Αν δεν μπορούμε να τραγουδήσουμε σωστά δεν φταίει το λαρύγγι, δεν φταίει η φωνή, φταίει το αυτί. Φταίει το πώς ακούμε μουσική.
Αν φαλτσάρουμε στην επικοινωνία μας, αν δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, φταίει το ότι δεν έχουμε μάθει να ακούμε.
«Η ζωή είναι φτιαγμένη για να την απολαμβάνεις και να τη γιορτάζεις. Η ζωή είναι φτιαγμένη για να ακούς, όπως ακριβώς και η μουσική. Σήμερα το να ακούμε ο ένας τον άλλο είναι πιο σημαντικό από ποτέ».
Μαθήματα ζωής και μουσικής από έναν υπερ-ταλαντούχο 28χρονο μουσικό που βρέθηκε πριν από λίγες μέρες για την πρώτη συναυλία στην Αθήνα στο θέατρο του Λυκαβηττού. Τα λόγια είναι του Τζέικομπ Κόλιερ, ενός μουσικού προικισμένου με το απόλυτο μουσικό αυτί, που τον βοηθάει να μπορεί να φτιάχνει με μοναδικό τρόπο, ελεύθερα και επιτόπου, τις περίπλοκες αρμονίες του στη σκηνή. Καταφέρνει έτσι όλο του το πρόγραμμα να δομείται με μια απίστευτη ελευθερία και η επικοινωνία με το κοινό να δημιουργεί πρωτόγνωρες συνθήκες συμμετοχής και συνεργασίας.
Ευτύχησε να έχει ένα κοινό στο θέατρο Λυκαβηττού που έτρεξε να τον δει και να τον ακούσει. Αποτελείτο από χορωδίες της πόλης (της ΕΡΤ για παράδειγμα), μαθητές από τα μουσικά γυμνάσια και λύκεια, σπουδαστές από τα μουσικά πανεπιστήμια, μουσικούς, πιανίστες, τραγουδιστές και ενορχηστρωτές. Το κοινό αυτό ήξερε, μπορούσε και ήθελε να εκτιμήσει και να συμμετάσχει ενεργητικά σε αυτό που έβλεπε και άκουγε. Λειτούργησε ως μια ιδανική συναυλιακή κοινωνία που έδωσε στον Κόλιερ τη δυνατότητα να αποδείξει ότι είναι ο μάγος της αρμονίας.
Οσο για όλους εμάς που δεν είμαστε προικισμένοι με το απόλυτο μουσικό αυτί, κάντε ένα πολύ απλό τεστ: Βάλτε ένα αγαπημένο σας τραγούδι και δώστε του όλη την προσοχή με το αυτί. Μετά δοκιμάστε να το τραγουδήσετε. Θα δείτε μεγάλη διαφορά. Και μετά δοκιμάστε το στη ζωή και ακούστε τον άλλον. Και πάλι θα δείτε μεγάλη διαφορά.
Μετά τένις
Κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια του πρώτου ημιτελικού των ανδρών στο φετινό τουρνουά του Γουίμπλεντον, η κάμερα του σκηνοθέτη συλλαμβάνει τον ηθοποιό Χιου Γκραντ που είναι, όπως κάθε χρόνο, ανάμεσα στο κοινό, να χασμουριέται την ώρα που παρακολουθεί τον ημιτελικό ανάμεσα στον Αλκαράθ και στον Μεντβέντεφ. Δεν είναι βέβαια το χασμουρητό του ανθρώπου που νυστάζει αλλά το χασμουρητό του ανθρώπου που πλήττει. Τον καταλαβαίνω απόλυτα και μου συνέβη και εμένα αρκετές φορές παρακολουθώντας τους φετινούς αγώνες στο Γουίμπλεντον. Το τένις έγινε πολύ πιο φτωχό από τη στιγμή που αποχώρησε ο Ρότζερ Φέντερερ. Δεν είναι ότι η νέα γενιά που ακολουθεί δεν παίζει καλό τένις. Μια χαρά τένις παίζουν. Και αντοχή έχουν, και ψυχολογία έχουν, και δυνατά χτυπήματα, και ομάδες ολόκληρες που τους υποστηρίζουν έχουν και όλη την επιστήμη και την τεχνολογία στη διάθεσή τους έχουν.
Φαντασία δεν έχουν, φινέτσα δεν έχουν κι αυτήν την απρόβλεπτη κίνηση που μόνο ένας άνθρωπος, γεννημένος για να κάνει αυτό που κάνει, μπορεί να έχει. Γι’ αυτό και το τένις που βλέπουμε αυτή τη στιγμή δεν έχει καθόλου συγκίνηση.
Είναι σαν να ακούς μια σονάτα για πιάνο του Μότσαρτ και μετά ένα σύγχρονο συγκρότημα του χεβι μέταλ. Παρ’ όλη την ένταση και τη δύναμη που υπάρχει στο δεύτερο, στο τέλος μπορεί και να χασμουρηθείς.
Κανείς δεν είναι weirdo
Κανείς στον κόσμο της τέχνης δεν είναι παράξενος πια! Και αυτό είναι κέρδος και χασούρα μαζί.
Ολα πλέον στον κόσμο της τέχνης είναι αποδεκτά και στην κοινωνία η κουλτούρα της αφύπνισης έχει κατά κάποιο τρόπο εξοβελίσει χαρακτηρισμούς όπως ο weirdο, ο παράξενος δηλαδή, ο αλλόκοτος, ο εξώκοσμος. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε κάνει κάποια βήματα ως κοινωνία όσον αφορά τη συμπερίληψη και την αποδοχή του διαφορετικού. Στον κόσμο της μουσικής όμως η λέξη είχε και άλλη μία σημασία: του καλλιτέχνη που αποφεύγει το μέινστριμ, με δεδομένο ότι το μέινστριμ είναι πληκτικό και ανιαρό, και αναζητεί την έκφρασή του στις παρυφές του εναλλακτικού με το μέινστριμ. Και εκεί ο αλλόκοτος και ο παράξενος γίνεται μοναδικός και ανεκτίμητος. Πάρα πολλοί καλλιτέχνες κατά καιρούς «κουβάλησαν», άλλοτε οικειοθελώς κι άλλοτε όχι, τον χαρακτηρισμό αλλόκοτος. Πάρα πολλά γνωστά ονόματα όπως ο Πίτερ Γκέιμπριελ, η Μπιόρκ, η Εϊμι Γουάινχάους και οι Devo, μεταξύ πολλών άλλων, θεωρήθηκαν κάποτε weirdos. Ακόμα και ο Ντέιβιντ Μπόουι στις αρχές της δεκαετίας του ’70 θεωρείτο αλλόκοτος. Ομως είχα πολλά χρόνια να ακούσω τη λέξη για καλλιτέχνη και κάτι παλιό σκίρτησε μέσα μου όταν τη βρήκα σε ένα αρκετά παλιότερο κείμενο που περιέγραφε τη μουσική και την προσωπικότητα του Ντεβέντρα Μπάνχαρτ που έρχεται στις 25 Ιουλίου στο ξέφωτο του κέντρου πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος για να εμφανιστεί λάιβ. Ενιωσα σαν να ανακάλυψα ξαφνικά ένα κειμήλιο από το παρελθόν, ένα εργαλείο που σήμερα δεν είναι ούτε χρήσιμο ούτε απαραίτητο αλλά θυμίζει σίγουρα μια άλλη εποχή. Και εκεί θα παραμείνει, στην άλλη εποχή.
ΑΚΟΥΩ: Το soundtrack που συνοδεύει το ντοκιμαντέρ που σκηνοθέτησε ο Γκάρι Χατγουίτ για τον Μπράιαν Ινο και που έκανε πρεμιέρα στο φεστιβάλ του Sundance τον Ιανουάριο του 2024. Το soundtrack με τον απλούστερο των τίτλων “Eno” δεν είναι μια συλλογή best of –κανείς άλλωστε δεν περίμενε κάτι τέτοιο από τον Μπράιαν Ινο– αλλά μια πολύ σφαιρική και ολοκληρωμένη ματιά στα 50 χρόνια μουσικής που υπηρέτησε ως σόλο καλλιτέχνης.
«Αν γνωρίζεις ότι οι άνθρωποι πιστεύουν ότι δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά, τότε το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να συνεχίσεις να παράγεις περισσότερο καπνό» γράφει ανάμεσα σε πολλά άλλα στο συναρπαστικό βιβλίο του με τίτλο “Brian Eno’s Diary” ο Ινο. Ενας μουσικός που πίστεψε και δούλεψε με το απρόβλεπτο και το τυχαίο αλλά δεν άφησε τίποτα στην τύχη.