Στις Ιστορίες Καλοσύνης (2024) δεν πέφτει καρφίτσα. Οι ιδιοκτήτες του σινεμά δεν υπόσχονται. Μπορεί να μην μπούμε όλοι. Ολοι θέλουν να δουν «τον Λάνθιμο» και μετά να ’χουν γνώμες. Κάποιοι παραιτούνται και σκορπούν στα γύρω μαγαζιά της Βαλτετσίου, όμως μία κυρία βρίσκει την ευκαιρία να παραπονεθεί για τον «αποκλεισμό» (αυτή τη λέξη χρησιμοποιεί) των ανθρώπων της γενιάς της όταν το παιδί που κόβει τα εισιτήρια της εξηγεί ευγενικά πως θα μπορούσε να είχε αγοράσει εισιτήριο ηλεκτρονικά.
Η κυρία, που έχει ντυθεί με τα καλά της, αλλά στο χαλαρό, και που φοράει κοσμήματα και μακιγιάζ, του εξηγεί πως σιχάθηκε να μπαίνει στο Ιντερνετ για τα πάντα. Πως ορισμένα πράγματα δεν τα καταλαβαίνει εδώ και καιρό – δεν το λέει σαν να είναι καμία ανήμπορη, πιο πολύ σαν να υπονοεί ότι δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα. Θέλω να ’ρθω στο σινεμά της γειτονιάς και να εξυπηρετηθώ στο ταμείο. Αμα είναι και γι’ αυτό να στραφώ στον υπολογιστή, άστο, δεν γουστάρω. Κάπως έτσι τα λέει.
Επιχειρώ να αξιοποιήσω αυτή την ώρα, για να καταλάβω σε τι αφορούν οι Ιστορίες Καλοσύνης, αλλά γρήγορα συνειδητοποιώ ότι το να διαβάζεις τις περιγραφές στις ταινίες του Λάνθιμου είναι σαν να διαβάζεις τα συστατικά στα πατατάκια – δεν έχει και πολύ νόημα και θα το φας έτσι κι αλλιώς. Η κορύφωση του καβγά έρχεται όταν η κυρία εξηγεί πως όλη αυτή η κατάσταση όπου τα πάντα είναι ηλεκτρονικά έχει καταντήσει μία απάνθρωπη αηδία και μετά βρίσκουμε εισιτήρια και μπαίνουμε και παρακολουθούμε γι’ αρκετή ώρα στιγμές μεγάλης βίας που όμως έχουν πλάκα.
Η σπουδαία συγγραφέας Ali Smith έχει μία ιστοριούλα, The Human Claim (Public Library and other stories, Penguin), όπου μία γυναίκα χρεώνεται ένα εισιτήριο που ποτέ δεν αγόρασε. Η κάρτα της και η αεροπορική εταιρεία ισχυρίζονται πως ταξίδεψε κάπου, ενώ η ίδια το αρνείται. Πασχίζει για κάμποσες σελίδες να μιλήσει με κάποιον άνθρωπο στη γραμμή παραπόνων ακούγοντας πρώτα όλες αυτές τις άθλιες μουσικές αναμονής και νιώθοντας συντετριμμένη που τόσο εύκολα ένα μηχάνημα μπορεί να ισχυριστεί για αυτήν κάτι που δεν σηκώνει αντίλογο. Οταν φτάνει στον άνθρωπο της εξυπηρέτησης, αυτός μιλάει σαν ρομπότ, της ασκεί κάποιου είδους βία με το να είναι τόσο άνιωθος. Η ιστορία της Ali Smith ανοίγει μία καταπακτή μοναξιάς: ένας κόσμος χωρίς νόημα, όπου όταν θέλεις ν’ ανταλλάξεις δυο κουβέντες σού απαντούν αυτόματα. Βρίσκει τους αγαπημένους της συγγραφείς και κουρνιάζει εκεί προστατευμένη. Η ποιητική της γλώσσα είναι μία διακήρυξη ελευθερίας. Οκέι, θα πει κανείς, έτσι σκέφτονται οι γέροι. Λογικό. Οι νέοι;
«Δεν θυμάμαι πώς είναι να σ’ αγγίζει και να σ’ αγκαλιάζει κάποιος», γράφει ένας/μία χρήστης του γιουτιούμπ, αναμφισβήτητα νεαρής ηλικίας, κάτω από ένα βιντεάκι με lo-fi μουσική. Και σκέφτομαι πως στη δική μας εποχή έχουν καταρρεύσει διάφορες ψιλοσίγουρες εναλλακτικές κοινωνικοποίησης. Η εκκλησία, η δουλειά, το εκτενές συγγενολόι, ένα δίκτυο ομοίων (π.χ. το συνδικάτο ή η τάδε ένωση ανθρώπων με την χ ιδιότητα). Ολ’ αυτά δεν παίζουν πια. Ή, όταν υπάρχουν, δεν μπορούν να πωρώσουν όπως πώρωναν τον κόσμο παλιά, δεν μπορεί κανείς να «επενδύσει» υπερβολικά στις σχέσεις με συναδέλφους, να γραφτεί στο συνδικάτο και να το αναγάγει σε βασικό στοιχείο της ζωής του. Ισχυρίζομαι πως υπάρχει μια μεγάλη, συγκλονιστική ελευθερία μέσα σ’ όλο αυτό. Αυτή η ελευθερία, όμως, απαιτεί και μία άλλη ηθική, για να στεριώσει.
Δεν έχουμε τις έτοιμες πηγές νοήματος του παρελθόντος. Τις νόρμες, τους κανόνες, τα μοτίβα συμπεριφοράς. Δεν κάνουμε παρέα με τ’ ανίψια μας, δεν ζούμε σε οικογένειες δώδεκα ατόμων. Δεν ξέρουμε από τότε που γεννιόμαστε το επάγγελμά μας. Καλούμαστε, ελεύθεροι, να νοηματοδοτήσουμε τη ζωή μας, να κάνουμε επιλογές. Ομως, οι περισσότεροι αισθάνονται να συντρίβονται από τα ενδεχόμενα. Είμαστε σαν τους ανθρώπους που ξέφυγαν από κάποιο ανελεύθερο καθεστώς κι ο ελεύθερος κόσμος τούς μπερδεύει. Η ελευθερία που θέλαμε τόσο πολύ μάς τρομάζει κι από την άλλη πλευρά του τείχους δεν είναι τελικά ο παράδεισος. Οπως ο τύπος στην πρώτη από τις Ιστορίες Καλοσύνης που νοσταλγεί τη φροντίδα του εργοδότη-μπαμπά, τις προδιαγεγραμμένες επιλογές, την προδιατυπωμένη ημέρα: θα πιεις χυμό, θα φας φιλέτο, θα πιεις ένα βέρτζιν κοκτέιλ, το βράδυ θα διαβάσεις Αννα Καρένινα.
Θα πάρεις το άχρηστο έπαθλο, αρκεί να εκτελείς. Θ’ απαλλαγείς από την αγωνία των επιλογών. Η ελευθερία σου θα γίνει ανάλαφρη, σαν του σκύλου όταν τον λύνουν, για να κάνει τις ανάγκες του. Μα δεν τη βλέπουμε γύρω μας αυτή την τάση; Για τόσους νέους ανθρώπους τα καλύτερα τους χρόνια είναι πίσω τους! Στο λύκειο, όταν ήξερες τι έπρεπε να κάνεις, για να πάρεις το έπαθλο. Οταν έμενες με τη μαμά και τον μπαμπά, όταν είχες τον κόσμο στα χέρια σου. Εκεί μπορείς πάντα να ξαναγυρίζεις, πίσω! Νοσταλγικά, ανένοχα. Τυχαία είναι ο Κυνόδοντας (2009) το εθνικό μας έπος;
Στην ταινία του Καουρισμάκι O Ανθρωπος Χωρίς Παρελθόν (2002) ένας άνθρωπος χάνει τη μνήμη του μετά από ένα χτύπημα στο κεφάλι. Αρχίζει από το μηδέν. Ζει σαν άστεγος σε κάτι παραπήγματα του λιμανιού και κάνει παρέα με ξοφλημένους. Όπως σε πάμπολλες ταινίες του Καουρισμάκι, γνωρίζει μία κοπέλα, της ζητάει να πάνε ραντεβού, συνδέονται με τα νήματα του έρωτα. Πιάνουν το νόημα. Ευτυχία.
Ο άνθρωπος της ταινίας επιβιώνει χάρη στον οίκτο, στην τρυφερότητα και τελικά την καλοσύνη ενός περιορισμένου αριθμού ανθρώπων. Η καλοσύνη των ξένων λάμπει πλάι στις πράξεις σκληρότητας και αδιαφορίας των αγνώστων. Κάποιος τον χτυπάει στο κεφάλι, άλλος τον ληστεύει ενώ κείται αναίσθητος, τρίτος αδιαφορεί όταν στο νοσοκομείο φαίνεται να μη συνέρχεται. Ομως, κάποιος άλλος τον περιθάλπει, κάποια τον στυλώνει, ένας τρίτος τού βρίσκει στέγη. Ο τύπος ξαναβρίσκει τον κόσμο και τα νήματα που τον συνδέουν μ’ αυτόν, επειδή έχει έχει δυο-τρεις ανθρώπους που του φέρονται τρυφερά.
Μπορεί να συνέλθει, μπορεί και όχι. Στη διαδρομή, η τρυφερότητα κι η καλοσύνη των άλλων, οι ρωγμές στο πέπλο βίας, μοναξιάς και εξουσίας που τον περιβάλλει, θα παίξουν ρόλο. Στην ταινία του Λάνθιμου, από την άλλη, δεν έχει καλό. Μόνο λοβοτομή: η ελευθερία γίνεται δυσβάσταχτο βάρος που τελικά ανταλλάσσεται για μία βίαιη, αρρωστημένη ασφάλεια.
Ο τίτλος της ταινίας του Λάνθιμου είναι παραπλανητικός. Δεν υπάρχει καλοσύνη εκεί μέσα. Το ίδιο και με την ταινία του Καουρισμάκι, δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς παρελθόν. Είναι διαφορετικοί σκηνοθέτες, μιλούν άλλες γλώσσες κι εγώ δεν είμαι και δεν σκοπεύω να το παίξω κριτικός εκ του προχείρου. Τους σκέφτηκα συνδυαστικά, επειδή έτσι. Κι επειδή σαρώνουν στα ταμεία και στις πλατφόρμες. Κάνουμε ουρά ή συνδρομή για να δούμε τις ταινίες τους. Θέλουμε οπωσδήποτε να γνωρίσουμε αυτούς τους ανθρώπους που μάς παρουσιάζουν πρόσωπα ριγμένα μες στον κόσμο, αντιμέτωπα με μία γελοιωδώς μεγάλη γκάμα δεινών. Οι ταινίες τους υπονοούν, με εντελώς διαφορετικές εικόνες, μ’ άλλη αισθητική, αφετηρίες, μέσα και λεξιλόγιο, την ανάγκη για μία ηθική της τρυφερότητας. Αν δεν αγγίξεις και δεν αγγιχτείς, η ζωή είναι ένα παράλογο μαρτύριο. Η ελευθερία αντέχεται σ’ έναν κόσμο που υπάρχει η πιθανότητα να κάνεις το καλό ή να σ’ το κάνουν. Ολα τ’ άλλα είναι ζούγκλα.