Στις 25 Νοεμβρίου του 2012, στο γήπεδο «Ciutat de Valencia» της Λεβάντε και σε αγώνα για το ισπανικό ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα, η Μπαρτσελόνα παρατάχθηκε με μια ενδεκάδα που περιελάμβανε δέκα παίκτες από το φυτώριό της και τον Ντάνι Αλβες.
Στο 15ο λεπτό της αναμέτρησης, όμως, ο Βραζιλιάνος αμυντικός τραυματίστηκε και έγινε αλλαγή. Τη θέση του πήρε ο Μαρτίν Μοντόγια, νυν παίκτης του Αρη, ο οποίος επίσης προερχόταν από τη Μασία, την περίφημη ακαδημία των Μπλαουγκράνα που έχει αναδείξει εκατοντάδες ταλέντα στο πέρασμα των χρόνων.
Στον αγωνιστικό χώρο, για πρώτη φορά στην ιστορία της, η Μπάρτσα είχε ταυτόχρονα έντεκα παιδιά της, τα οποία έφτασαν σε μια άνετη νίκη με σκορ 4-0. Εκείνο το ματς έμεινε για πάντα στην ιστορία ως ο αγώνας «των έντεκα της Μασία».
Εκτός από τον Μοντόγια στο δεξί άκρο της άμυνας, κάτω από τα δοκάρια ήταν ο Βίκτορ Βαλδές. Την τετράδα της οπισθοφυλακής συμπλήρωναν Ζεράρ Πικέ, Κάρλες Πουγιόλ και Τζόρντι Αλμπα, η τριάδα της μεσαίας γραμμής αποτελούνταν από τους Σεσκ Φάμπρεγας (ένα γκολ), Σέρχιο Μπουσκέτς, Τσάβι και αυτή της επίθεσης από τους Λιονέλ Μέσι (δύο γκολ), Πέδρο και Αντρές Ινιέστα (ένα γκολ).
Στην άκρη του πάγκου των φιλοξενουμένων καθόταν ο Τίτο Βιλανόβα. Ο πρώην βοηθός και στενός φίλος του Πεπ Γκουαρδιόλα ο οποίος, όταν ο Πεπ αποφάσισε λίγους μήνες νωρίτερα να αποχωρήσει, επέλεξε να παραμείνει στον σύλλογο, να τον διαδεχθεί στην τεχνική ηγεσία και, μάλιστα, να οδηγήσει την ομάδα της καρδιάς του(ς) στην κατάκτηση του πρωταθλήματος με συγκομιδή εκατό βαθμών, για πρώτη φορά στην ιστορία της.
Την εποχή που διεξήχθη ο ιστορικός αγώνας, ο Τίτο έδινε ήδη άνιση μάχη με καρκίνο στην παρωτίδα. Μια μάχη που τον λύγισε εντέλει σαν σήμερα (25/04) πριν από δέκα χρόνια, μόλις στα 45 του χρόνια και αφού είχε παλέψει για τρία με χημειοθεραπείες, υποτροπές και αμέτρητες, οδυνηρές νοσηλείες.
Ο Τσάβι, μέλος εκείνης της ιστορικής ενδεκάδας, είχε καθημερινή και άμεση επαφή με τον Τίτο, με την ιδιότητα του πρώτου αρχηγού. Και η μοίρα θέλησε, ανήμερα της «μαύρης» επετείου από τον πρόωρο χαμό του, να ανακοινωθεί η παραμονή του στο τιμόνι της Μπαρτσελόνα, όπου θέλει να ολοκληρώσει ό,τι δεν μπόρεσε ο Βιλανόβα: Να επαναφέρει την Μπάρτσα στις ρίζες της, στην ουσία της ύπαρξής της.
Η φετινή σεζόν, όπως συνέβη σε άλλες δύο από τις προηγούμενες τέσσερις, θα λήξει χωρίς τίτλο για την ποδοσφαιρική ομάδα. Τα τεράστια οικονομικά προβλήματα και τα χρέη που ξεπερνούν το ένα δισ. ευρώ, υποχρέωσαν τη διοίκηση να πουλήσει περιουσιακά στοιχεία και τον προπονητή να επενδύσει στο ταλέντο του φυτωρίου, αφήνοντας στην άκρη τις «χρυσές» μεταγραφές που, συν τοις άλλοις, απέτυχαν παταγωδώς.
Ουσμάν Ντεμπελέ, Φιλίπε Κοουτίνιο και Αντουάν Γκριεζμάν στοίχισαν συνολικά πάνω από 400 εκατ. ευρώ, δεν δικαιολόγησαν ούτε το 1/3 των χρημάτων που δαπανήθηκαν για χάρη τους και, μάλιστα, οι δύο πρώτοι είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο σε δύο από τις «μαύρες», ευρωπαϊκές σελίδες της Μπαρτσελόνα.
Ο Βραζιλιάνος, ως δανεικός από τους Καταλανούς, σημείωσε δύο γκολ στο ιστορικά ταπεινωτικό 8-2 από την Μπάγερν Μονάχου στο Final-8 του Champions League τον Αύγουστο του 2020, στη «φούσκα» της Λισσαβόνας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού.
Και ο Ντεμπελέ, με δύο γκολ και ένα κερδισμένο πέναλτι στα δύο παιχνίδια των φετινών προημιτελικών με την Παρί Σεν Ζερμέν, έβαλε τέλος στο όνειρο του Τσάβι να οδηγήσει την ομάδα μέχρι τον τελικό, για πρώτη φορά μετά από εννέα χρόνια. Για πρώτη φορά από το 2015, όταν ως αρχηγός σήκωσε το πέμπτο (και τελευταίο μέχρι σήμερα) Champions League της Μπαρτσελόνα.
Οι καλές εμφανίσεις της ομάδας στην Ευρώπη, παρά τον αποκλεισμό, αλλά κυρίως το γεγονός ότι ο Τσάβι πόνταρε στα παιδιά της Μασία για την επόμενη ημέρα, έπεισαν τον ίδιο και τη διοίκηση να παρατείνουν τη συνεργασία τους. Και αυτό παρότι στις 27 Ιανουαρίου, ύστερα από εντός έδρας ήττα με 5-3 από τη Βιγιαρεάλ (ομάδα της ευρύτερης περιοχής του… Λεβάντε), είχε ανακοινώσει ότι θα αποχωρήσει από την ομάδα στο τέλος της σεζόν.
Εξαιτίας οικονομικής ανάγκης, αλλά κυρίως επειδή ο ίδιος ανδρώθηκε και αναδείχθηκε μέσα από τη Μασία, ο Τσάβι καθιέρωσε ως βασικούς τον 17χρονο κεντρικό αμυντικό Πάου Κουμπαρσί και τον 16χρονο εξτρέμ Λαμίν Γιαμάλ, οι οποίοι προορίζονται για κολόνες της ομάδας την επόμενη δεκαετία.
Για τον Γιαμάλ, η Παρί Σεν Ζερμέν έφτασε στο σημείο να προσφέρει 200 εκατ. ευρώ, αφού βλέπει στο πρόσωπό τον ιδανικό διάδοχο του αποχωρήσαντα το καλοκαίρι Κιλιάν Μπαπέ. Ο πρόεδρος Τζουάν Λαπόρτα έκλεισε την πόρτα στα μούτρα του ομολόγου του, Νασέρ Αλ Κελαϊφί, ξεκαθαρίζοντας ότι ο πιτσιρικάς δεν παραχωρείται.
Αυτό ισχύει μόνο για τον Γιαμάλ, τον Κουμπαρσί, τον 19χρονο μέσο Γκάβι, τον 21χρονο μέσο Πέδρι και τον 19χρονο Σενεγαλέζο κεντρικό αμυντικό Μικαΐλ Φαγέ, ο οποίος ξεχώρισε στη δεύτερη ομάδα και την επόμενη σεζόν θα ανέβει στην πρώτη.
Για όλους τους υπόλοιπους παίκτες του ρόστερ, οι Καταλανοί είναι ανοιχτοί σε προτάσεις. Και, μάλιστα, δεν αποκλείεται να προχωρήσουν σε πωλήσεις ποδοσφαιριστών που λογίζονται ως βασικοί, όπως ο Ουρουγουανός κεντρικός αμυντικός Ρόναλντ Αραούχο και ο Ολλανδός μέσος Φρένκι ντε Γιονγκ, η χρηματιστηριακή αξία των οποίων υπολογίζεται σε 70 εκατ. ευρώ έκαστος.
Ο Τσάβι, ο οποίος μέσω του ποδοσφαίρου έχει δημιουργήσει περιουσία που ξεπερνάει τα 50 εκατ. ευρώ, συμφώνησε να αναλάβει την Μπαρτσελόνα με πολύ λιγότερα χρήματα απ’ ό,τι πήραν προκάτοχοί του όπως ο Χεράρδο Μαρτίνο, ο Ερνέστο Βαλβέρδε ή ο Ρόναλντ Κούμαν.
Τα χρήματα, άλλωστε, δεν ήταν το κίνητρο του 44χρονου προπονητή. Αλλά να καταφέρει η Μασία και πάλι να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην πρώτη ομάδα της Μπάρτσα. Και δείχνει να τα καταφέρνει περίφημα σε αυτή την αποστολή.
Με Κουμπαρσί – Γιαμάλ ως σημεία αναφοράς, τους Φερμίν Λόπεθ, Αλεχάντρο Μπάλντε, Εκτορ Φορτ, Μαρκ Γκιου να τους συνοδεύουν και πολλούς να έρχονται από κάτω με φιλοδοξίες: Φαγέ, Μαρκ Κασαδό, Αλέξις Ολμέδο, Γκίγε Φερνάντεθ, Νόα Ντάρβιτς, Αλέις Γκαρίδο, Μαρκ Μπερνάλ, Πάου Πριμ…
Ολοι, βεβαίως, δεν πρόκειται να κάνουν καριέρα στην πρώτη ομάδα, ακόμα και αν ο Τσάβι τους δώσει ευκαιρίες με τους μεγάλους. Η παρουσία τους, όμως, συνιστά τη μεγάλη κληρονομιά που θα αφήσει ο άνθρωπος που ως παίκτης κατέκτησε 25 τίτλους και πέρυσι οδήγησε την ομάδα στην κατάκτηση του πρωταθλήματος μετά από τέσσερα χρόνια, κουβαλώντας πάντα μέσα του το DΝA της Μασία. Οπως το είχε και το τιμούσε ο Τίτο Βιλανόβα, ο οποίος έφυγε πρόωρα από τη ζωή, σαν σήμερα (25/04) πριν από δέκα χρόνια.