Ο κόσμος δεν πήγε στην κάλπη, αλλά όχι σε τέτοιους αριθμούς που να μπορείς να ισχυριστείς ότι τεμπέλιασαν. Οι φωτογραφίες από τις παραλίες την Κυριακή των εκλογών ενδέχεται να παραπλανούν. Δεν σημαίνει πως όσοι βρέθηκαν εκεί να κάνουν το μπάνιο τους όντως δεν ψήφισαν. Ούτε πως όσοι δεν ψήφισαν είναι θαμώνες του μπιτσόμπαρου. Κάποιοι σίγουρα θα είναι. Αλλοι, όμως, βλέπουν μία «πολιτική» ζωή-σόου για τα κοινωνικά δίκτυα (μήπως πλέον να τα λέμε αντικοινωνικά να ξεμπερδεύουμε;) και φρικάρουν. Αλλοι, δεν περιμένουν τίποτα από πουθενά, μουδιάζουν, μαζεύονται, υποχωρούν.
Ορισμένοι προφανώς ήθελαν να στείλουν μήνυμα: σας γυρίζω την πλάτη, μας κουράσατε, θέλω να ζήσω χωρίς να μετράω τα δίευρα, δεν αντέχεστε! Ας μου επιτραπεί και μία ακόμη ερμηνεία: δεν αντέχουν άλλο πολιτικούς που δίνουν συγχαρητήρια στους εαυτούς τους, ενώ ο κόσμος δεινοπαθεί. Δεν αντέχουν άλλο λόγους νίκης και οπαδικές κόρνες από προσωπικότητες που αποδοκιμάζονται, αλλά υιοθετούν μια στάση του στυλ «θα χάνω, αλλά θα είναι σαν να κερδίζω συνέχεια, σαν να ’μαι πρώτος εγώ».
Ετσι, έξι στους δέκα δεν πήγαν να ψηφίσουν (Καθημερινή). Τα έντονα πάθη άλλων εποχών (πολύ κοντινών) έχει διαδεχθεί ένα ύπουλο μάζεμα. Ολ’ αυτά χρήζουν διερεύνησης, κι εδώ έρχεται η λογοτεχνία, ο ανώτερος τρόπος διερεύνησης της περίπλοκης ανθρώπινης συμπεριφοράς. Πότε γίνεται η πολιτική καλή λογοτεχνία; Ή, σωστότερα, πότε τα πλοκάμια της πολιτικής και της Ιστορίας πλέκουν επιτυχημένα στις προσωπικές διαδρομές λογοτεχνικών χαρακτήρων; Πότε βγαίνει το βιβλίο που κάνει, για παράδειγμα, τις εκλογές του 2024 ενδιαφέρον σκηνικό για μία λογοτεχνική αφήγηση; Η απόσταση είναι κομβική. Πόση απόσταση είναι καλή; Πρέπει να ’χει «καθίσει» η ένταση, και το συλλογικό πλήγμα να ’χει γίνει παλιό τραύμα προς επεξεργασία ή μπορεί κανείς και εν βρασμώ, αύριο το πρωί, να γράψει ένα έργο για την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη/για τις πλημμύρες στη Θεσσαλία/για τα Τέμπη ή για ό,τι άλλο;
Το 2015; Αυτό κι αν είναι πεδίο για λογοτεχνική διερεύνηση. Εχουν γραφτεί τόσο πολλά για το πώς οι εντάσεις τού τότε έχουν σβήσει τώρα, έχουμε ακούσει τα πάντα για κανονικότητες, μεταστροφές, χίλια δυο. Αλλά όχι λογοτεχνία. Αν, όμως, σκεφτεί κανείς το πλήθος και την ποικιλία των προσδοκιών, το φάσμα των αντιδράσεων, το πόσο διαφορετικά το είδε ο καθένας κι η καθεμιά, για να το πούμε απλά, αναρωτιέται πώς και δεν έχουμε κάμποσα καλά μυθιστορήματα που να διαδραματίζονται εκείνο εκεί το καλοκαίρι.
Τα λέω όλ’ αυτά για να πω ότι ο Κώστας Καλτσάς, που μέχρι προχθές δεν τον ήξερα, έγραψε ένα πολύ καλό μυθιστόρημα (Νικήτρια Σκόνη, Ψυχογιός, 2024) που έχει μέσα τον Εμφύλιο, το 2015 και την αληθινή ζωή, δηλαδή: οικογενειακά τραπέζια – αδιέξοδα, αίθουσες αναμονής στους γιατρούς, όνειρα φυγής στο εξωτερικό, πανεπιστημιακές εργασίες, λογαριασμούς, τηλεφωνήματα και σχέσεις που λήγουν άδοξα. Και δεν τον πλάκωσε καθόλου η ιδέα του. Θέλω να πω, αν μου λεγε κάποιος: θα γράψω κάτι που θα πιάνει και τον Εμφύλιο και το ’15, θα ’λεγα καλό κουράγιο, αλλ’ αυτός (ο Καλτσάς) το έκανε, και το έκανε πολύ καλά. Το βιβλίο δεν είναι καν ένα βιβλίο για τον Εμφύλιο ή το 2015 (σοφή η επιλογή των εκδόσεων Ψυχογιός να το προμοτάρουν ως μυθιστόρημα κι όχι σαν ιστορικό μυθιστόρημα). Η «Νικήτρια Σκόνη» είναι για όλες αυτές τις αποσπασματικές κορυφώσεις που συνθέτουν, αν τις αθροίσεις, μία ζωή, αλλά όχι όλη τη ζωή, θραύσματα, τετραγωνάκια σ’ έναν κύβο του Ρούμπικ που τον γυρίζεις στο χέρι σου.
Εχουμε, λοιπόν, ένα μυθιστόρημα στα ελληνικά που λέει (και) για το ’15, και το κάνει καλά. Ενας άνθρωπος περνάει το καλοκαίρι του στην Αθήνα, επειδή ο μπαμπάς του είναι στο νοσοκομείο. Ο τύπος κανονικά ζει αλλού, κάνει ακαδημαϊκή καριέρα έξω. Συμβαίνει το δημοψήφισμα. Κι ο φίλος μας κάνει βόλτα στην πόλη πριν πιάσει βάρδια στην Εντατική, να φυλάει τον μπαμπά του μην πεθάνει. Η πόλη είναι μεταξύ του Ναι και του Οχι, και όλοι έχουν τους λόγους τους για το τι θα ψηφίσουν, που μάλιστα νιώθουν πως πρέπει να μοιραστούν με τους πάντες – φέρονται σαν στρατευμένοι σε κάποια αποστολή. Ο φίλος μας δεν νοιάζεται πολύ για όλ’ αυτά, αν και τα παρακολουθεί με προσοχή. Τα σωληνάκια του μπαμπά του, αυτά τον καίνε, και τα νοσήλια. Αυτά κι αν φέρνουν τρόμο.
Το βιβλίο μού θύμισε την «Πατρίδα» του Αραμπούρου μέσα από αυτές τις αυθαίρετες –αλλά όχι εντελώς αυθαίρετες– διαδρομές σύνδεσης που κάνω (η σύνδεση εδώ: προσωπικό δράμα στη σκιά της Ιστορίας και της Πολιτικής, αφήγηση που διαπερνά τόπους, γενιές, ξεσηκωμούς, συν οι προσωπικές διχόνοιες που γίνονται πολιτική και η σκιά μίας πάσχουσας δημοκρατίας, με αποτέλεσμα το βιβλίο να σου λέει κάτι ευρύτερο για την Ελλάδα [Καλτσάς] ή για την Ισπανία [Αραμπούρου]).
Η «Νικήτρια Σκόνη» διαδραματίζεται και 3 Δεκεμβρίου του 1944 και το καλοκαίρι του ’15. Ανθρωποι ριγμένοι μέσα στον καιρό. «Μας τη δώσανε» την Ιστορία, «μας πέταξαν μέσα», λέει μία. Κι αλλού: «Το τελευταίο που είχε ο Αντρέας στο μυαλό του, μέχρι που το έσκασε για το Λέστερ και το μεταπτυχιακό του έναν περίπου χρόνο μετά, ήταν η όποια ιστορία τούς είχε φέρει όλους σ’ εκείνο το σημείο».
Γι’ αυτό το μυθιστόρημα του Καλτσά είναι πολύ καλό (παρά τα όποια –λίγα– λεκτικά παιχνίδια που ίσως μερικοί δεν τα βρουν του γούστου τους). Πετυχαίνει να δείξει πώς μπορείς να ανησυχείς και για τον μπαμπά σου στο νοσοκομείο και για την πρώην σου που χαζοτρελάθηκε και για το δημοψήφισμα. Κι όλ’ αυτά να παίζουν μες στο κεφάλι σου, πλάι στον ανεξήγητο ενθουσιασμό σου για το καλοκαίρι στην Αθήνα και τη δροσιά που προσφέρουν τα παγωμένα νερά απ’ τα περίπτερα.
Τι ψήφισαν οι χαρακτήρες του έργου στο Δημοψήφισμα δεν μάθαμε. Μπορεί και να απείχαν, όπως τόσοι άνθρωποι χθες. Είχαν τον άρρωστό τους, είχαν έγνοιες. Δεν εκστομίστηκαν, πάντως, μεγάλα λόγια του στυλ «μας βάλανε και μαλώσαμε», όπως σε έργα άλλων εποχών. Δεν βγήκαν γενικά συμπεράσματα, καθολικά, τελεσίδικα. Η σκηνή όπου δύο άτομα, εν αναμονή στο νοσοκομείο, μαλώνουν «για τα πολιτικά» ήταν βαθιά ανθρώπινη και οικεία. Νιώσαμε γαλήνη με το βιβλίο και προσωπικά αισθάνθηκα πως είχε μία θεραπευτική επίδραση πάνω μου. Δεν υπήρχε ένταση σ’ ένα έργο με Δεκεμβριανά, μνήμες Κατοχής και ανθρώπους που τους κατηγορούν για «γερμανοτσολιάδες» ή «βρωμοκομμουνιστές»; Ε, προφανώς και υπήρχε. Αλλά η καλή αφήγηση την όπλιζε και την αφόπλιζε διαρκώς αυτή την ένταση, την έβαζε να υπηρετήσει τους στόχους της.
Τα πάντα μπορούν να γίνουν ιστορίες με γιώτα μικρό. Για παράδειγμα, σκεφτόμουν τη χθεσινή ομιλία της Λεπέν κι άλλες που θα ακολουθήσουν, και ένιωθα σίγουρη πως θα υπάρξουν αφηγήσεις σχετικά. Θα λένε για εκείνο το βράδυ στη Γαλλία όταν η ηγέτιδα του δεξιού εξτρεμισμού υποσχέθηκε να κλείσει μία παρένθεση που πια δεν έμοιαζε θελκτική. Ή ίσως να μην πρόσεξα ακριβώς τι υποσχέθηκε, γιατί το μάτι μου ήταν καρφωμένο στα ποσοστά της Εναλλακτικής Για τη Γερμανία, δηλαδή των νεοναζί – γιατί περί αυτού πρόκειται! Ή ίσως ν’ άξιζε ν’ ασχοληθεί κανείς με την έκφραση θριάμβου των εγχώριων τηλεπωλητών ψεύτικου πατριωτισμού, που μέσα από μία περίεργη συλλογιστική βρίσκουν πολιτικές συγγένειες με τα παιδιά και τ’ αδέλφια του νεοφασιστικού κινήματος, χωρίς αυτό να μειώνει ούτε στο ελάχιστο το πόσο πατριώτες αισθάνονται. Αν κατάλαβα κάτι, απ’ όσα είπε ο Καλτσάς στο έργο του (κι απ’ όσα έχουν πει κι άλλοι από τον Ομηρο έως τον Μακάρθι), η σκόνη νικάει τα πάντα, πάντα. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι νικάει κι η λήθη.