Συνήθως, ο δημοσιογράφος που ασχολείται με το αθλητικά το κάνει γιατί τον έχουν κερδίσει από μικρή ηλικία. Γιατί έμαθε να αγαπάει το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ, το βόλεϊ ή, απλώς, τα σπορ γενικά.
Γιατί τα συνδύασε με μεγάλους αθλητές που του έχουν χαρίσει αξέχαστες στιγμές. Στιγμές που ενίσχυσαν αυτό το συναίσθημα, που τον έκαναν να ευχαριστεί την ανώτερη δύναμη που τον έκανε να αφιερώσει τη ζωή του σε μια μπάλα, ανεξαρτήτως χρώματος ή υλικού.
Ο Φραντσέσκο Ρέπιτσε, δηλωμένος φίλαθλος της Ρόμα, συμπαθών τη Φροζινόνε και την Μπόκα Τζούνιορς, περιγράφει ποδοσφαιρικούς αγώνες (και όχι μόνο) στο κρατικό ιταλικό ραδιόφωνο της RAI από το 2000.
Από τον Μάιο του 2014, ο 61χρονος πλέον δημοσιογράφος από την Κοζέντσα έχει γίνει η «φωνή» της Σκουάντρα Ατζούρα, αφού περιγράφει αποκλειστικά τα παιχνίδια της εθνικής Ιταλίας, όπου και αν παίζει.
Το 2021, περιέγραψε την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος μετά από 53 χρόνια και, με βαθιά συγκίνηση, την αγκαλιά του ομοσπονδιακού προπονητή Ρομπέρτο Μαντσίνι με τον αδελφικό φίλο του, γενικό αρχηγό Τζιανλούκα Βιάλι, ο οποίος έφυγε από τη ζωή λίγους μήνες αργότερα, νικημένος από τον καρκίνο.
Το βράδυ της Δευτέρας (24/06), όταν στη Λειψία η τέσσερις φορές παγκόσμια πρωταθλήτρια Ιταλία έβλεπε κατάφατσα τον αποκλεισμό από τη φάση ομίλων του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, ο Ρέπιτσε περιέγραψε με όλη τη δύναμη της φωνής και της ψυχής του το γκολ του Ματία Τζακάνι στο όγδοο λεπτό των καθυστερήσεων, με το οποίο η ομάδα του Λουτσιάνο Σπαλέτι πήρε την πρόκριση-θρίλερ στους «16» και, επί της ουσίας, στέλνει σπίτι της την Κροατία του Λούκα Μόντριτς.
Του μικρού γίγαντα για τον οποίο, μέχρι το γκολ-μαχαιριά στην καρδιά που ήρθε στο φινάλε, είχε διαγραφεί ένα ιδανικό, ονειρεμένο σενάριο. Στα πρώτα λεπτά του δευτέρου ημιχρόνου, ο αρχηγός και ζωντανός θρύλος της Χρβάτσκα έβλεπε τον Τζανλουίτζι Ντοναρούμα να του αποκρούει το πέναλτι της νίκης-πρόκρισης.
Μόλις 31 δευτερόλεπτα αργότερα, όμως, με πλασέ από κοντά, ο Λούκα νικούσε τον Τζίτζιο και γινόταν ο γηραιότερος σκόρερ στην Ιστορία των Ευρωπαϊκών Πρωταθλημάτων, αφού σε ηλικία 38 ετών και 289 ημερών ξεπερνούσε τον Αυστριακό (αλλά γεννημένο στο Σπλιτ της… Κροατίας) Ιβιτσα Βάστιτς, ο οποίος κατείχε το ρεκόρ από το 2008, όταν σκόραρε σε ηλικία 38 ετών και 257 ημερών.
Στο 80ό λεπτό, ο προπονητής Ζλάτκο Ντάλιτς αποφάσισε να τον αντικαταστήσει, ώστε να βάλει φρέσκα πόδια για τα τελευταία, δραματικά λεπτά. Και εκεί, από την άκρη του πάγκου, ο Μόντριτς είδε ανήμπορος να βοηθήσει το γκολ που βάζει τέλος στα όνειρα των Κροατών για διάκριση στα γήπεδα της Γερμανίας.
Σαν να μην έφτανε η απογοήτευση για την ισοφάριση, λίγα λεπτά αργότερα παραλάμβανε το βραβείο του MVP του αγώνα, αφού η τεχνική επιτροπή της UEFA τον ψήφισε, όχι άδικα, ως τον κορυφαίο της αναμέτρησης.
Χωρίς δύναμη για να χαμογελάσει, ο Μόντριτς πόζαρε για την κλασική φωτογραφία με το βραβείο σαν να κρατούσε στα χέρια του ένα άχρηστο βαρίδιο που δεν θα ήθελε ποτέ να είχε παραλάβει. Οχι υπό αυτές τις συνθήκες.
Στη συνέχεια, στην αίθουσα Τύπου, η πρώτη ερώτηση-εξομολόγηση ήρθε από τον Ρέπιτσε, ο οποίος ζήτησε και πήρε τον λόγο από τον εκπρόσωπο Τύπου της UEFA και της κροατικής ομοσπονδίας.
«Καλησπέρα Λούκα, από έναν Ιταλό δημοσιογράφο. Θέλω να σε ευχαριστήσω για όσα έχεις δείξει, όχι μόνο απόψε, αλλά σε όλη τη διάρκεια της καριέρας σου. Για μία ακόμη φορά έδειξες πως είσαι παίκτης κορυφαίου επιπέδου και σκόραρες σήμερα παρότι έχασες ένα πέναλτι», ανέφερε αρχικά ο βετεράνος δημοσιογράφος, βγάζοντας τα εσώψυχά του μπροστά στον έκπληκτο Μόντριτς.
«Απλά ήθελα να σ’ το πω αυτό και θα ήθελα να σου ζητήσω να μην αποσυρθείς ποτέ, γιατί είσαι ένας από τους καλύτερους παίκτες που έχω δει. Σε ευχαριστώ», συμπλήρωσε συγκινημένος ο Ρέπιτσε, η εξομολόγηση του οποίου προκάλεσε το ειλικρινές χειροκρότημα δεκάδων συναδέλφων του στην αίθουσα, οι οποίοι πιθανόν να ήθελαν να πουν το ίδιο ακριβώς στον Κροάτη μέσο της Ρεάλ Μαδρίτης.
Πάντα με ταπεινότητα, όπως του έμαθε να αντιμετωπίζει τη ζωή ο συνονόματος παππούς του που δολοφονήθηκε από Σέρβους εθνικιστές όταν ο μικρός Λούκα ήταν μόλις έξι ετών, ο Μόντριτς ευχαρίστησε τον Ιταλό δημοσιογράφο για τα τόσο όμορφα λόγια του.
«Ευχαριστώ πολύ, από τα βάθη της καρδιάς μου, γι’ αυτή την τιμή που μου κάνεις. Κι εγώ θα ήθελα να παίζω μπάλα για πάντα, αλλά θα έρθει η στιγμή που θα πρέπει να κρεμάσω τα παπούτσια μου. Θα συνεχίσω να παίζω, δεν ξέρω για πόσο ακόμη, αλλά σε ευχαριστώ πολύ για τα λόγια σου», απάντησε αποκαμωμένος, αλλά και ευγνώμων, ο σπουδαίος Κροάτης ποδοσφαιριστής.
Αλλοι συνάδελφοί του στην ηλικία του έχουν γίνει προπονητές, τηλεσχολιαστές ή απλώς απολαμβάνουν τους καρπούς που έχουν δρέψει μέσα από την καριέρα τους στα γήπεδα. Οχι ο Μόντριτς. Παρότι πολλοί θεωρούσαν πως αυτό θα ήταν το τελευταίο του ματς με την εθνική Κροατίας, ο Λούκα ξεκαθάρισε ότι, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν κρεμάει τα παπούτσια.
Ο Κάρλο Αντσελότι του πρότεινε να σταματήσει την μπάλα και να ενσωματωθεί στο τεχνικό του τιμ, ώστε να αρχίσει την απαραίτητη εκμάθηση για μια πολλά υποσχόμενη προπονητική καριέρα, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν με τον Ζινεντίν Ζιντάν.
Ο Μόντριτς αρνήθηκε ευγενικά την πρόταση του Ιταλού προπονητή (του), γιατί ακόμα νιώθει ποδοσφαιριστής, νιώθει ότι μπορεί να είναι χρήσιμος με την μπάλα στα πόδια και όχι στην άκρη του πάγκου (ακόμα), όπως απέδειξε άλλωστε και το βράδυ της Δευτέρας.
Ο παίκτης που έσπασε το ιστορικό δίπολο Λιονέλ Μέσι – Κριστιάνο Ρονάλντο στη «Χρυσή Μπάλα» μετά από μία δεκαετία, που ψηφίστηκε κορυφαίος παίκτης του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2018 οδηγώντας την Κροατία μέχρι τον τελικό, που μέχρι να πάει στη Ρεάλ είχε έξι τίτλους στην καριέρα του και πλέον έχει 31 (!), δεν πρόκειται να τα παρατήσει.
Ακόμα και όταν κρίνει ότι ο αδυσώπητος χρόνος τον νίκησε, όμως, ο Λούκα Μόντριτς δεν θα αποσυρθεί. Οχι όσο συμπαίκτες, αντίπαλοι, προπονητές, φίλαθλοι ή δημοσιογράφοι όπως ο Φραντσέσκο Ρέπιτσε θα θυμούνται μια μαγική του ενέργεια, ένα ασύλληπτο γκολ με το εξωτερικό του ποδιού του ή το πώς τον αποθέωσε ο κόσμος της αντίπαλης ομάδας, όπως έγινε το βράδυ της Δευτέρας από τους Ιταλούς φιλάθλους.
Αυτοί, άλλωστε, και αν γνωρίζουν καλά από μπαλαδόρους, είτε αυτοί γεννήθηκαν στα εδάφη τους (Σάντρο Ματσόλα, Τζίτζι Ρίβα, Τζιανκάρλο Αντονιόνι, Ρομπέρτο Μπάτζιο, Αλεσάντρο ντελ Πιέρο, Φραντσέσκο Τότι…) είτε αυτοί ήρθαν από το εξωτερικό (Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, Μισέλ Πλατινί, Ζίκο…) και θεοποιήθηκαν στα γήπεδα της Serie A.