Οι περισσότεροι μεγάλοι καλλιτέχνες, αυτοί που γνωρίζουν την επιτυχία που ξεπερνάει τα στενά περιθώρια που ορίζει η τέχνη τους, έχουν βρεθεί κατά καιρούς να απολογούνται για αυτή τους την επιτυχία. Αλλες φορές απολογούνται συνεσταλμένα και αμυντικά, άλλες φορές με χιούμορ, ειρωνικά και λίγο επιθετικά. Οταν κάποτε ένας δημοσιογράφος ρώτησε τον Λουτσιάνο Παβαρότι πώς νιώθει που έκανε την όπερα τόσο εμπορική, την έκανε δηλαδή μάλλον πιο λαϊκή απ’ ό,τι έπρεπε, σύμφωνα με τον ίδιο τον δημοσιογράφο, ο Παβαρότι του απάντησε με ευφυΐα και χιούμορ: «Αν η κατηγορία είναι ότι σύστησα την όπερα σε 2 δισεκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη, είναι μία κατηγορία που την αποδέχομαι και μπορώ να ζήσω με αυτήν».
Ο Στινγκ δεν χρειάστηκε ποτέ να απολογηθεί για την πολύ μεγάλη επιτυχία που είχε η μουσική του, χρειάστηκε όμως, πολλές φορές στην καριέρα του, να απολογηθεί για τις προθέσεις που είχε όταν μιλούσε στα τραγούδια του για παγκόσμια ειρήνη, αδελφοσύνη και έναν κόσμο που λαχταράει να ζήσει ενωμένος ειρηνικά. Φιλειρηνιστής, ανήσυχος περιβαλλοντικά, χορτοφάγος και υπέρμαχος του ταντρικού σεξ, ο Στινγκ τελικά θα μείνει στην Ιστορία της μουσικής για τα σπουδαία τραγούδια του. Ο Οσκαρ Ουάιλντ έλεγε ότι το τελευταίο πράγμα που τον ενδιαφέρει όταν τρώει ένα φαγητό είναι οι προθέσεις που είχε ο μάγειρας, και στη συγκεκριμένη περίπτωση ο μάγειρας, δηλαδή ο Στινγκ, έφτιαξε ένα πιάτο που έμεινε κλασικό.
Εκτιμώ βαθιά τον Στινγκ, ακόμη κι αν αυτή δεν είναι μια δημοφιλής άποψη, όχι μόνο γιατί μου χάρισε την πρώτη και πιο συναρπαστική ροκ συναυλία της ζωής μου, την πρώτη των Police το 1980 στο γήπεδο του Σπόρτινγκ, αλλά και γιατί απέδειξε ότι ήταν ο πρώτος τραγουδοποιός της γενιάς του που κατάφερε να ισορροπήσει την τεράστια απήχηση των τραγουδιών του και ταυτόχρονα να θεωρείται ένας σοβαρός μουσικός. Εκτίμησα πάρα πολύ το γεγονός ότι συνεργάστηκε με ορισμένους από τους κορυφαίους μουσικούς της τζαζ, που του έδωσαν ακόμα μεγαλύτερο κύρος, και αυτός τούς πρόσφερε ένα μεγαλύτερο κοινό. Οπως η Τζόνι Μίτσελ, πήρε και αυτός από την τζαζ περισσότερο τις στυλιστικές αποχρώσεις και υφές παρά τον αυτοσχεδιασμό και την ελευθερία τους. Ξεκίνησε με το όνειρο να φτιάξει μια ποπ μουσική παγκόσμια, ποιοτική και διαχρονική, και το πέτυχε. Θα μπορούσα να τον βάλω δίπλα σε μεγάλους μιας άλλης εποχής, όπως για παράδειγμα τον Κόουλ Πόρτερ. Αν κάτι συζητήθηκε στο live του, πέρα από το για άλλη μία φορά εξαιρετικό setlist και το νεανικό σφρίγος του, ήταν η έντονη παρουσία εκατοντάδων νέων Ρώσων τουριστών και στις δύο συναυλίες του. Οι Ρώσοι δεν θα ξεχάσουν ποτέ την τρυφερή μάτια που έριξε πάνω τους στο περίφημο τραγούδι του πρώτου προσωπικού του άλμπουμ με τίτλο «Russians». Και δικαίως!
Οσο για το Ηρώδειο; Είμαι πεπεισμένος πλέον ότι είναι εντελώς ακατάλληλο για βραδιές και για καλλιτέχνες που επιθυμούν την αμφίδρομη επικοινωνία με το κοινό τους. Για όλα τα υπόλοιπα είναι ιδανικό.
Μαρίνα Σάττι με απ’ όλα!
Η μεγάλη επιτυχία της Μαρίνας Σάττι οφείλεται στο γεγονός ότι είναι αυθεντική και ειλικρινής και δεν υποκρίνεται κάτι που δεν είναι. Αυτό που βλέπουμε κι αυτό που ακούμε είναι αυτό που έχει ίδια μες στο κεφάλι της, τόσο μουσικά όσο και σε επίπεδο αισθητικής. Δεν κάνει παραχωρήσεις και δεν μαρκετάρει τον εαυτό της, είτε μας αρέσει αυτό που βλέπουμε και ακούμε είτε όχι. Είναι ένα κορίτσι της μουσικής που στο μπλέντερ της χωράνε όλα και όλοι όσοι έχει αγαπήσει. Το είδαμε αυτό στο τραγούδι της συμμετοχής της στη Eurovision, το είδαμε και στο άλμπουμ που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο Π.Ο.Π.
Ομως τώρα που τελείωσαν οι δύο sold out συναυλίες της στην Αθήνα στην Τεχνόπολη, τώρα που καλπάζει σε ολόκληρη την Ελλάδα και συγκεντρώνονται σε κάθε πόλη και σε κάθε χώρο χιλιάδες νέα παιδιά που θέλουν να ταυτιστούν και να χορέψουν μαζί της, οφείλω να πω κι αυτό: Η εμφάνιση του –συμπαθούς κατά τα άλλα– Λευτέρη Πανταζή στην πρώτη της λάιβ εμφάνιση στην Τεχνόπολη για μένα ήταν μάλλον ατυχής. Ο ΛΕΠΑ συμβολίζει, πιθανόν άθελά του, την Ελλάδα που χρεοκόπησε πνευματικά, ηθικά και εντέλει, όπως συμβαίνει πάντα, και οικονομικά. Αν η Μαρίνα Σάττι είναι το καινούργιο που έρχεται με φόρα, δεν έχει καμία ανάγκη το παλιό και κυρίως φθαρμένο που πλέον ανήκει στο παρελθόν. Χαίρομαι όταν οι νέοι καλλιτέχνες εκφράζουν τον σεβασμό τους στους παλιούς, είναι ωραίο και δείχνει και σωστή ανατροφή. Εκτός αν ο μοναδικός τρόπος για να προχωρήσουμε μπροστά είναι να προχωρήσουμε παρέα με τις αντιφάσεις μας, ακόμα και τις πιο τρανταχτές!
ΑΚΟΥΩ: Το ακυκλοφόρητο μέχρι σήμερα άλμπουμ του μεγάλου τρομπετίστα και τραγουδιστή της τζαζ, του Λουίς Αμστρονγκ με τίτλο «Louis in London», που έμεινε για πάρα πολλά χρόνια στα συρτάρια της δισκογραφικής εταιρείας Verve και που, όταν το πρωτάκουσε ο Αρμστρονγκ, το αγάπησε τόσο πολύ που έγραψε χειρόγραφα «for the fans». Είναι η τελευταία ηχογράφησή του και μια σπουδαία στιγμή του μεγάλου μουσικού τρία χρόνια πριν φύγει από τη ζωή, το 1971. Αποτελείται από 13 τραγούδια ηχογραφημένα για ένα σετ στο BBC που ο ίδιος το θεωρούσε ανάμεσα στις καλύτερες ηχογραφήσεις του. Μάλιστα πέντε από αυτά τα τραγούδια, ανάμεσά τους και ο ύμνος You’ll never walk alone, κυκλοφορούν για πρώτη φορά. Αν είσαι φίλος της τζαζ, κάνει τη διαφορά.
The Blender Spotify List #37
Μπορεί να πλησιάζουμε πια στα μέσα του Ιουλίου, όμως η μουσική παραγωγή, τουλάχιστον στο εξωτερικό, εξακολουθεί να είναι πλούσια και σε συγκομιδή αλλά και σε ποικιλία, αφού μεγάλα και ιστορικά ονόματα, όπως ο Μπράιαν Φέρι, ο Βαν Μόρισον και ο Μπομπ Ντίλαν, κυκλοφορούν παλιότερες ηχογραφήσεις τους με μια πιο φρέσκια ματιά και νεότεροι μουσικοί, όπως ο Μάικλ Κιγουανούκα, οι Kasabian, η Λόρα Μάρλινγκ και η Μαντλέν Πεϊρού, που θα βρίσκεται σύντομα και στην Ελλάδα, μας δίνουν μια πρώτη γεύση από τα άλμπουμ που ετοιμάζουν. Η μουσική δεν σταματά ποτέ!