Τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης που γιορτάσαμε φέτος, άφησαν ένα πολύ έντονο στίγμα που ακόμα και σήμερα είναι κομμάτι της ταυτότητάς μας. Κάποιες φορές μας δυσκολεύει να είμαστε συντονισμένοι με το παγκόσμιο χωριό και τα γεγονότα του, κι άλλες φορές μας διευκολύνει γιατί νιώθουμε ξεχωριστοί και αυτό μας ικανοποιεί.
Πορευτήκαμε και μεγαλώσαμε μέσα από την τέχνη αυτά τα 50 χρόνια με μύθους αλλά και αλήθειες. Κάποιοι απ’ αυτούς ξεπεράστηκαν, αλλά κάποιοι εξακολουθούν και σήμερα να είναι ζωντανοί. Μύθοι και αλήθειες που κυρίως προέρχονται από την πόλωση και τον διχασμό που μας χαρακτηρίζει τα τελευταία 100 χρόνια.
Εν ολίγοις, ό,τι ζήσαμε στην τέχνη και τον πολιτισμό ήταν φυσικό επακόλουθο αυτού που ζήσαμε στην πολιτική και στην κοινωνία. Πολλά απ’ όσα θεωρούσαμε σωστά δεν ήταν τίποτα περισσότερο παρά η δική μας ιδεολογική ματιά επάνω στα πράγματα.
Σχεδόν για 50 χρόνια, κάτι που ίσχυε ως αξίωμα σε μια μεγάλη και σημαντική μερίδα που παρακολουθεί αλλά και διαμορφώνει τα θέματα του πολιτισμού, ήταν ότι ο ηθοποιός που παίζει στην τηλεόραση ή και δευτερευόντως στο σινεμά δεν μπορεί να είναι το ίδιο καλός με τον ηθοποιό του θεάτρου. Πιθανόν και να ισχύει, όμως αυτό απέτρεπε για πάρα πολλά χρόνια πολύ καλούς ηθοποιούς από το να συμμετέχουν σε τηλεοπτικές σειρές. Επρεπε να έρθει η πανδημία και να πλημμυρίσουν οι καλές τηλεοπτικές σειρές με ηθοποιούς από το θέατρο, οι οποίοι έδωσαν χαρακτήρα και ποιότητα παίζοντας καταπληκτικά τους ρόλους τους και στη μικρή οθόνη.
Ο μύθος της σύγκρουσης του εμπορικού με το ποιοτικό κυριάρχησε σε ολόκληρη τη Μεταπολίτευση. Οσο λιγότερο κόσμο συγκέντρωνε μία θεατρική παράσταση τότε τόσο πιο ποιοτική ήτανε και αντίθετα, όσο πιο πολύς κόσμος πήγαινε να δει μία θεατρική παράσταση, τόσο περισσότερο έδειχνε ότι δεν είχε να προσφέρει κάτι στον απαιτητικό θεατή. Ο σκηνοθέτης του κινηματογράφου, Νίκος Περάκης, φαντάζομαι έχει να διηγηθεί μερικές ιστορίες γύρω από αυτό. Ποτέ δεν μπορέσαμε να ξεχωρίσουμε τον ρόλο που παίζει η μέινστριμ τέχνη και τον ρόλο που παίζει η αβανγκάρντ, ίσως γιατί ποτέ δεν εκπαιδευτήκαμε για το πόσο απαραίτητες είναι και οι δύο μορφές έκφρασης σε μία κοινωνία. Αντί να συνυπάρχουν με έναν τρόπο δικό τους, ουσιαστικά συγκρούονται λυσσαλέα συνεχώς.
Τον μύθο τροφοδότησε και η επικράτηση μιας αριστερόστροφης ιδεολογικά κουλτούρας που απαξίωνε μία τέχνη που αναζητούσε να είναι πιο ανάλαφρη, πιο διασκεδαστική και ίσως κάποιες φορές και πιο παρηγορητική. Γενικά η μεγάλη τέχνη έπρεπε να φέρει και τη σφραγίδα της «ανήσυχης» πολιτικά τέχνης και ακόμα καλύτερα να έχει και συγκεκριμένο πρόσημο.
Στο όνομα ακριβώς αυτού του «διχασμού» ζήσαμε και κάτι άλλο: την απουσία αναγνώρισης σε μεγάλους καλλιτέχνες επειδή υπηρέτησαν ένα είδος το οποίο κοινωνικά δεν ήταν αποδεκτό. Αντίθετα άλλοι καλλιτέχνες, οι οποίοι, ακριβώς επειδή ενδύθηκαν τον μανδύα του πολιτικά ανήσυχου, ευνοήθηκαν πάρα πολύ στην αποδοχή από το κοινό και στην προβολή τους. Το έντεχνο κυριάρχησε τουλάχιστον στα 40 από τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης. Ετσι λοιπόν, όποιος ανήκε στον χώρο, ή και απλώς χρησιμοποιούσε την ταμπέλα του έντεχνου, είχε πολύ πιο εύκολα πρόσβαση και στα media αλλά και στο κοινό, σε αντίθεση με αυτούς που ανήκαν για παράδειγμα στην ποπ ή τη λαϊκή μουσική. Εδώ δύο πολύ ευδιάκριτα παραδείγματα είναι ο Κώστας Τουρνάς, ένας από τους κορυφαίους τραγουδοποιούς στην Ελλάδα, που ακόμη και σήμερα δεν νομίζω ότι έχει αναγνωριστεί σύμφωνα με το αληθινό του μέγεθος, και στη λαϊκή μουσική ο Γιώργος Ζαμπέτας, μέσα στους 3-4 μεγαλύτερους και πιο αυθεντικούς λαϊκούς σύνθετες μας και ένας μεγάλος μουσικός. Το γνήσιο λαϊκό τραγούδι μας έμεινε για πολλά χρόνια στην αφάνεια σε αντίθεση με το έντεχνο και το πολιτικό τραγούδι και ευτυχώς που κάποια στιγμή, εκεί στη δεκαετία του ’90, του δώσανε μια εκλεκτική μάτια η Δήμητρα Γαλάνη και η Λίνα Νικολακοπούλου στο χάραμα και ξαναμπήκε στη ζωή μας. Οπως και πολλά χρόνια μετά, σχεδόν 50, μπαίνει το παραδοσιακό τραγούδι στις ζωές μας, αφού για πολλά χρόνια το αποφεύγαμε λόγω της ταύτισής του με τη χούντα.
Το ίδιο όμως συνέβη και με είδη μουσικής που μας έρχονται από το εξωτερικό. Η disco για παράδειγμα δεν αναγνωρίστηκε ποτέ σαν αξιόλογη μουσική, ίσως γιατί απευθυνόταν περισσότερο στο σώμα παρά στο μυαλό. Στην Ελλάδα τα σκήπτρα της ποιοτικής μουσικής τα κατείχε πάντοτε η ροκ, αφού κυριάρχησε τόσο μουσικά όσο και ιδεολογικά. Ηταν τόσο ξεκάθαρο ότι το rock δεν είναι μουσική αλλά κοινωνικό ρεύμα με πολιτικά χαρακτηριστικά, ώστε αν κάποιος rock τραγουδοποιός, ο Ντίλαν για παράδειγμα, παρέκκλινε της πορείας και της ιδεολογίας του, τότε το ελληνικό κοινό του –ειδικά αυτό της Μεταπολίτευσης– του ασκούσε πολύ έντονη κριτική και τον εγκατέλειπε. Ακόμα και οι Rolling Stones, οι ευνοημένοι στη σύγκριση με τους Beatles –στην Ελλάδα και μόνο στην Ελλάδα– όταν έβαλαν στοιχεία ντίσκο μουσικής σε δύο άλμπουμ της δεκαετίας του ’70, το κοινό τους τούς αποδοκίμασε έντονα και χαρακτηριστικά τους γύρισε την πλάτη. Ευτυχώς για λίγο.
Στη Μεταπολίτευση μάθαμε ότι η τέχνη πρέπει να είναι δωρεάν και, αν δεν είναι δωρεάν, πρέπει να είναι οπωσδήποτε προσιτή στον λαό. Ολα μπορούν να είναι ακριβά –σπίτια, φαγητά, αυτοκίνητα, διακοπές– αλλά όχι τέχνη. Νομίζω ότι κι αυτό το μαθαίνουμε αυτή την περίοδο με επώδυνο τρόπο. Ενα από τα στοιχεία που υπερεκτιμήθηκαν στην τέχνη κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης ήταν ο αυθορμητισμός και οι προθέσεις. Σπουδαίος καλλιτέχνης δεν είναι αυτός που το αποτέλεσμά του είναι σπουδαίο αλλά αυτός που έχει καλές προθέσεις, ενώ ο αυθορμητισμός ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά του μεγάλου καλλιτέχνη. Ενα βράδυ ρώτησα τον Διονύση Σαββόπουλο, ύστερα από 7-8 παραστάσεις που είχα δει συνεχόμενες στα 9/8, πώς καταφέρνει και κρατάει την αφήγησή του τόσο ζωντανή και ταυτόχρονα ακούγεται αυθόρμητη. «Ωωωω, μα αγαπητέ» μου απάντησε με το χαρακτηριστικό του ύφος, «όλο αυτό που βλέπεις κάθε βράδυ το προετοιμάζω έξι μήνες πριν μπροστά στον καθρέφτη μου». Ο μύθος του αυθορμητισμού καταρρίφθηκε για μένα σε 3 δευτερόλεπτα.
«Το συνθεσάιζερ δεν έχει ψυχή, δεν έχει συναίσθημα» συνήθιζαν να λένε πολλοί στα τέλη του ’70 και σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80. Μπορείτε, λόγου χάρη, να δείτε το υπέροχο ντοκιμαντέρ που έχει γυρισθεί για τη Λένα Πλάτωνος με τίτλο λπ. Αναφερόμενος στο άλμπουμ Σαμποτάζ, ένας από τους συνεργάτες της Λένας Πλάτωνος εκείνη την περίοδο χρησιμοποιεί ακριβώς αυτές τις λέξεις. Η ελληνική κοινωνία, ιδιαίτερα στη Μεταπολίτευση, αναζητάει στην τέχνη ψυχή και συναίσθημα σαν να αγνοεί ότι αυτά δεν είναι ποιότητες που αποδίδονται στα μουσικά όργανα, αλλά στον καλλιτέχνη. Είναι μάλλον μια κοινωνία συντηρητική, κλεισμένη στον μικρόκοσμό της, που έχει χάσει το βασικό της χαρακτηριστικό: τον κοσμοπολιτισμό της. Ισως γι’ αυτό και το Σαμποτάζ αγαπήθηκε από ένα μικρό κοινό τότε, που άκουγε κυρίως μουσική από το εξωτερικό, ροκ, progressive και new wave. Το συνθεσάιζερ είχε και ψυχή και συναίσθημα, αν βέβαια τα είχε αυτά και ο χειριστής του. Επίσης μίκρυνε τον όγκο της μουσικής πληροφορίας που μπορεί να χωρέσει σε ένα όργανο, μίκρυνε τις αποστάσεις, αύξησε τις ταχύτητες και πρόσφερε απίστευτες δυνατότητες δημιουργικά.
Το εργαλείο ή το όργανο δεν μπορεί να ευθύνεται ποτέ για την απουσία ή την παρουσία του συναισθήματος.
Οι Ελληνες καλλιτέχνες στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, ακόμα και όσοι στοχεύουν στο εξωτερικό, μοιάζει πρωτίστως να αναζητούν το μπράβο, το χειροκρότημα και την αναγνώριση που θα πάρουν εντός της χώρας από τον κόσμο που αλληλεπιδρά μαζί τους καθημερινά. Εχουμε το σύνδρομο του πρώτου στο χωριό. Εχω μια εντύπωση ότι αυτοί που δεν πολυασχολήθηκαν με το τοπικό καζάνι που βράζει συνεχώς είναι και αυτοί που πέτυχαν τα σημαντικότερα επιτεύγματα: Νανά Μούσχουρη, Βαγγέλης Παπαθανασίου, Ντέμης Ρούσσος και πρόσφατα ο Γιώργος Λάνθιμος.
Πολλούς από αυτούς τους μύθους δεν καταφέραμε να τους ξεπεράσουμε έως σήμερα. Ομως βρήκαμε έναν τρόπο να παρακάμψουμε τις τύψεις και τις ενοχές για όσα η Μεταπολίτευση μας «απαγόρευε», και τα ονομάσαμε «ένοχες απολαύσεις». Τελειώσαμε με την καταπίεση που επιβάλλει κάποιες φορές η κυρίαρχη κουλτούρα για να μπορέσουμε λίγο να γλυκάνουμε την καθημερινότητά μας, να την απολαύσουμε χωρίς ενοχές και χωρίς κανείς να μας κουνάει το δάχτυλο σαν μια αληθινή αστυνομία της αισθητικής.
Πιθανότατα όλο αυτό που ζήσαμε στην τέχνη και τον πολιτισμό στη Μεταπολίτευση να ήταν αποτέλεσμα έλλειψης παιδείας αλλά και αποκλεισμού και απομόνωσης από το διεθνές γίγνεσθαι, λόγω δικτατορίας.
Οι λαοί χρειάζονται και τους μύθους τους και σίγουρα κάποιοι απ’ αυτούς είναι απαραίτητοι για να μπορεί ένας λαός να αισθάνεται διαφορετικός και ξεχωριστός μέσα στον ωκεανό της παγκοσμιοποίησης. Αλλά είναι άλλο ο μύθος και άλλο η αυταπάτη!