Περπατώ στη Σόλωνος κοιτάζοντας τις διαφημίσεις. Αυτές που κολλάνε στις εισόδους της Νομικής, στα φανάρια και στις κολόνες. Φροντιστήρια για ενηλίκους. Προετοιμασία για σχολές, δημόσιο (δημόσια διοίκηση, δικαστές κ.λπ.), κατατακτήριες, μαθήματα πολιτικής δικονομίας. Ενήλικοι στη λούπα μεταξύ ενηλικίωσης και μίας μόνιμης Γ’ Λυκείου. Μία αέναη παγίδα εξόδων για την οικογένεια που θέλει να τακτοποιήσει το παιδί και που είναι διατεθειμένη να πληρώσει το μάθημα ξανά και ξανά και ξανά – μέσα από τους φόρους της, τις κρατήσεις και τα «μαύρα» ή φορολογημένα έξοδα στη βιομηχανία της προετοιμασίας. Μία διαρκής προετοιμασία, ναι, αλλά για ποιο πράγμα; Για την τάδε σχολή, για το επιπλέον μεταπτυχιακό, για εκείνη εκεί την κατάρτιση, για μία ακόμη πιστοποίηση, για έναν επιπλέον τίτλο που ίσως φέρει δουλειά. Ανθρωποι που μαζεύουν χαρτιά, που ξέρουν να δίνουν εξετάσεις και να τις περνάνε, και μετά τι;
Δεν είχε σπίτια. Στις αγγελίες πέριξ της Νομικής, του Παιδαγωγικού, των αναγνωστηρίων δεν είχε αγγελίες σπιτιών για τους καινούργιους φοιτητές που θα ’ρθουν, ούτε για τους νέους ενηλίκους που είναι ήδη εδώ. Τα σπίτια μπορείς να τα δεις στις διάφορες εφαρμογές. Μπαίνεις και σε χαιρετάει κάποιο ψαχτήρι που σε προτρέπει «βρες το σπίτι των ονείρων σου» και δεν φταίει η εφαρμογή. Αυτή λέει αυτό που της λένε να πει. Οπότε ψαχουλεύεις το σπίτι των ονείρων και από ένα γρήγορο ψάξιμο βγαίνει το εξής (αληθινές αγγελίες): Γκαρσονιέρα, 32 τετραγωνικά στο Γουδί, δεν τη λες και φωτεινή παρά τις προσεκτικά διαλεγμένες φωτογραφίες. Δεν είναι επιπλωμένη. Δεν είναι βαμμένη. Κλιματισμό; Οχι, γιατί, οκέι, υπάρχει μία μπανιέρα με γιαγιαδέ αισθητική όπου μπορεί κανείς πάντα να κάνει κρύα ντους και να στοχάζεται. 470 ευρώ τον μήνα.
Μετά: Καλλιδρομίου. Μία κατηφόρα και είσαι στα κουλ μπαρ και ύστερα στη σχολή – αν, για παράδειγμα, σπουδάζεις Νομική και θες να μένεις κάπου δίπλα. 550 τον μήνα. Μόνο το ενοίκιο, χώρια όλα τ’ άλλα. Γκαρσονιέρα 34 τετραγωνικά. Λίγο πολύ πρέπει ν’ αποδεχθεί κανείς τον αριθμό των τετραγωνικών που του αναλογούν, αν είναι φοιτητής ή πολύ νέος. Δεν έχει πόρτα ασφαλείας, δεν είναι επιπλωμένο. Κι όμως η τιμή του είναι μόλις διακόσια ευρώ κάτω από τον κατώτατο μισθό και λογικά με το ρεύμα/νερό/ίντερνετ θα φτάνει και στο ύψος του κατώτατου.
Ετσι, κάποιοι άνθρωποι θα στερηθούν μία κορυφαία, διαμορφωτική εμπειρία: να μένουν μόνοι τους ή με συγκάτοικο. Να είναι ενήλικοι τέλος πάντων. Θα μείνουν με τους γονείς τους και δεν θα ξέρουν να βάλουν πλυντήριο, δεν θα μάθουν να χειρίζονται τα λεφτά, να κάνουν οικονομίες, να τρίβουν το πάτωμα. Μπορεί κάποιοι να θεωρούν ότι δεν είναι σημαντικά πράγματα αυτά. Στο δικό μου μυαλό είναι. Οπως είναι σημαντικό και να περάσεις λίγο καιρό σε κάποια εστία στο εξωτερικό. Να γνωρίσεις τη ζωή της εστίας ή της φοιτητικής στέγης: ψιλοχάλια δωματιάκια, αισθητική κάπως σκληρή. Ομως, ποιος δεν έμαθε άψογα μία γλώσσα/μία ξένη κουλτούρα/μερικές συνταγές μένοντας στις εστίες;
Οι διδακτορικοί φοιτητές της χώρας μας, όσοι δεν συνέβαλαν στη λεγόμενη διαρροή εγκεφάλων (φράση ταιριαστά μελοδραματική) δυσκολεύονται να ταξιδέψουν. Η οικονομική στήριξη στην έρευνα είναι τόσο ανύπαρκτη και τόσο αφημένη στην πρωτοβουλία ιδιωτών, που για πολλούς το διάστημα έρευνας στο εξωτερικό είναι ένας άπιαστος στόχος. Πολλοί μένουν με τους γονείς τους και μαζεύουν λεφτά για λίγους μήνες στη Βρετανία ή τη Γερμανία. Εξετάζονται μονίμως κι εξοντωτικά ως προς την ικανότητά τους να μαθαίνουν πράγματα και να εντυπωσιάζουν τους καθηγητές τους, αθροίζουν επαίνους.
Η ενηλικίωση αργεί, γιατί τίποτα δεν είναι ιδανικό, και η στεγαστική κρίση κάνει τα πάντα δυσκολότερα. Και κάπως έτσι ανθίζουν τα «τμήματα ενηλίκων» και οι προετοιμασίες για κατατακτήριες, δημόσιο και διαγωνισμούς. Το χρήμα, η ενέργεια, τα νιάτα πέφτουν σε μία αντιπαραγωγική τρύπα πιστοποίησης. Υπάρχει ολόκληρη βιομηχανία γύρω από την ανάγκη των Ελλήνων να παρατείνουν τον εθισμό τους στα φροντιστήρια. Δεν μπορώ να αποσυνδέσω την ύπαρξη αυτής της βιομηχανίας της προετοιμασίας που μολύνει τους δρόμους γύρω από τα πανεπιστήμια με την επίμονη αφισοκόλλησή της από την ανυπαρξία θέσεων εργασίας για νέους ανθρώπους και τη χάλια εργασιακή ηθική της χώρας, δηλαδή, μεταξύ άλλων, την πολύ προβληματική σχέση των Ελλήνων με την απασχόληση σε κάτι που «δεν είναι αυτό που σπούδασαν».
Αν δεν δημιουργηθούν εστίες, νεανική στέγη, ρυθμίσεις ενοικίων για τη νεολαία κ.λπ., αν δεν βρεθούν καλές πρώτες δουλειές και δεν διαμορφωθεί μια νέα αντίληψη για την εργασία, η νεολαία θα αποβλακωθεί κι άλλο, παρατείνοντας την «προετοιμασία», το φροντιστήριο και τη γνώση που πιστοποιείται διαρκώς, αλλά δεν φέρνει κέρδος. Κάποια παιδιά θα περάσουν τα φοιτητικά τους χρόνια στο μέρος που γεννήθηκαν. Δεν θα βγουν παραέξω, δεν θα ψαχτούν, δεν θ’ ανοίξει το μάτι τους. Θα σπουδάζουν και θα πιστοποιούνται κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο. Ταυτόχρονα, η ακαδημαϊκή έρευνα (από το διδακτορικό και πέρα) θα γίνεται ολοένα και περισσότερο ζήτημα προνομίου – είναι ήδη, αλλά θα γίνει κι άλλο. Θα παρατείνεται μία εργασιακή ζωή χαμηλών απαιτήσεων: τόσο χαμηλών ώστε να μη χρειάζεται καν ο μισθός να καλύπτει άνετα τη στέγη και τα προσωπικά έξοδα! Αυτή η χαμέρπεια είναι σημαντική, δηλώνει το εξής: η αγορά εργασίας αποτυγχάνει να κατανείμει εργαζομένους και πλούτο.
Αυτοί που έχουν γονείς-ιδιοκτήτες ενδέχεται να έχουν αντικίνητρα να μπουν στην ενήλικη ζωή. Αν ο πρώτος μισθός είναι περίπου 700κάτι και το ενοίκιο της τρώγλης 500, γιατί να μην επενδύσει κανείς όλη του την ενέργεια ώστε να πείσει απλώς τους γονείς του να του επιτρέψουν να ζήσει μαζί τους; Παράλληλα, μπορεί να τους παρουσιάσει την ανάγκη κάποιας επιπλέον εκπαίδευσης-επένδυσης στη βιομηχανία της προετοιμασίας που ανέφερα παραπάνω: ένα διαρκές φροντιστήριο. Αντί να δουλεύει, το παιδί πάει στα μαθήματα και ζει με τους γονείς.
Τι είδους εργαζόμενοι, δημιουργικά υποκείμενα, σύντροφοι και φίλοι θα είναι οι άνθρωποι που πέρασαν μεγάλο μέρος της νεότητάς τους (που, οκέι, δεν κρατάει και πολύ) μέσα στην οικογένεια; Πώς είναι να συνεργάζεσαι, να συνδημιουργείς ή να συζείς με ανθρώπους που βάλανε στα 35 το πρώτο τους πλυντήριο; Ολ’ αυτά είναι σημαντικά πράγματα, νομίζω, κι ας ακούγονται πεζά.
Πίσω στις εφαρμογές αναζήτησης σπιτιού: είναι να σε πιάνει απελπισία για λογαριασμό των νέων φοιτητών και των οικογενειών τους. Φαντάσου να έχεις παιδί, να είσαι από την επαρχία, να ’χει περάσει Αθήνα. Να θες περίπου 800 ευρώ τον μήνα για να το συντηρήσεις με στοιχειώδη τρόπο! Μήπως γι’ αυτό τα παιδιά τα πήγαν τόσο χάλια στις Πανελλαδικές; Μήπως όλ’ αυτά τα σήματα περνάνε στον ψυχισμό τους και τα παιδιά έχουν χάσει τον ενθουσιασμό τους για το ταξίδι της ενηλικίωσης;
Δείτε τι νοσταλγία επικρατεί στους Ελληνες μιλένιαλ. Βρίσκονται σε μία διαρκή αποδρομή, σε μία μόνιμη αναστοχαστική περιδίνηση: οι καλύτερες στιγμές τους είναι πίσω τους πριν από τη δοκιμή της ανεξαρτησίας, κάπου μεταξύ Γ’ Λυκείου και δεύτερου έτους, κάπου πριν από το 2010, δηλαδή. Αδύνατον αυτή η καθίζηση του ενθουσιασμού σε νέους ανθρώπους διαφόρων ηλικιών να μη σχετίζεται με τις υλικές συνθήκες της ζωής τους. Και δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι η μάχη για πτυχία, πιστοποιητικά, βαθμολογίες, καταρτίσεις επί καταρτίσεων που δίνεται στην Ελλάδα δεν σχετίζεται α) με το αθάνατο όραμα της «τακτοποίησης» σε θέση του δημοσίου, β) με την ανάγκη να ισοφαρίσει κανείς την υλική ταπείνωση με άλλους τρόπους.