Κάθομαι και κοιτάζω για άλλη μια φορά πάνω στη σκηνή της Στέγης τον Νικ Κέιβ, αυτή τη φορά χωρίς την ασφάλεια και την προστασία που του προσφέρει η μπάντα του, οι Bad Seeds. Στα τόσα πολλά χρόνια που τον παρακολουθώ, στα άλμπουμ αλλά και ζωντανά, στα live, προσπαθώ να καταλάβω σε τι κατάσταση είναι, ποιο κομμάτι του εαυτού του βγαίνει προς τα έξω αυτή τη φορά. «Είμαστε ένα μοναδικό και ηρωικό αμάλγαμα τόσο από τα πράγματα που λατρεύουμε όσο κι από αυτά που μας προκαλούν πόνο» είχε γράψει μια φορά. Το βλέπω κάθε φορά που τον συναντώ, είναι διάφανος. Αλλά είναι, όπως όλοι μας και όπως όλοι οι μεγάλοι από τον Γουίτμαν μέχρι τον Ντίλαν, πολλά ταυτόχρονα. Τον παρακολουθώ όταν αρχίζει να μιλάει. Ο Νικ Κέιβ είναι καλά, και χαίρομαι πάρα πολύ γι’ αυτόν. Ξεπερνάω αμέσως μια παλιά ιδέα που υπαγόρευε ότι ο καλλιτέχνης, για να δώσει πραγματικά σπουδαία τέχνη ή παράσταση, πρέπει να υποφέρει. «Είναι ξεπερασμένο», μου λέει κόρη μου.
Και έχει δίκιο.
Για όσους παρακολουθούμε τον Κέιβ από τη δεκαετία του ’80, το ότι έχει φτάσει ως εδώ είναι ένα θαύμα. Τη δεκαετία εκείνη την έζησε βουτηγμένος σε όλα, σαν να μπήκε στην τουρμπίνα ενός αεροπλάνου και να βγήκε ολόκληρος. Δεν είναι όμως θαύμα μόνο το γεγονός ότι τον βλέπουμε εδώ τώρα, αλλά και το ότι είναι στην πιο παραγωγική και ουσιαστική του φάση στα 66 του χρόνια. Πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε της γενιάς του. Κορυφαίος ανάμεσα σε ίσους, ακόμα και αν αγαπώ και εκτιμώ πολύ τον Ντέιβιντ Μπερν, τον Ρόμπερτ Σμιθ και τον Πολ Γουέλερ που εξακολουθούν να είναι δημιουργικοί.
Ομως ο Κέιβ έχει κάτι που δεν το έχουν όλοι αυτοί, έναν τρόπο να βλέπει καθαρά μες στην ψυχή και των πραγμάτων και των ανθρώπων, έναν τρόπο να βλέπει καθαρά την ουσία και το τι είναι σημαντικό. Ο τρόπος που απαντάει σε όσους στέλνουν ερωτήματα στο blog του το δείχνει ξεκάθαρα.
Οι τρεις εμφανίσεις του στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση μου έδωσαν τη δυνατότητα να θυμηθώ ότι υπήρξε μια εποχή που μπορούσαμε να δούμε έναν καλλιτέχνη τόσο κοντά, σαν να παίζει μες στο σαλόνι μας. Το έκαναν παλιότερα στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη ο Τζον Κέιλ, ο Πίτερ Χάμιλ, ο Τζόναθαν Ρίτσμαν για να θυμηθώ ορισμένους.
Η εποχή μας πλέον δεν σου δίνει τέτοιες ευκαιρίες, όλοι κρατάνε μία απόσταση, γι’ αυτό και αυτό που συνέβη το τριήμερο ήταν σπουδαίο και μοναδικό. Χωρίς να είναι το πιο δυνατό live του που έχω δει, διαπίστωσα αυτό που του αρέσει να λέει ο ίδιος: «Είμαι εδώ και είμαι αυτός που βλέπεις».
ΛΑΝΘΙΜΟΣ – ΣΠΡΙΝΓΚΣΤΙΝ 2-2
Υπάρχουν καλλιτέχνες που έπειτα από μια πολύ μεγάλη επιτυχία αναζητούν τον τρόπο που θα μπορέσουν να την επαναλάβουν. Και υπάρχουν και οι άλλοι, που ψάχνουν να βρουν τον τρόπο να την αποφύγουν και θα πάνε κόντρα στην επιτυχία τους, ανακαλύπτοντας έναν διαφορετικό δρόμο. Η επιτυχία για τον δημιουργό λειτουργεί σαν το ναρκωτικό. Κάποιες φορές του θολώνει το μυαλό, κάποιες φορές τον πηγαίνει σε λάθος δρόμους, κάποιες φορές τον αποκοιμίζει. Οι Ιστορίες καλοσύνης είναι για τον Γιώργο Λάνθιμο, μετά την εποχή του Poor Things, ό,τι ήταν το Nebraska για τον Μπρους Σπρίνγκστιν μετά την τεράστια παγκόσμια επιτυχία του Born in the USA. Μια μεγάλη συνειδητή επιστροφή στην αρχή του καλλιτέχνη, στον χαρακτήρα του, στο κέντρο της αμφιβολίας και της δημιουργίας, ένας τρόπος να ισορροπήσει ο ψυχισμός του. Ακόμα κι αν δεν είναι ένα βήμα αυτοπροσδιορισμού και αυτοαμφισβήτησης, ακόμα κι αν είναι ένα μόνο βήμα για να πάρει μια ανάσα, είναι, όπως φαίνεται, μια απαραίτητη επιλογή. Του δίνει τη δυνατότητα για άλλη μια φορά να προκαλέσει τη συμβατική σκέψη και συμπεριφορά και να προσκαλέσει την κριτική ματιά.
Μπορεί πάλι να κάνω απλά λάθος, αλλά σαν οπαδός του Σπρίνγκστιν –ένας ιδεαλισμός και ρομαντισμός μας διακρίνει– θέλω να πιστεύω ότι όλα γίνονται για ένα λόγο σοβαρό!
ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΜΟΥ ΓΙΑ ΕΝΑ MON AMOUR
Το πόσο πολύ μας λείπει ένα Mon Amour από την καθημερινή μας ζωή φάνηκε από το πόσο γρήγορα εξαντλήθηκαν τα εισιτήρια των δύο συναυλιών, που ανακοινώθηκαν πρόσφατα, με καλεσμένο τον εκπρόσωπο της Γαλλίας στη φετινή Eurovision, τον Σλιμανέ. Νομίζω δεν χρειάστηκαν παραπάνω από 24 ώρες για να εξαντληθούν και τα 3.000 εισιτήρια για τις δύο συναυλίες που θα δώσει τον Φεβρουάριο του 2025 ένας τραγουδιστής και καλλιτέχνης τον οποίο μέχρι τις 13 Μαΐου ελάχιστοι γνώριζαν στην Ελλάδα και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο τραγουδιστής με τη δυνατή, και κατ’ επέκταση καθαρή φωνή, και την ακέραιη ερμηνεία εντυπωσίασε με τις ειλικρινείς προθέσεις των αισθημάτων του τους πάντες. Πρέπει να είναι η πρώτη φορά που ένας καλλιτέχνης με ένα τραγούδι γνωρίζει τόσο μεγάλη και άμεση εμπορική επιτυχία. Τον βλέπω του χρόνου για σεζόν στην πόλη…
Η δύναμη του Mon Amour και η δύναμη της τηλεόρασης!
Ακούω: Η Ναλύσα Γκριν έχει τη χάρη να μιλάει και στη γενιά της και στις γενιές πριν από αυτή. Η ποπ που φτιάχνει είναι καλαίσθητη, τρυφερή και κουβαλάει μια αστική τρυφερότητα που σπάνια τη συναντάω σε σημερινές κυκλοφορίες. Παρότι δεν χρειάζεται συγκρίσεις και αναφορές, και αυτός της ο δίσκος είναι ένα ωραίο κλείσιμο του ματιού στη Λένα Πλάτωνος. Και είναι τόσο όσο. Το καινούργιο της άλμπουμ έχει τον τίτλο «Πολύ καλή στα Πάρτυ». Τη φαντάζομαι σε πάρτυ και θέλω να ακούσω το άλμπουμ ζωντανά.
Διαβάζω: «Πολλές φορές φαντασιωνόμουν ότι θα έβρισκα έναν εραστή ο οποίος θα μου έδινε το δώρο του να με αγαπήσει όπως ακριβώς είμαι. Είναι ανόητο, το ξέρω, ότι θα μπορούσα ποτέ να ονειρευτώ ότι κάποιος άλλος θα μου δώσει την αποδοχή και την αγάπη την οποία στερώ εγώ από τον εαυτό μου».
Δεν είναι ένα βιβλίο ψυχολογίας, φιλοσοφίας, φεμινισμού, αυτοβοήθειας και πολιτικής αλλά όλα αυτά μαζί. Το κορυφαίο βιβλίο της Μπελ Χουκς «Ολα Για την Αγάπη» επιτέλους μεταφράστηκε και είναι αυτό ακριβώς που λέει ο τίτλος του.
Βλέπω: στο Disney+ τα τέσσερα επεισόδια της σειράς Camden, της θρυλικής καλλιτεχνικής γειτονιάς στο κέντρο του Λονδίνου, που έχει υπάρξει στέκι πειραματισμού και ελευθερίας.
Η Μέκκα των απόκληρων, όπως ονομάζουν κάποιοι αυτήν την περιοχή του Λονδίνου, προσφέρει στους καλλιτέχνες μια ανάσα ελευθερίας. Απολαυστικό και επιμορφωτικό για τους λάτρεις της ποπ κουλτούρας.