Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς μία βόλτα στου Φιλοπάππου με τέτοιο καιρό. Θα ήταν κάποιου είδους μαρτύριο. Στο Λόφο του Στρέφη, στον Λυκαβηττό, ανεβαίνει κανείς προς το βράδυ, για να κοιτάξει τη θέα, αλλά για δροσιά ούτε λόγος. Οπως χάθηκαν οι εποχές έχει χαθεί και το απόγευμα. Eχει ρουφηχτεί από ένα διαρκές μεσημέρι που μετά μάς αποδίδει στο βράδυ χωρίς δροσιά. Δεν φυσάει. Ο κόσμος δεν κάθεται στο μπαλκόνι, κλείνεται στο σαλόνι και καταναλώνει τον ηλεκτρισμό του.
Η είδηση ότι οι αρχαιολογικοί χώροι κλείνουν κάποιες ώρες της ημέρας λόγω καύσωνα δεν μού προξένησε καμία εντύπωση. Όμως, σκέφτηκα αυτή τη γαλήνη των αρχαιολογικών χώρων τα μεσημέρια άλλοτε, όταν μπορούσες να περιηγηθείς μες στη ζέστη, αλλά χωρίς να νιώθεις πως κάποιος έχει γυρίσει τον διακόπτη, για ν’ ανεβάσει τη θερμοκρασία στο μέγιστο δυνατό. Το ιστορικό κέντρο δεν περπατιέται. Αυτός ο κλιματιζόμενος εφιάλτης των αυτοκινήτων που συνωστίζονται, ανάμεσα σε έργα, εργοτάξια και πεζούς αφαιρεί τη διάθεση για πεζοπορία μέσα στην πόλη.
Κι ενώ η πραγματική απόσταση ανάμεσα στο Μουσείο της Ακρόπολης, τον βράχο, το Καλλιμάρμαρο και μετά την Εθνική Πινακοθήκη, για να πω μία υποθετικά θελκτική διαδρομή για επισκέπτες, δεν είναι μεγάλη, στην πράξη είναι άθλος. Ειδικά αν κάνει κανείς και μία παράκαμψη μέσα από το Κουκάκι. Κατεβαίνοντας τα Εξάρχεια ένα μεσημέρι με καύσωνα ένιωθα τους εργαζόμενους να καίγονται μπροστά στα μάτια μας. Τους όρθιους αστυνομικούς, τις ψήστριες στα σουβλατζίδικα, τους «μπαρίστα» ήταν λες και τους δηλητηρίαζαν τα αυτοκίνητα κι η Ιπποκράτους που μού φάνηκε μία άσχημη έρημος καταστημάτων εστίασης.
Η υψηλή θερμοκρασία θα δημιουργήσει κι άλλες κάψουλες ατομικής ζωής μέσα στην πόλη. Οι τουρίστες μπορεί να συνεχίσουν να έρχονται. Η έλξη που ασκούν υπαίθριοι πολιτιστικοί χώροι όπως η Επίδαυρος και το Ηρώδειο θαμπώνει δύσκολα. Ομως, η εμπειρία θα γίνεται ολοένα και περισσότερο απαιτητική σωματικά, ώσπου υπαίθρια θεάματα να μεταφερθούν κι αυτά σε κλειστούς, κλιματιζόμενους χώρους, αφαιρώντας κάτι πολύτιμο από τη θερινή ζωή εδώ. Η μετακίνηση από το Παγκράτι μέχρι την Ακρόπολη θα γίνεται με κλιματιζόμενο αυτοκίνητο κι έτσι οι επισκέπτες θα μπορούν ν’ αποφύγουν ολοσχερώς την επαφή με το λαό που ζει ανάμεσα στα μάρμαρα. Δεν θα χρειάζεται να μάς δουν, να μάς μιλήσουν, να μάς γνωρίσουν. Οσο κι αν το θέλουν, δεν θα μπορούν. Θα πρέπει να μεταβούν από σημείο σε σημείο, από το ένα αρχαίο ορόσημο στο άλλο σύγχρονο πολιτιστικό «venue» χωρίς να έρθουν σ’ αληθινή επαφή με τη ζωή μας.
Αλλά κι αυτή η ζωή κρύβεται ολοένα προς τα μέσα. Ενώ υπάρχουν άνθρωποι-κανονικοί άνθρωποι-που δουλεύουν στα γραφεία στη Σόλωνος, στο Σύνταγμα, στην Ιπποκράτους κι ενώ μπορείς να δεις την κίνηση, δεν βλέπεις πεζούς. Με κίνδυνο θερμοπληξίας κάποιοι περιμένουν στις στάσεις των μέσων. Οταν τα μέσα φτάνουν σιχαίνεσαι από τις παμβρώμικες τραβηγμένες κουρτίνες και το aircondition που στάζει, παρόλο που είναι πάντα είναι προτιμότερο να πηγαίνει κανείς με τα μέσα. Αργά το βράδυ η ζωή συνεχίζεται. Οχι στα μπαλκόνια και τις ταράτσες όπως άλλοτε, αλλά στους χώρους πρασίνου και στα μπαρ. Οι άνθρωποι ξεμυτίζουν αφού νυχτώσει για να βγάλουν τα σκυλιά τους και να πετάξουν τα σκουπίδια τους. Η υψηλή θερμοκρασία δημιουργεί ακόμη λιγότερες ευκαιρίες συνάντησης. Οταν οι ντόπιοι αρχίζουν να λειτουργούν και να περιφέρονται, οι επισκέπτες έχουν θωρακιστεί στο πάρτι του ξενοδοχείου τους.
Οπως το χιόνι που σε άλλους λαούς φέρνει ένα σκύψιμο του κεφαλιού, την ανάγκη της προετοιμασίας και το κλείσιμο προς τα μέσα, έτσι και στην Ελλάδα πια η υπαίθρια ζωή της συνάντησης αλλάζει, γίνεται μία εσωστρεφής περιπλάνηση χωρίς αναφορές σε κοινές εμπειρίες ή ένα χάπενινγκ με τη μορφή πανηγυριού όπου ο κόσμος αγγίζεται και εκστασιάζεται αργά τη νύχτα σε μέρη που δροσίζουν. Η ήσυχη βόλτα ανάμεσα στα ερείπια, η κοινή εμπειρία της θέασης ενός έργου στο υπαίθριο θέατρο κινδυνεύουν. Μπορεί να περπατήσει κανείς στην Αθήνα νωρίς το πρωί ή τη νύχτα, αλλά θα νιώθει πως περπατάει πάνω σε κάτι που διαρκώς στενεύει.