Ο Ντιέγκο Σιμεόνε δεν ήθελε ούτε να κοιτάει. Στα πέναλτι, άλλωστε, έχασε πριν από οκτώ χρόνια την πιο μεγάλη ευκαιρία να στεφθεί πρωταθλητής Ευρώπης όταν, στο «Τζουσέπε Μεάτσα» του Μιλάνου, η ομάδα του λύγιζε από την άσπρη βούλα κόντρα στη Ρεάλ Μαδρίτης.
Και τώρα, η μοίρα θέλησε, με αντίπαλο μια ομάδα από το… Μιλάνο, να παίξει στα πέναλτι την επιβίωσή της στο φετινό Champions League. «Δεν μου έχει πάει πολύ καλά να παρακολουθώ τα πέναλτι και αποφάσισα να μην το κάνω», παραδέχθηκε ο προπονητής της Ατλέτικο Μαδρίτης, ο οποίος είχε συνεχώς γυρισμένη την πλάτη του προς την εστία όπου εκτελούνταν τα πέναλτι του αγώνα με την Ιντερ στο γήπεδο «Μετροπολιτάνο».
Ο Αντουάν Γκριεζμάν, παρότι πολύ πιο ψύχραιμος και κυνικός από τον προπονητή του, παρακολουθούσε με αγωνία τη διαδικασία. Ο ίδιος, άλλωστε, δεν μπορούσε να συμμετάσχει ενεργά, αφού είχε γίνει αλλαγή στη διάρκεια της παράτασης, όντας εξαντλημένος μετά την επιστροφή του ύστερα από τον τραυματισμό που τον ταλαιπώρησε τις τελευταίες εβδομάδες.
Στο μυαλό του κυριαρχούσαν οι εικόνες, οι στιγμές της τελευταίας φοράς που μια ομάδα της οποίας ήταν μέλος είχε συμμετάσχει σε διαδικασία πέναλτι. Ηταν στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2022 στο Κατάρ, όπου η Γαλλία από την άσπρη βούλα έχασε μοναδική ευκαιρία να γίνει η πρώτη εθνική ομάδα που κατακτά δύο διαδοχικά Μουντιάλ, μετά τη Βραζιλία του Πελέ το 1962.
«Είχα αγωνία, γιατί η τελευταία διαδικασία πέναλτι στην οποία συμμετείχα ήταν ο τελικός του Μουντιάλ και χάσαμε. Αλλά είχα εμπιστοσύνη στους συμπαίκτες μου. Και, συν τοις άλλοις, έχουμε έναν απίστευτο τερματοφύλακα, που επιτέλους κέρδισε μια τέτοια διαδικασία», εξηγούσε ο Γάλλος, ο οποίος στα πανηγύρια έσπευσε να βγάλει selfie με τον ήρωα της βραδιάς.
Ο Γιαν Ομπλακ, περί ου ο λόγος, είχε τη φήμη ότι δεν είναι καλός στα πέναλτι. Αθελά του είχε συμβάλει ο ίδιος σε αυτή την εντύπωση, αφού στο παρελθόν υπήρξαν περιπτώσεις όπου δεν έπεφτε καν σε εκτελέσεις αντιπάλων, βλέποντας απλώς την μπάλα να καταλήγει στο βάθος της εστίας του.
Το βράδυ της Τετάρτης, όμως, ο 31χρονος Σλοβένος τερματοφύλακας, ένας από τους κορυφαίους στον κόσμο την τελευταία δεκαετία, αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα του απόλυτου εξορκισμού. Για τον ίδιο, για τον Γκριεζμάν, για τον Σιμεόνε, για την Ατλέτικο, που απέκλεισε τη φιναλίστ του περυσινού Champions League και δηλώνει έτοιμη για όλα.
«Οπως λέω πάντα, τα πέναλτι θέλουν και λίγο τύχη. Πρέπει να επιλέγεις τη σωστή γωνία και να σταματήσεις την μπάλα», εξήγησε ο Ομπλακ, ο οποίος επέλεξε τη σωστή γωνία σε δύο περιπτώσεις, αποκρούοντας τις εκτελέσεις των Αλέξις Σάντσες και Ντάβι Κλάασεν, προτού ο Λαουτάρο Μαρτίνες στείλει το δικό του πέναλτι στα ουράνια και μαζί τον Σλοβένο και τους χιλιάδες φίλους της Ατλέτικο.
Πέρυσι, οι Ροχιμπλάνκος αποκλείστηκαν στη φάση ομίλων, τερματίζοντας τελευταίοι και καταϊδρωμένοι σε έναν φαινομενικά πολύ βατό όμιλο με Πόρτο, Κλαμπ Μπριζ και Μπάγερ Λεβερκούζεν, όπου κατάφεραν να πάρουν μόλις μία νίκη σε έξι παιχνίδια.
«Δεν βλέπω το Champions League, γιατί με πονάει να μην παίζω σε αυτό», έλεγε με ειλικρίνεια πέρυσι τέτοια εποχή ο ήρωας της Ατλέτικο, ο οποίος φέτος όχι μόνο παίζει μήνα Μάρτιο στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση, αλλά θα το κάνει και τον Απρίλιο, αφού τότε διεξάγονται τα προημιτελικά.
Πίσω του άφησε τις πίκρες που έχει γευτεί από την άσπρη βούλα και κοιτάει μόνο μπροστά του. Τόσο στη νέα, μεγάλη πρόκληση που έχει με την Ατλέτικο, όσο βεβαίως και στην παρθενική του συμμετοχή με την εθνική ομάδα της χώρας του σε μεγάλη διοργάνωση, αφού η Σλοβενία κατάφερε να επιστρέψει σε Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα μετά από είκοσι χρόνια.
Την πρώτη φορά, το 2000, ο νυν αρχηγός της εθνικής ομάδας ήταν μόλις επτά ετών, αλλά ήδη έκανε όνειρα για να γίνει τερματοφύλακας. Ο πατέρας του, Ματίας, υπήρξε γκολκίπερ σε ερασιτεχνικό επίπεδο και αποτέλεσε από την αρχή το σημείο αναφοράς για τον μικρό Γιαν, ο οποίος χάζευε στην τηλεόραση τον Πέτερ Σμάιχελ, τον Ικερ Κασίγιας και τον Τζανλουίτζι Μπουφόν, φιλοδοξώντας κάποια μέρα να βαδίσει στα χνάρια τους.
Και τα κατάφερε περίφημα, αφού πρώτα έγινε επαγγελματίας μόλις στα 16 του με την Ολίμπια Λουμπλιάνας, και δεν το έβαλε ποτέ κάτω. Ούτε όταν δεν κατάφερνε να στεριώσει στην Μπενφίκα, η οποία το 2010 έδωσε τέσσερα εκατ. ευρώ για να τον αποκτήσει, αλλά ποτέ δεν τον πίστεψε πραγματικά.
Ο Ομπλακ υποχρεώθηκε να κάνει πολλαπλά (ποδοσφαιρικά) «αγροτικά» στις άσημες Μπέιρα Μαρ, Ολιανένσε, Ουνιάο Λεϊρία και Ρίο Αβε. Οι εμφανίσεις του με την εθνική ομάδα, όμως, τον είχαν βάλει για τα καλά στον χάρτη, και με αυτές έπεισε την Ατλέτικο να δώσει, το 2014, τα τετραπλάσια σε σχέση με όσα είχε στοιχίσει στην Μπενφίκα (16 εκατ. ευρώ).
Στην Μαδρίτη, ο Γιαν βρήκε το δεύτερο σπίτι του. Συμπληρώνει αισίως δέκα χρόνια υπερασπιζόμενος την ερυθρόλευκη εστία, έχει κατακτήσει πρωτάθλημα, Europa League, ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ, έχει φτάσει σε τελικό Champions League (ναι, ο προαναφερθείς στο Μιλάνο με την πικρή κατάληξη στα πέναλτι…), ενώ πέντε φορές πήρε το «Θαμόρα».
Το βραβείο που δίδεται στον τερματοφύλακα που δέχεται τα λιγότερα γκολ στην ισπανική La Liga, όντας ένας από τους μόλις τρεις που τα έχει καταφέρει σε πέντε περιπτώσεις, αλλά και ο μοναδικός μη Ισπανός, αφού οι άλλοι δύο ήταν οι θρύλοι της Μπαρτσελόνα, Αντόνι Ραμαγιέτς και Βίκτορ Βαλδές.
Χάρη σε αυτές τις επιδόσεις του, το 2022 επέκτεινε το συμβόλαιό του έως το 2028, οι ετήσιες αποδοχές του αγγίζουν τα είκοσι εκατ. ευρώ «μεικτά» (περίπου τα μισά είναι καθαρά) και η προσωπική του περιουσία φτάνει τα 150 εκατ. ευρώ, αφού φροντίζει να την ενισχύει και με χορηγικές συμφωνίες, όπως η μακράς διαρκείας που «τρέχει» με την Puma από το 2019, με συνολικά έσοδα εκατό εκατ. ευρώ.
Εργένης εκ πεποιθήσεως, αλλά περιζήτητος, απασχόλησε στο παρελθόν τα ΜΜΕ με τη σχέση του με την ηθοποιό και χορεύτρια Αριάδνα Χαφέζ. Πλέον το κάνει για τον δεσμό του με την κατά οκτώ χρόνια μικρότερή του Ολγα Ντανίλοβιτς, τενίστρια από τη Σερβία, νούμερο 125 στον κόσμο και κόρη του θρύλου του ευρωπαϊκού μπάσκετ Πρέντραγκ.
Οταν συναντιέται με τον… πεθερό του, ο Ομπλακ δεν έχει πρόβλημα να μιλάει και για το άθλημα της πορτοκαλί μπάλας. Εμαθε, άλλωστε, να το αγαπάει μέσω της μεγαλύτερης αδελφής του, Τέζα, η οποία είναι επαγγελματίας και επιβεβαιώνει ότι η Σλοβενία, παρότι είναι μια μικρή κουκκίδα στον παγκόσμιο χάρη με δύο εκατομμύρια κατοίκους, είναι γεμάτη από αθλητικό ταλέντο.
Κορυφαίος της εκπρόσωπος, εκτός βεβαίως από τον διαστημικό Λούκα Ντόντσιτς των Ντάλας Μάβερικς, ο επτά φορές ποδοσφαιριστής της χρονιάς Γιαν Ομπλακ, ο οποίος το βράδυ της Τετάρτης έδιωξε ένα πολύ μεγάλο βάρος από πάνω του. Αλλά και από τον Σιμεόνε, από τον Γκριεζμάν, από την Ατλέτικο…