«Σκοπεύω να περάσω τα Βαλκάνια με το ποδήλατο. Θέλω να διασχίσω τη Σλοβενία, την Κροατία, τη Σερβία, τη Βόρεια Μακεδονία και την Ελλάδα. Το έχω κάνει με αυτοκίνητο, όμως τώρα θέλω να δοκιμάσω με το ποδήλατο. Είναι ασφαλές;» ρωτάει ένας χρήστης της πλατφόρμας reddit. Συγκεκριμένα φοβάται: «τη ζέστη, την πιθανή κλοπή ποδηλάτου και το ενδεχόμενο οι ντόπιοι να έχουν πρόβλημα με το ελεύθερο κάμπινγκ». Εχοντας μεγαλώσει στην ελληνική επαρχία σίγουρα θα προσέθετα στους κινδύνους τα αδέσποτα σκυλιά και το χάλια οδικό δίκτυο, αλλά πιο πολύ με νοιάζει να καταλάβω τι σκέφτεται κάποιος που προτίθεται να περάσει τις διακοπές του καταβάλλοντας τόσο μεγάλη σωματική προσπάθεια.
Για να είμαι ειλικρινής, έχω διαβάσει κάποια πράγματα. Λογαριασμούς σε διάφορες πλατφόρμες όπου άνθρωποι αφηγούνται τις ποδηλατικές τους περιπέτειες από τα Βαλκάνια, συχνά χωρίς να μπορούν να κρύψουν μία εντελώς προβληματική αίσθηση ανωτερότητας προς τους βαλκανικούς λαούς. Ποδηλάτες ξεσπούν για τις υποδομές της Βουλγαρίας ή της Βόρειας Μακεδονίας, ενώ, ταυτόχρονα, εκθειάζουν τη φύση και την ακόμη κάπως αμόλυντη από τουρίστες ύπαιθρο. Κάτι χάνεις κάτι κερδίζεις.
Εχω πάει από την Ελλάδα στη Βόρεια Μακεδονία και τελικά στη Σερβία με το τρένο, ποτέ, όμως, με το ποδήλατο. Κάπου στο μυαλό μου έχω τη φαντασίωση πως παίρνω το ποδήλατο από τα Τρίκαλα, την πόλη καταγωγής μου, και πάω. Ξέρω κατά βάθος ότι δεν θα το κάνω, επειδή φοβάμαι – ή ίσως και να το κάνω ακριβώς γι’ αυτό, για την ώρα, πάντως, μου φαίνεται ένας άθλος κυρίως προετοιμασίας και ψυχικών αντοχών. Με κάποια ζήλια και με γνήσια βαλκανική χαιρεκακία και πλέοντας μέσα σε κύματα νοσταλγίας για τις καλοκαιρινές ποδηλασίες των παιδικών μου χρόνων στα ορεινά –η άγνοια κινδύνου πριν από τα δεκαοκτώ βοηθάει– χαζεύω τις αφηγήσεις των ταξιδιωτών που κατέβηκαν από τον Βορρά στον Νότο με το ποδήλατο. Στον ιστότοπο EuroVelo μπορεί να δει κανείς προτεινόμενες και πιστοποιημένες διαδρομές ποδηλασίας μεγάλων αποστάσεων που συνδέουν τις πόλεις της Ευρώπης – και, ιδεατά, τους πολίτες. Παρέχονται χάρτες, οδηγίες προετοιμασίας, εφαρμογές και επιβεβαιωμένες χρήσιμες πληροφορίες μαζί με μπόλικη προπαγάνδα υπέρ του βιώσιμου τουρισμού και της πράσινης μετακίνησης.
Στη χώρα μας καταλήγουν δύο διαδρομές. Η διαδρομή των Χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και η Μεσογειακή Διαδρομή. Μια άλλη διαδρομή με ευφάνταστο όνομα τραβάει την προσοχή μου, Μονοπάτι του Σιδηρού Παραπετάσματος, μία κάπως σκληροπυρηνική πορεία 10.550 χιλιομέτρων που σου επιτρέπει να διασχίσεις 20 χώρες και «να ζήσεις την ιστορική διαίρεση της Ευρώπης». Η διαδρομή ξεκινάει από τη Φινλανδία και καταλήγει στα βουνά του συνόρου μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας. Κι ενώ όλα φαίνονται εύκολα και οργανωμένα στο EuroVelo, κι ενώ σίγουρα δεν είναι και τόσο απαιτητικό να πας με το ποδήλατο από την Ολλανδία στη Γαλλία ή από την Ολλανδία στο Βέλγιο, η ιδέα τού να ποδηλατείς από τη Σερβία προς τη Θεσσαλία βράδυ μού φέρνει έναν ελαφρύ ίλιγγο. Οι εντυπώσεις, ωστόσο, των ποδηλατών του Διαδικτύου ήταν από καλές έως εξαιρετικές, μήπως η προκατειλημμένη είμαι εγώ; «Οι άνθρωποι στο Κόσοβο και στα Σκόπια είναι οι καλύτεροι», «ένιωθα ασφαλής στη Σερβία» – τέτοια διαβάζω στο Ιντερνετ.
Η ιδέα να διασχίσεις μία τόσο μεγάλη χιλιομετρική απόσταση πάνω σ’ ένα όχημα που δεν σε προστατεύει από τίποτα μού φαίνεται τρομερή και σπουδαία. Η αργή μετάβαση, η επανάληψη των ίδιων μονότονων σκέψεων και κινήσεων, η αγριότητα του τοπίου και η έκθεση σε αυτό, η καθυστέρηση στην εναλλαγή των εικόνων, το υποχρεωτικά αφόρτιστο και εκτός δικτύου κινητό, η έκθεση στους κινδύνους και στα δώρα της φύσης, η επαφή με το κράσπεδο, τη ρόδα, τα δέντρα, μου ασκούν μία απίστευτη έλξη. Αποφάσισα να συνομιλήσω μ’ έναν ποδηλάτη-τουρίστα, τον Orson Dubois (27), που ξεκίνησε από το Βέλγιο με σκοπό να φτάσει στην Ανατολή. Ηταν δύσκολο να τον βρω και να του κάνω ερωτήσεις, γιατί τις περισσότερες ώρες της ημέρας δεν έχει σύνδεση στο Ιντερνετ (ευτυχία;). Τον πέτυχα διαδικτυακά στη Θεσσαλονίκη όπου η διαδρομή του «κόλλησε» μετά από τέσσερις μήνες ποδηλασίας, επειδή ερωτεύτηκε την πόλη στους σαράντα βαθμούς.
«Δεν ήθελα να κατέβω στην Ελλάδα από την Ιταλία, να πάρω το πλοίο, να έρθω έτσι, δεν μ’ ενδιέφερε. Ηθελα να δω τα Βαλκάνια, τους παππούδες στα παγκάκια, τη νεολαία στις άκυρες παραλίες, να δοκιμάσω το φαγητό και να δω από κοντά ένα μέρος για το οποίο έχω διαβάσει τόσο πολλά, επειδή με απασχόλησε στις σπουδές μου [έχει σπουδάσει πολιτικές επιστήμες]». Απόλαυσε την ποδηλασία στο Μαυροβούνιο και στην Αλβανία όχι μόνο λόγω της Ιστορίας, αλλά και για το «φυσικό τοπίο, είναι απίστευτη διαδρομή, τα βουνά…», δεν έβρισκε λόγια για τα βουνά.
Στη Βόρεια Μακεδονία έπρεπε να σταματήσουν, γιατί ένας άλλος ποδηλάτης, που είχε ξεκινήσει από τη Γαλλία, έπαθε κάτι σαν θερμοπληξία. Φοβήθηκαν; «Οχι, ένας ντόπιος μάς βοήθησε πάρα πολύ, μας πήγε στο νοσοκομείο, έχασε όλο το απόγευμά του εξαιτίας μας». Ετσι, γνώρισαν τους ντόπιους, που τους φάνηκαν «πολύ φιλικοί και πολύ περήφανοι για τη χώρα τους». Στην Ελλάδα ο θερμόπληκτος Γάλλος σταμάτησε και ακολούθησε άλλη πορεία, ενώ ο Orson αποφάσισε να κατευθυνθεί προς το φαράγγι του Βίκου (βορειοδυτικά των Ιωαννίνων) κι έπειτα να συνεχίσει στο Μέτσοβο, στα Μετέωρα, στην Καλαμπάκα (στάσεις για ελεύθερο κάμπινγκ ενδιάμεσα) και τελικά στο Λιτόχωρο (όπου έμεινε σε δωμάτιο) και στον Ολυμπο. Περιττό να πω ότι γράφοντας αυτό το κείμενο, ακίνητη στο γραφείο μου, νιώθω μία συντριπτική προσωπική ήττα σε ό,τι αφορά τις σωματικές μου δυνάμεις και την όρεξη για ζωή. Με καταλαμβάνει μία απίστευτη εξάντληση και μόνο στην ιδέα του Ολύμπου στο λιοπύρι.
Τι είναι σημαντικό για τους ποδηλάτες σε μία χώρα; Μεταξύ άλλων η συμπεριφορά των οδηγών και το εάν ο ντόπιος πληθυσμός είναι φιλικός. Για παράδειγμα, στην Αλβανία «ο κόσμος κόρναρε ελαφρά και μας προσπερνούσε χωρίς να μας δημιουργεί προβλήματα, στη Βόρεια Μακεδονία μάς έδιναν καφέ, νερό, φρούτα», ενώ στην «Κροατία νιώθαμε πως δεν μας θέλανε ή δεν μας σέβονταν». Στη Θεσσαλονίκη ο κόσμος ήταν τόσο ανοιχτός, φιλικός και συναρπαστικός, που αποφασίστηκε μία μικρή ανάπαυλα από το ταξίδι με το ποδήλατο κι έτσι μπόρεσα κι εγώ να θέσω τις ερωτήσεις μου. Φοβήθηκε στην πορεία; «Ποτέ, οι άνθρωποι στα Βαλκάνια είναι πολύ φιλικοί, κάθονται συνέχεια έξω κάνοντας αγροτικές εργασίες ή πίνοντας καφέ, άρα από χωριό σε χωριό κι από βουνό σε βουνό νιώθαμε ότι μπορούσαμε να ζητήσουμε βοήθεια ή ένα ποτήρι νερό. Πολλοί μάς χαιρετούσαν από μόνοι τους και μας πρόσφεραν κάτι»,
Η μοναχικότητα και η έκθεση του ταξιδιού με τα πόδια ή το ποδήλατο επιβάλλει μία άλλη σχέση με το τοπίο και τους κατοίκους, μία σχέση που δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσα στο κουκούλι του μαζικού τουρισμού, του γκρουπ ή του ταξιδιού με το αυτοκίνητο. Ο μαζικός τουρισμός, νομίζω, ουσιαστικά προστατεύει τους επισκέπτες από την αληθινή επαφή με τον ντόπιο πληθυσμό, ακόμη και με το τοπίο, το οποίο πρέπει να καταναλωθεί βιαστικά (να γίνει φωτογραφία) και να αντικατασταθεί από τον επόμενο σταθμό σε μία αλυσίδα από προαποφασισμένα ορόσημα.
Οι πόλεις πρέπει απλώς να διανυθούν στα γρήγορα και να βγουν εκτός λίστας. Δεν χρειάζεται έρευνα, αληθινή έκθεση στις αντιδράσεις των ντόπιων και η αναγκαία προσαρμοστικότητα. Δεν χρειάζεται να παλέψεις για τη θέση σου στην ξένη πόλη όταν είσαι τουρίστας του μαζικού τουρισμού, η θέση σού ανήκει δικαιωματικά. Οταν ποδηλατείς, όμως, ή εάν πεζοπορείς ή ακόμη και με το τρένο ή μ’ ένα συνδυασμό όλων αυτών των «πράσινων» μεθόδων μετακίνησης, είσαι έκθετος στην καλοσύνη ή την αντιπάθεια των ξένων. Ξέρω ότι τα ταξίδια με το ποδήλατο δεν θ’ άφηναν ποτέ τα λεφτά που αφήνουν οι εκδρομείς του μαζικού τουρισμού. Εχει κάτι αγέρωχο, όμως, το όλο εγχείρημα.
Με την αργή του ταχύτητα το ταξίδι αυτού του είδους επιτρέπει μία εσωτερική περιπλάνηση σ’ όποιον το επιχειρεί και πάει κόντρα σ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής όπου ο τουρίστας είναι παθητικός καταναλωτής έτοιμων γευμάτων/εμπειριών/τοπίων και τοποσήμων. Ακόμη και τις ιστορικές πληροφορίες ο τουρίστας του μαζικού τουρισμού τις καταναλώνει χωρίς να κουνήσει το δαχτυλάκι του, χωρίς να ψάξει τίποτα, παθητικά, εμπιστευόμενος την εκδοχή που –κυριολεκτικά– του πουλάει ένα τουριστικό πρακτορείο. Οι ποδηλάτες μεγάλων αποστάσεων πρέπει να ερευνήσουν, να μελετήσουν, να διαβάσουν προσεκτικά και φυσικά να ιδρώσουν.
Ισως γι’ αυτό τα αργά ταξίδια δεν είναι τόσο δημοφιλή. Προϋποθέτουν μία ενεργητικότητα που στον σύγχρονο κόσμο δεν προορίζεται για την οργάνωση περιπλανήσεων και πνευματικών περιπετειών, αλλά μόνον για την εργασία – κι εκεί περιορισμένα. Κι ακόμη, στο αργό ταξίδι πρέπει ν’ αντέχεις τον εαυτό σου ή να θέλεις να τον ξεψαχνίσεις και να τον εξαγνίσεις, γι’ αυτό και άλλοτε οι προσκυνητές ξεκινούσαν την περιπλάνησή τους με τα πόδια, για να προσκυνήσουν ή να μεταμεληθούν, σίγουρα πάντως για να έρθουν σ’ επαφή με τον θεό διασχίζοντας ερημιές και πόλεις πεζή. Κι ίσως γι’ αυτό –κι όχι απλά για λόγους σωματικής υγείας– τα αργά ταξίδια ασκούν έλξη στους ανθρώπους γύρω στα 25 με 35, είναι η ηλικία που καταλαβαίνεις πως αν δεν τα βρεις με τον εαυτό σου, δεν θα τα βρεις με κανέναν. Είναι η ηλικία που σου χρειάζεται να πιστέψεις σε κάτι.
Τα ταξίδια του Orson Dubois μπορεί να τα παρακολουθήσει κανείς από το instagram του και από τη σελίδα του στο polarsteps. Για ενημερωμένους χάρτες ποδηλατικών διαδρομών στην Ευρώπη δείτε το en.eurovelo.com.