και οι σωστού πάχους ψημένες φέτες ροσμπίφ ισορροπούν με τα υπόλοιπα υλικά, το ανάλαφρα τηγανισμένο κρεμμυδάκι και τη σωστή ποσότητα πρασινάδας αλλά και μουστάρδας αναδεικνύοντας έτσι τη γεύση του βασικού υλικού.
Και στη γεύση η απλότητα είναι η μητέρα της τελειότητας!
Blender #13
Η μουσική δεν είναι αυτό που ήταν, όμως εξακολουθεί να βγαίνει καλή μουσική, καινούργια και παλιά. Απολαύστε τη στις λίστες του Blender μέσα από την «Kαθημερινή».