Η φούσκα του ποδοσφαίρου μοιάζει έτοιμη να σκάσει ανά πάσα στιγμή. Ομως, παρά την (όλο και βαθύτερη) παγκόσμια οικονομική κρίση, δείχνει μια πρωτοφανή ανθεκτικότητα. Σχεδόν κάθε καλοκαίρι σπάει το ρεκόρ μεταγραφικών εξόδων, τα οποία έγιναν ακόμα μεγαλύτερα με την (πολύ) δυναμική είσοδο των πετροδόλαρων από τη Σαουδική Αραβία.
Πριν από λίγους μήνες, λοιπόν, οι μεταγραφικές επενδύσεις στα πέντε μεγάλα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία και Ιταλία) έφτασαν συνολικά τα 5,8 δισ. ευρώ (!), από τα οποία τα 2,8 ανήκαν στην αγγλική Premier League, το πιο ισχυρό, εύρωστο και εμπορικό πρωτάθλημα στον κόσμο.
Παραδοσιακά, τον Iανουάριο οι ομάδες πέφτουν σε… χειμερία νάρκη, αφού δεν υπάρχουν οι αντίστοιχες ευκαιρίες με το καλοκαίρι, το ταμείο είναι (ουσιαστικά) μείον και, βεβαίως, το διάστημα για να κάνεις τις κινήσεις σου είναι πολύ πιο περιορισμένο (ένας μήνας) σε σχέση με αυτό του θέρους (τρεις μήνες).
Στο χειμερινό μεταγραφικό παζάρι του 2024, λοιπόν, ξοδεύτηκαν 570 εκατ. ευρώ στις πέντε μεγάλες λίγκες, ήτοι 5,3 δισ. ευρώ λιγότερα σε σχέση με την τρέλα (χωρίς εισαγωγικά) του περασμένου καλοκαιριού, στην οποία έβαλε το λιθαράκι της (τι λιθαράκι, κοτρόνα ήταν!) η Saudi Pro League με 950 εκατ. ευρώ, τα οποία καταβαραθρώθηκαν έως τα μόλις 23, έξι μήνες αργότερα.
Πιο συνοπτικά, η χαώδης διαφορά εξόδων στα «σαλόνια» της Ευρώπης είχε ως εξής: Η Premier League ήταν μείον 2,7 δισ. ευρώ (121 εκατ. έναντι 2,8 δισ.), η γαλλική Ligue 1 μείον 719 εκατ. ευρώ (192 έναντι 911), η γερμανική Bundesliga μείον 668 (82 έναντι 750), η ισπανική La Liga μείον 354 (86 έναντι 440) και η ιταλική Serie A μείον 791 (101 έναντι 892).
Πέρα από τις παραπάνω εξηγήσεις, η βασική αιτία στην τεράστια διαφορά επενδύσεων έχει ονοματεπώνυμο: Financial Fair Play. Σε κυριολεκτική μετάφραση το οικονομικό ευ αγωνίζεσθαι. Συμφωνήθηκε αρχικά από το Κέντρο Οικονομικού Ελέγχου της ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας (UEFA) τον Σεπτέμβριο του 2009 και είχε έναν ξεκάθαρο και απόλυτα σεβαστό στόχο: Να μην ξοδεύουν οι σύλλογοι περισσότερα απ’ όσα βγάζουν, γιατί νομοτελειακά αυτή η (άκρως διαδεδομένη) τακτική θα θέσει σε κίνδυνο τη διαχρονική βιωσιμότητά τους.
Η UEFA, έχοντας διαπιστώσει ότι πάνω από το 50% των ευρωπαϊκών συλλόγων είχαν την κακή συνήθεια να ξοδεύουν περισσότερα χρήματα απ’ όσα έβαζαν στο ταμείο τους, επέβαλε άμεσα αυτόν τον κανονισμό.
Δεκαπέντε χρόνια μετά την επιβολή του, τα αποτελέσματα είναι διφορούμενα, με τη διαδεδομένη άποψη ότι οι ισχυροί γίνονται ισχυρότεροι, γιατί ούτως ή άλλως έχουν μεγαλύτερα έσοδα, ενώ δημιουργήθηκε πρόσφορο έδαφος για την είσοδο επενδυτικών funds στο ποδόσφαιρο, βάζοντας κάτω από την ομπρέλα τους διαφορετικούς συλλόγους από διαφορετικές χώρες, με ό, τι αυτό συνεπάγεται.
Η αμφισβήτηση, όμως, υπάρχει κυρίως επειδή οι σύλλογοι βρίσκουν τρόπους να… ντριμπλάρουν το FFP, όπως έκαναν και σε αυτή τη χειμερινή μεταγραφική περίοδο. Οι κανονισμοί, άλλωστε, ισχύουν (με παραλλαγές) και σε εγχώριο επίπεδο, και οι κυρώσεις δεν είναι διόλου αμελητέες.
Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα με την αφαίρεση-ρεκόρ δέκα βαθμών από την Εβερτον για παραβιάσεις του FFP, μια «δαμόκλειος σπάθη» που επικρέμαται αυτή την εποχή πάνω από τον σύλλογο του Λίβερπουλ (ξανά!), τη Νότιγχαμ Φόρεστ και, βεβαίως, την πανίσχυρη Μάντσεστερ Σίτι, η οποία φέρεται να έχει κάνει 115 (!) παραβιάσεις που θα την οδηγήσουν ενώπιον της αθλητικής δικαιοσύνης.
Πέντε, λοιπόν, είναι οι τρόποι με τους οποίους οι σύλλογοι καταφέρνουν να κάνουν μεταγραφές χωρίς να προκαλέσουν την τύχη τους, χωρίς να κινδυνεύουν να δεχθούν κυρώσεις εξαιτίας παραβιάσεων σχετικά με το FFP: Πώληση παικτών από το φυτώριο, αγορά με καθυστερημένη (και με δόσεις) πληρωμή, δανεισμός με οψιόν αγοράς (υποχρεωτική και μη) και συναλλαγές μεταξύ συλλόγων που ανήκουν στο ίδιο αφεντικό, άμεσα ή έμμεσα.
Η πρώτη μεταγραφική «ντρίμπλα» φαντάζει και η πιο επικερδής, αφού οι νεαροί παίκτες ενσωματώνονται στα φυτώρια επί της ουσίας δωρεάν (το πολύ να στοιχίσουν μερικές εκατοντάδες μπάλες ή παρεμφερές αθλητικό υλικό) και, στη συνέχεια, οι σύλλογοι καταφέρνουν ακόμα και να τους (μοσχο)πουλήσουν.
Τέτοιες, παραδειγματικές περιπτώσεις ήταν το περασμένο καλοκαίρι ο Χάρι Κέιν, τον οποίο η Τότεναμ παραχώρησε στην Μπάγερν Μονάχου αντί εκατό εκατ. ευρώ, αλλά το μεγαλύτερο «μπαμ» διαχρονικά το έχει πιστωθεί η Μπενφίκα με τον Ζοάο Φέλιξ: Τον πήρε ελεύθερο από την Πόρτο, τον εξέλιξε στο φυτώριό της και τον πούλησε στην Ατλέτικο Μαδρίτης αντί… 127 εκατ. ευρώ!
Η πιο συνήθης τακτική, η οποία έχει καθιερωθεί ευρέως τα τελευταία χρόνια, είναι η αγορά με συμφωνία για καθυστερημένη πληρωμή και, μάλιστα, με αρκετές δόσεις. Για παράδειγμα, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ οφείλει αυτή τη στιγμή πάνω από 425 εκατ. ευρώ για ποδοσφαιριστές που έχει ήδη αποκτήσει, με τα αντίστοιχα έξοδα να καταγράφονται σε μεταγενέστερα οικονομικά έτη και προϋπολογισμούς.
Ο δανεισμός με οψιόν αγοράς, μια ταμπέλα που ακολουθεί τις περισσότερες από τις μεταγραφές στην ελληνική Super League, δίνει τη δυνατότητα στις ομάδες να «αγοράζουν» χρόνο και στον ποδοσφαιριστή την ευκαιρία να κερδίσει το επόμενο συμβόλαιό του, έστω και αν αυτό θα πρέπει να το κάνει σε περιορισμένο χρονικό διάστημα (συνήθως ένα εξάμηνο).
Η οψιόν αγοράς είναι συνήθως μη υποχρεωτική, αλλά πλέον οι σύλλογοι επιζητούν όλο και περισσότερο την υποχρεωτική οψιόν, όταν είναι σίγουροι για τη μεταγραφή που θέλουν να ολοκληρώσουν, αλλά θέλουν να μεταφέρουν τα έξοδα που αντιστοιχούν σε αυτή κατά ένα (και βάλε) χρόνο. Και πολλές φορές το κάνουν με αστείες ρήτρες για την ενεργοποίηση της οψιόν.
Ο Κιλιάν Μπαπέ, για παράδειγμα, μετακόμισε από τη Μονακό στην Παρί Σεν Ζερμέν ως… δανεικός, με την οψιόν αγοράς ύψους 180 εκατ. ευρώ να ενεργοποιείται αυτόματα όταν η Παρί θα εξασφάλιζε την… παραμονή της στην πρώτη κατηγορία!
Η πέμπτη «ντρίμπλα» στο Financial Fair Play προκύπτει από τα funds που, κατά πολλούς, γέννησε το ίδιο το FFP. Πριν από λίγες ημέρες, έγινε γνωστό ότι η Μάντσεστερ Σίτι καπάρωσε για το καλοκαίρι τον Σάβιο, τον 19χρονο Βραζιλιάνο εξτρέμ που έχει εξελιχθεί σε παίκτη – αποκάλυψη της φετινής La Liga με τη φανέλα της Τζιρόνα.
Ο παίκτης ανήκει στην Τρουά, η οποία τον δάνεισε στην Τζιρόνα και θα τον αγοράσει η Σίτι. Και οι τρεις σύλλογοι, οι δύο στο 100% (Σίτι και Τρουά) και ο τρίτος σε ένα σημαντικό ποσοστό της τάξεως του 47% (Τζιρόνα), ανήκουν στη City Football Group, όμιλο με έδρα τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που διαχειρίζεται συνολικά δώδεκα ποδοσφαιρικούς συλλόγους στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη.
Η Premier League, βεβαίως, θα ερευνήσει διεξοδικά τη νομιμότητα της συγκεκριμένης κίνησης, μίας ακόμα που γίνεται και με στόχο να αποφευχθούν οι κυρώσεις του μπαμπούλα που ακούει στο όνομα Financial Fair Play.