Στο ελληνικό ποδόσφαιρο, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ένας 16χρονος θεωρείται (και είναι) ένα ακατέργαστο ταλέντο που χρειάζεται πολλή δουλειά και ιδιαίτερη μεταχείριση, προκειμένου να εξελιχθεί, και αυτό σε βάθος χρόνου, σε έναν ποδοσφαιριστή πρώτης γραμμής με σάρκα και οστά.
Μια τέτοια εξαίρεση στον κανόνα ήταν ο Σωτήρης Νίνης. Την έβδομη ημέρα του 2007, σε αγώνα πρωταθλήματος του Παναθηναϊκού με το Αιγάλεω στο Ολυμπιακό Στάδιο, έκανε ντεμπούτο με την πράσινη φανέλα. Δεκαέξι μέρες πριν, στις 22 Δεκεμβρίου, είχε υπογράψει το πρώτο επαγγελματικό του συμβόλαιο. Ηταν μόλις 16 ετών και θα γιόρταζε τα 17α γενέθλιά του στις 3 Απριλίου, όταν θα είχε ήδη 14 παιχνίδια στα πόδια του.
Η υπερπροβολή, οι πομπώδεις τίτλοι των εφημερίδων τύπου «Ο Ελληνας Μέσι» ή «Το παιδί-θαύμα» δεν του έκαναν καλό. Αυτό που του προκάλεσε τη μεγαλύτερη ζημιά, όμως, ήταν η υπερβολική χρησιμοποίηση, η λάθος διαχείριση ενός σώματος που δεν είχε ακόμα διαμορφωθεί και, επί της ουσίας, «κάηκε».
Εκτοτε πέρασαν 17 χρόνια. Ο Νίνης δεν έγινε ποτέ «ο Ελληνας Μέσι», ούτε έκανε την καριέρα που εκείνο το ιστορικό ντεμπούτο του προοιωνιζόταν. Πέραν του Παναθηναϊκού, έπαιξε σε εννέα διαφορετικές ομάδες, σε τέσσερις διαφορετικές χώρες (Ιταλία, Βέλγιο και Ισραήλ, εκτός βεβαίως της Ελλάδας), φόρεσε 33 φορές τη φανέλα της Εθνικής ομάδας, αλλά ποτέ δεν έλαμψε όσο πραγματικά (θα) μπορούσε.
Στα 33 του χρόνια, φλερτάρει έντονα με την (πρόωρη;) αποχώρηση από την αγωνιστική δράση, γνωρίζοντας και ο ίδιος ότι θα έπρεπε να είχε διαχειριστεί διαφορετικά την καριέρα του, αν και ο ίδιος κουβαλάει το μικρότερο μερίδιο ευθύνης. Ηταν μικρός, δεν ήξερε, αλλά δεν είχε και τους κατάλληλους συμβούλους.
Ο Βίκτορ Μουνιόθ, ο προπονητής που του έδωσε την ευκαιρία να εμφανιστεί στο προσκήνιο από τόσο νεαρή ηλικία, ακολούθησε απλώς τη νοοτροπία-φιλοσοφία που έχουν στη χώρα του, την Ισπανία, αναφορικά με τους πολλά υποσχόμενους ποδοσφαιριστές.
Στα 16 του χρόνια ένας παίκτης είναι ταλέντο, αλλά ένα ταλέντο που μπορεί να αγωνίζεται σε επίπεδο Ανδρών. Στην Μπαρτσελόνα, ομάδα στην οποία πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του ο Μουνιόθ ως ποδοσφαιριστής, βιώνουν μια τέτοια κατάσταση εδώ και πάνω από έναν χρόνο.
Η αρχή έγινε με τον Λαμίν Γιαμάλ, ο οποίος ήταν 15 ετών, εννέα μηνών και 16 ημερών (!) όταν έκανε ντεμπούτο με την πρώτη ομάδα, σε αγώνα πρωταθλήματος με την Μπέτις, στις 29 Απριλίου του 2023. Λιγότερο από έναν χρόνο αργότερα, ο έξοχος εξτρέμ έχει καθιερωθεί ως βασικός στην Μπάρτσα, παρότι είναι μόλις 16 ετών.
Κόντρα στην Μπέτις, κατά σύμπτωση, έκανε ντεμπούτο ως βασικός ο Πάου Κουμπαρσί, μία ημέρα πριν από τα 17α γενέθλιά του. Η νέα ανακάλυψη του Τσάβι, ένας πολλά υποσχόμενος κεντρικός αμυντικός που παίζει με την ψυχραιμία και την προσωπικότητα ενός 30άρη, αλλά κινδυνεύει και αυτός από την «υπερφόρτωση». Εχει, άλλωστε, το οδυνηρό παράδειγμα μέσα στα αποδυτήρια, σε ένα ερμάρι λίγο πιο πέρα από το δικό του.
Το 2021, όταν ήταν δεν ήταν ακόμα 18 ετών, ο Πέδρι ήταν περιζήτητος. Ο Ρόναλντ Κούμαν τον είχε καθιερώσει (δικαίως) βασικό στην Μπάρτσα, είχε χρηστεί διεθνής από τον Λουίς Ενρίκε και ένα απίθανο, αλλά υπερφορτωμένο, καλοκαίρι απλωνόταν μπροστά του. Ενα καλοκαίρι που το πληρώνει πολύ ακριβά έκτοτε.
Υστερα από μια γεμάτη και επίπονη σεζόν με τον σύλλογό του, ο χαρισματικός μέσος ενσωματώθηκε στην Εθνική Ισπανίας για το Euro 2020, το οποίο διεξήχθη ένα καλοκαίρι αργότερα λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού. Επαιξε σε όλα τα ματς της διοργάνωσης, όπου αναδείχθηκε μάλιστα ως ο κορυφαίος νεαρός.
Μετά το τέλος των υποχρεώσεων με τους Φούριας Ρόχας, οι οποίοι άγγιξαν την παρουσία στον τελικό, χάνοντας στον ημιτελικό στα πέναλτι από τη μετέπειτα πρωταθλήτρια Ευρώπης Ιταλία, θα έπρεπε να κάνει διακοπές, να ηρεμήσει, να αποφoρτιστεί, να πάρει ανάσες. Αμ δε!
Ο νυν ομοσπονδιακός προπονητής της Ανδρών, Λουίς Ντε λα Φουέντε, θεώρησε πως έπρεπε να στηριχθεί στον Πέδρι και για το ποδοσφαιρικό τουρνουά των Ολυμπιακών Αγώνων του Τόκιο. Παρότι η συγκεκριμένη διοργάνωση δεν περιλαμβάνεται στο επίσημο καλαντάρι της FIFA και οι σύλλογοι δεν είναι υποχρεωμένοι να παραχωρήσουν τους παίκτες τους, στην Ισπανία οι νόμοι προβλέπουν κυρώσεις σε περίπτωση άρνησης ενός ποδοσφαιριστή να ενισχύσει την εθνική ομάδα.
Ο Πέδρι δεν πιέστηκε από τους νόμους, γιατί ήθελε να παίξει στο Τόκιο. Ενιωθε πως ήταν άτρωτος, δεν καταλάβαινε ακόμα πώς έπρεπε να διαχειριστεί το σώμα του. Στην Απω Ανατολή, η Ισπανία κατέκτησε το ασημένιο ολυμπιακό μετάλλιο.
Και ο Πέδρι, βεβαίως, ήταν βασικός σε όλα τα παιχνίδια. Συνολικός απολογισμός εκείνης της σεζόν; 73 ματς με σχεδόν 5.000 λεπτά συμμετοχής, ο πρώτος παγκοσμίως μπροστά από φτασμένους και πολύ μεγαλύτερους σε ηλικία ποδοσφαιριστές, παρότι ο ίδιος μόλις είχε ενηλικιωθεί!
Αυτή η υπερφόρτωση, όπως ήταν φυσικό, είχε συνέπειες, και μάλιστα οδυνηρές. Στις δυόμισι σεζόν που έχουν ακολουθήσει, ο Πέδρι έχει εννέα μυϊκούς τραυματισμούς (!) διαφορετικής σοβαρότητας, έχει μείνει εκτός δράσης πάνω από 450 ημέρες και έχει χάσει 77 παιχνίδια.
Οι ημέρες και οι αγώνες, δυστυχώς, θα… αυγατίσουν κι άλλο, αφού αυτή την εποχή ο ποδοσφαιριστής είναι (ξανά) τραυματίας, παρότι πήρε επτά κιλά σε μυϊκή μάζα και, θεωρητικά, θα έπρεπε να είχε αναπτύξει μεγαλύτερες και πιο αποτελεσματικές άμυνες για την ευάλωτη σωματοδομή του.
Ο Ντε λα Φουέντε, ο οποίος είχε συμβάλει (άθελα ή ηθελημένα, ελάχιστη σημαία έχει) στο «κάψιμο« του Πέδρι, κάλεσε τον Κουμπαρσί για τα φιλικά της Ισπανίας με Κολομβία και Βραζιλία, στο πλαίσιο της προετοιμασίας ενόψει του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος.
Ενθουσιασμένος ο πιτσιρικάς αναμένεται να γίνει στα 17 του ο νεαρότερος αμυντικός που φοράει την φανέλα με το εθνόσημο. Και, παρότι ακόμα δεν έχει γίνει διεθνής, το όνομά του «παίζει» ήδη για την αποστολή της Ισπανίας για το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα και, βεβαίως, για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού.
«Αν μπορέσω να ξεπεράσω τον Σέρχιο Ράμος, που είναι ίνδαλμα, θα ήταν πολύ καλό», ήταν η φιλόδοξη ατάκα του 17χρονου Καταλανού. Πόσες συμμετοχές έχει με την εθνική ομάδα ο 37χρονος πλέον στόπερ της Σεβίλλης, πρωταθλητής Ευρώπης και Κόσμου με την Ισπανία; Μόλις… 180!
Η υπερφόρτωση, όμως, δεν απειλεί μόνο τον Κουμπαρσί, αλλά και τον φίλο και νεότερο συμπαίκτη του Γιαμάλ, τους Νίκο Γουίλιαμς και Οϊάν Σανθέτ της Αθλέτικ Μπιλμπάο και τον Αλεξ Μπαένα της Βιγιαρεάλ. Ολοι έχουν πιθανότητες να δώσουν το «παρών» και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα και στους Ολυμπιακούς Αγώνες, μετά από μια τρομερά απαιτητική και γεμάτη σεζόν με τις ομάδες τους.
Είναι ιδεατό τα ταλέντα να μη μένουν τέτοια, να δουλεύουν και να δουλεύονται όπως πρέπει για να εξελιχθούν σε σπουδαίους αθλητές. Πρέπει, όμως, να γίνει η κατάλληλη διαχείριση, προκειμένου τα ταλέντα να μην καούν και να μην αναπολούν με θλίψη, χρόνια αργότερα, τι μπορούσαν να είχαν γίνει και τι εντέλει έγιναν…