Στην εκρηκτική συνέντευξή του στον Βρετανό δημοσιογράφο Πιρς Μόργκαν, με την οποία προκάλεσε την αποχώρησή του από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ για να αποδεχθεί στη συνέχεια τα… καράβια πετροδολαρίων της Αλ Νασρ, ο Κριστιάνο Ρονάλντο τα έβαλε με όλους και με όλα στον αγγλικό σύλλογο.
«Δεν ξέρω τι συμβαίνει, αλλά από τότε που έφυγε ο σερ Αλεξ Φέργκιουσον, δεν είδα καμία εξέλιξη στον σύλλογο, η πρόοδος ήταν μηδενική. Για παράδειγμα, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ μετά την απόλυση του Ολε (σ.σ. Γκούναρ Σόλσκιερ), προσέλαβε τον αθλητικό διευθυντή Ραλφ Ράνγκνικ, κάτι που κανείς δεν καταλαβαίνει» υποστήριξε ο Πορτογάλος σούπερ σταρ, ο οποίος δεν έμεινε εκεί στην αναφορά του στον Γερμανό.
«Αυτός ο τύπος δεν είναι καν προπονητής. Ενας μεγάλος σύλλογος όπως η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ φέρνει έναν αθλητικό διευθυντή για προπονητή. Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς: Αν δεν είσαι καν προπονητής, πώς θα γίνεις το αφεντικό της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ;» αναρωτήθηκε ο «CR7» για τον Ράνγκνικ.
Ο Γερμανός, ο οποίος δεν μπόρεσε ποτέ να συνεννοηθεί απόλυτα με τον Κριστιάνο, πέρασε και δεν… ακούμπησε από το «Ολντ Τράφορντ», πληρώνοντας την απειρία του από την απόλυτα απαιτητική Premier League, την αδιαφορία πολλών παικτών, την έλλειψη σωστού σχεδιασμού από τον σύλλογο. Οχι, όμως, επειδή δεν είναι προπονητής, αγαπητέ Κριστιάνο.
Οταν, άλλωστε, ο Ραλφ Ντίτριχ Ράνγκνικ άρχισε να ασχολείται με την προπονητική, το 1983, ο Κριστιάνο δεν είχε καν γεννηθεί. Επρόκειτο να το κάνει δύο χρόνια αργότερα, όταν ο Ράνγκνικ αποχώρησε από την ερασιτεχνική Βικτόρια Μπάκνανγκ, στην οποία εργάστηκε στα 25 του ως παίκτης-προπονητής, βιώνοντας μια εμπειρία που θα τον σημάδευε θετικά για μια ζωή.
Τον Φεβρουάριο του 1983, η Ντιναμό Κιέβου τού σπουδαίου Βαλερί Λομπανόφσκι έκανε προετοιμασία επί γερμανικού εδάφους. Εψαχνε έναν εύκολο αντίπαλο για να ξεμουδιάσει από το τρέξιμο και επέλεξε τη Βικτόρια.
Λίγα λεπτά μετά την έναρξη του φιλικού, ο Ράνγκνικ, που ήταν μέσα στο γήπεδο με την ιδιότητα του παίκτη-προπονητή, διέκοψε το ματς και άρχισε να μετράει τους παίκτες της Ντιναμό. Με τον τρόπο που έπαιζαν, ήταν σίγουρος ότι ήταν 14-15 και όχι έντεκα!
Οταν διαπίστωσε ότι οι τότε Σοβιετικοί έπαιζαν με τον ίδιο αριθμό ποδοσφαιριστών με τη δική του ομάδα, βάλθηκε να παρακολουθεί έμπλεος θαυμασμού την ασφυκτική πίεση της Ντιναμό πάνω στην μπάλα και όχι τους χώρους, όπως γινόταν μέχρι τότε στο ποδόσφαιρο, απόρροια του «Total Football» που είχε εισαγάγει ο μεγάλος Αγιαξ των Ρίνους Μίχελς και Γιόχαν Κρόιφ.
Μετά το τέλος του αγώνα, το σκορ του οποίου δεν έχει καμία απολύτως σημασία, ο Ράνγκνικ έψαξε να μιλήσει με τον Λομπανόφσκι, και τα κατάφερε μέσω μεταφραστή. Ο άνθρωπος που θεωρήθηκε, και όχι άδικα, ο «νονός του Gegenpressing», της τακτικής δηλαδή της πίεσης ψηλά για άμεση ανάκτηση της μπάλας, υπήρξε ένα από τα σημεία αναφοράς για τον προπονητή Ράνγκνικ.
Μαζί του ο Αρίγκο Σάκι, ο δημιουργός της μεγάλης Μίλαν των τριών Ολλανδών (Μάρκο φαν Μπάσταν, Ρούουντ Γκούλιτ, Φρανκ Ράικαρντ) που κατέκτησε δύο διαδοχικά Κύπελλα Πρωταθλητριών στα τέλη της δεκαετίας του ’80, παίζοντας καταπληκτικό ποδόσφαιρο.
Οσοι έχουν δουλέψει με τον Ράνγκνικ, τον χαρακτηρίζουν χαρισματικό στο να χτίζει ομάδες. Στο να οδηγεί με τη δουλειά του τούς παίκτες του να βγάζουν τον καλύτερό τους εαυτό, έστω και αν μερικές φορές χρησιμοποιεί εξουθενωτικές μεθόδους και τους φέρνει στα όριά τους.
«Οι παίκτες πρέπει να “αγοράσουν” αυτό που τους προσφέρεις. Πρέπει να μπω στην καρδιά τους, στο μυαλό τους, στο αίμα τους, παντού», εξηγεί για το πώς προσεγγίζει την κάθε του δουλειά στην άκρη του πάγκου.
Ως αθλητικός διευθυντής στις ποδοσφαιρικές ομάδες της Red Bull (Λειψία και Σάλτσμπουργκ), ανέβασε επίπεδο το σκάουτ και την αγωνιστική νοοτροπία τους, αλλά του έλειπε ο πάγκος, στον οποίο έχει ένα πολύ φτωχό παλμαρέ, με μόλις ένα Κύπελλο, ένα Σούπερ Καπ και ένα Λιγκ Καπ Γερμανίας στη Σάλκε. Αυτό ελάχιστα τον απασχολεί.
Εχει αφήσει το σημάδι του όπου και εάν εργάστηκε, βλέπει πάντα μπροστά, και το αποδεικνύει εμπράκτως αυτές τις ημέρες, καθοδηγώντας την Αυστρία στην καλύτερη παρουσία της ιστορίας της σε Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα.
Σε έναν όμιλο με δύο παραδοσιακές δυνάμεις (Γαλλία, Ολλανδία) και μία σταθερή σε παρουσίες σε μεγάλες διοργανώσεις (Πολωνία), οι Αυστριακοί λύγισαν στην πρεμιέρα από τους Τρικολόρ με αυτογκόλ του Μαξιμίλιαν Βέμπερ, αλλά συνέχισαν με δύο πειστικές νίκες επί Πολωνίας και Ολλανδίας, με αποτέλεσμα να τερματίσουν πρώτοι στον όμιλό τους.
Το 3-2 επί της Ολλανδίας, το απόγευμα της Τρίτης (25/06), ανήμερα μάλιστα της 36ης επετείου από την κατάκτηση του EURO από τους Οράνιε το 1988, συνιστά τη σπουδαιότερη νίκη της Αυστρίας σε μεγάλη διοργάνωση, από το 3-2 επί της τότε παγκόσμιας πρωταθλήτριας Δυτικής Γερμανίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978.
Σε γνώριμα εδάφη, αφού ως προπονητής και αθλητικός διευθυντής έχει… οργώσει όλα τα γερμανικά γήπεδα, ο Ράνγκνικ έχει δημιουργήσει μια ομάδα που παίζει ελκυστικό ποδόσφαιρο, τρέχει και πιέζει συνεχώς, έχει άγνοια κινδύνου και κάνει όνειρα για να γίνει… Ελλάδα στη θέση της Ελλάδας, ακριβώς είκοσι χρόνια αργότερα.
Στα 65 του, άλλωστε, ο Ράνγκνικ είναι ο γηραιότερος προπονητής μεταξύ των 24 της φετινής διοργάνωσης, όπως ακριβώς ήταν και ο συμπατριώτης του Οτο Ρεχάγκελ πριν από δύο δεκαετίες στα γήπεδα της Πορτογαλίας.
«Τα παιδιά θέλουν να πάνε όσο μακριά γίνεται», ήταν η… απειλητική του δήλωση, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν είναι πολύ πιθανό να φτάσει η Αυστρία μέχρι το τέλος του δρόμου και τον τελικό της 14ης Ιουλίου στο Βερολίνο. Στην πόλη και στο γήπεδο, δηλαδή, όπου οι Αυστριακοί φώναξαν, κόντρα στην Ολλανδία, ένα πολύ βροντερό «παρών» στη διοργάνωση που διεξάγεται στο σπίτι των γειτόνων, σχεδόν… ξαδέλφων τους.
«Ανταμειφθήκαμε για αυτή τη γεμάτη θάρρος και ενέργεια απόδοση», εξήγησε ο έμπειρος προπονητής, ο οποίος, λίγες εβδομάδες πριν από την έναρξη του EURO, δέχθηκε πρόταση συνεργασίας από την Μπάγερν Μονάχου, για να διαδεχθεί τον Τομας Τούχελ στην τεχνική ηγεσία.
Οι… κακές γλώσσες έλεγαν ότι, όπως η Γιουνάιτεντ τον είχε επιλέξει ως υπηρεσιακό, με προοπτική στη συνέχεια να αναλάβει επιτελικό πόστο στον σύλλογο, η Μπάγερν τον ήθελε ως… μεταβατικό μέχρι να έρθει το επόμενο καλοκαίρι ο μεγάλος στόχος των Βαυαρών, ο καλός του φίλος, Γιούργκεν Κλοπ.
Παρότι βρέθηκε πολύ κοντά σε συμφωνία, αποφάσισε τελευταία στιγμή να πει «όχι» και να αφοσιωθεί στην πολύ καλή δουλειά που αποδεδειγμένα κάνει στο τιμόνι της Αυστρίας, η οποία προχωράει παρά τις σημαντικές απουσίες, όπως αυτή του αρχηγού Νταβίντ Αλάμπα.
Την επόμενη Τρίτη (02/07), στη Λειψία, πόλη όπου κρατούν πολλές και ευχάριστες αναμνήσεις από τον Ράνγκνικ (αμοιβαία τα αισθήματα…), η Αυστρία θα ψάξει την πρόκριση στα προημιτελικά ενός Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος για πρώτη φορά στην ιστορία της.
Αν τα καταφέρει, είναι βέβαιο ότι θα κάνει όνειρα για ακόμα πιο μακριά. Και, γιατί όχι, μέχρι και τον τελικό, μοναδικό ματς όπου μπορεί να ανταμώσει με την… Πορτογαλία του Κριστιάνο. Ποιος ξέρει, αν τα καταφέρει να πειστεί τελικά ο «CR7» ότι ο Ραλφ Ράνγκνικ είναι προπονητής.