Ας ξεκινήσω λίγο απ’ την αντίδραση, γιατί έχει πάρα πολύ πλάκα. Εγινε η τελετή έναρξης στο Παρίσι. Μέσα στη βροχή. Μέσα σε μία πολύ ταραγμένη περίοδο. Μέσα στη μέση της πόλης. Κι όλα πήγαν οκέι. Θέλω να πω, δεν έγινε και κάτι πάρα πολύ φοβερό. Οποιος έχει προσπαθήσει να διοργανώσει ακόμη και μισή παρουσίαση μισού πρότζεκτ σε κοινό είκοσι ατόμων ξέρει για τι πράγμα μιλάω. Δεν είναι εύκολα όλ’ αυτά.
Η αντίδραση πολλών ανθρώπων ήταν από ξινισμένη μέχρι κακιασμένη, μέχρι απροκάλυπτα προβληματική (τύπου «εμείς το κάναμε καλύτερα»). Σε μία βρετανική εκπομπή έλεγαν πως ήταν πολύ βροχερά. Σε μία ισπανόφωνη ξεσήκωναν εικόνες του ’92. Στα ελληνικά σάιτ έγραφαν «γύρνα πίσω Δημήτρη Παπαϊωάννου», εγκλωβίζοντας τον καλλιτέχνη (που έκτοτε υπήρξε παραγωγικότατος και με διεθνή αναγνώριση) σε μία ανάθεση που του έγινε είκοσι χρόνια πριν. Αλλοι λυσσομανούσαν κατά της υποτιθέμενης κυριαρχίας της woke κουλτούρας στη διοργάνωση του Παρισιού και ικέτευαν τον Παπαϊωάννου να αναλάβει να φέρει νταούλια και σώματα-αγάλματα, γιατί η πρόσκρουσή μας με το αληθινό από το 2004 έως το 2024 έχει κουράσει, χρειαζόμαστε λίγη αγαλματένια παραμυθία, την περαιτέρω μαρμαροποίηση της αυτοεικόνας μας, τώρα και πάντα και εις τον αιώνα των αιώνων. Εν ολίγοις, στο ελληνόφωνο Ιντερνετ στηνόταν μία νέα μάχη «αναμόχλευσης των υπαρχόντων». Ηταν μόνο η αρχή ενός ακόμη κύματος ελληνικής νοσταλγίας.
Δεν το περίμενα μετά από τόσα χρόνια οικονομικής κρίσης ότι θα νοσταλγούσε κανείς τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Δεν θυμάμαι καλά την περίοδο πριν από το 2010, αλλά θυμάμαι πεντακάθαρα από το 2010 μέχρι πρότινος να γράφονται κείμενα, να διεξάγονται συζητήσεις, να αναλύονται τα αίτια της κρίσης και μέσα σ’ αυτά –αυτό το θυμάμαι– να περιλαμβάνεται η κριτική για το οικονομικό ξεχαρβάλωμα και για τις καταναλωτικές συνήθειες της γενιάς των γονιών μας που ήταν –για να το θέσω κομψά– κάπως αμετροεπείς, με αποτέλεσμα να μας έχουν κληροδοτήσει μία έρημη χώρα σε οικονομική στεγνότητα. Το αυτομαστίγωμα έδινε κι έπαιρνε τα χρόνια της κρίσης: δεν πρέπει να ζεις πάνω από τα μέτρα σου, τα 00s ήταν αποχαλίνωση, μπουζούκια, ποτά, πισίνες, αυτοκίνητα κ.λπ. Νόμιζα ότι μ’ αυτό το λάιφστάιλ είχαμε ξεμπερδέψει, δηλαδή, ότι, λίγο πολύ, η ζωή της παραζαλισμένης νεόπλουτης μάς είχε εγκαταλείψει. Αρκούσαν μόνον οι Ολυμπιακοί του Παρισιού, οι πρώτοι μετά την πανδημία, για να φουντώσει ένα αίσθημα αφόρητης νοσταλγίας.
Το έχουμε ξαναπαρατηρήσει. Στον τρόπο ζωής μίας νεολαίας που δεν θέλει να πιστέψει ότι η δεκαετία του ’90 τελείωσε. Στις χαμένες αυταπάτες μίας γενιάς που ήταν μαθημένη αλλιώς, φτώχυνε και γέρασε πριν από την ώρα της. Στην κουλτούρα που παράγει και καταναλώνει η χώρα και που θα μπορούσε σε μεγάλο βαθμό να συνοψιστεί στη φράση «γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον», στην αναζήτηση μίας χίπστερ απλότητας στα υπερκοστολογημένα μπαρ κι εστιατόρια πώλησης ρεμπέτικου κι ελληνικότητας για τουρίστες ή για Ελληνες που έχουν μάθει να βλέπουν τον εαυτό τους μόνο μέσα από αντανακλάσεις και κλισέ (συνήθως σε σχέση με το παρελθόν). Κι όπως και με άλλες γιορτές, θεάματα και σόου, είναι σαν οι Ελληνες να ’χουν χάσει το χιούμορ τους. Σαν να εχθρεύονται την ελαφράδα και να τη συγχέουν με την ελαφρότητα. Σαν να μην πιάνουν τ’ αστεία.
Θέλω, όμως, να επισημάνω 3 στιγμές της τελετής έναρξης που παρήγαγαν, κατά τη γνώμη μου, εικόνες υψηλού πολιτικού συμβολισμού και που θα μπορούσε να πει κανείς πως έχουν κάποια σημασία. Πρώτον, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο χαμογελαστός με τη γαλανόλευκη ψηλά. Ναι, οκέι, δεν αναιρεί αυτή η όμορφη εικόνα την ταλαιπωρία που επιφυλάσσει η Ελλάδα για όσους θέλουν να πάρουν ιθαγένεια ή να ζήσουν στη χώρα (ανεξαρτήτως εθνικότητας), ούτε το γεγονός πως μετανάστες με λιγότερα ταλέντα και λιγότερη φιλοπονία απ’ τους Αντεντοκούνμπο περνούν εδώ μια δύσκολη ζωή, αλλά και πάλι. Το σόου παρήγαγε και αναπαρήγαγε την εικόνα μίας Ελλάδας μ’ αυτοπεποίθηση, με επιτυχίες, με άνεση και εκτόπισμα, μίας χώρας που μπορεί να πατάει πάνω σε ώμους γιγάντων και να μεγαλώνει κι αυτή.
Δεύτερον, οι άπειρες αναφορές του σόου στην κουίρ νεολαία της Ευρώπης και η «προπαγάνδα» για έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Από το φλερτ με βιβλία και ραβασάκια στο αναγνωστήριο μέχρι την πασαρέλα στη γέφυρα όπου τα μοντέλα απλώς ξεσάλωσαν, έως τη νεολαία που χτυπιόταν πάνω σε μία προβλήτα, όπου προηγουμένως είχαν λάμψει καλά καλά τ’ αστέρια της σημαίας της Ενωμένης Ευρώπης, σχηματίστηκε ένα πλέγμα εικόνων που παρέπεμπε λίγο πολύ σ’ αυτό που ονειρεύεται κάθε νέος άνθρωπος: μία ζωή ελευθερίας. Ηταν σαν το σόου να είχε βγει από το μυαλό του μέσου ξεμυαλισμένου νεολαίου που πλήττει θανάσιμα (όπως μπορείς να πλήττεις μόνο στα δεκαεφτά) στο χωριό του στο βαθύ Τιρόλο, στην Καρδίτσα, στο τελευταίο ψαροχώρι της Πορτογαλίας και ονειρεύεται την ώρα και τη στιγμή που θα βρεθεί στο Παρίσι, στο Βερολίνο ή στη Βιέννη και θα ζήσει μία ζωή διανοητικών και σωματικών ηδονών.
Και δεν γινόταν να μη σκεφτεί κανείς πως εν πολλοίς το πρότζεκτ της Ενωμένης Ευρώπης έχει τεράστια ανάγκη αυτήν ακριβώς τη μετακίνηση προσώπων, ονείρων και σωμάτων, αυτήν ακριβώς την υπόσχεση πως οι φαντασιώσεις για μία ζωή κοσμοπολιτισμού και ελευθερίας θα υλοποιηθούν, ώστε να επιβιώσει και να μακροημερεύσει. Και δεν γινόταν να μη σκεφτεί κανείς –ειδικά εμείς οι γυναίκες– τι είδους συντριπτικό προνόμιο είναι που γεννηθήκαμε απ’ αυτή τη μεριά του κόσμου. Οι στιγμές της τελετής που θα μπορούσαν συνολικά να ονομαστούν «ευρωπαϊκή προπαγάνδα» (με την καλή έννοια), δηλαδή, οι χοροί μίας νεολαίας που ντύνεται, εκφράζεται και ερωτεύεται όπως και όποιον της αρέσει, έρχονταν σε τέτοια εντυπωσιακή αντίθεση με τις αποστολές χωρών που δεν βρήκαν ούτε μία γυναίκα αθλήτρια να συμπεριλάβουν ή που είχαν μία δυο γυναίκες κάπου στο πλάι καλυμμένες από πάνω μέχρι κάτω, με τα μαλλιά τους και τα δέρματά τους κρυμμένα. Δεν γινόταν να μη σκεφτείς ποιος τρόπος ζωής είναι προτιμότερος, για να μην πω απλώς ανώτερος. Και δεν τα λέω θεωρητικά όλ’ αυτά, σκέφτομαι τα προνόμιά μου, την καλή μου τύχη: η ζωή μου συνολικά θα ήταν αδιανόητη, αν είχα γεννηθεί κάπου στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Οι στιγμές που οι άνθρωποι υπερβαίνουν τους περιορισμούς τους. Ηταν αδύνατο να μη συγκινηθώ βλέποντας τη σημαία της Ουκρανίας και την ομάδα της. Μου φαίνεται τρομερό η χώρα σου να πολεμάει έναν αιμοδιψή ψυχάκια και συ να βρίσκεις το κουράγιο να την εκπροσωπείς στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Φυσικά, συγκινήθηκα και με την ολιγομελή αποστολή της Παλαιστίνης. Ανθρωποι που ξεφύγανε από μία κόλαση επί της γης με νεκρά παιδιά και βομβαρδισμένα νοσοκομεία, για να πάνε ν’ αγωνιστούν. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα θυμήθηκα πώς στο σχολείο μαθαίναμε για την «εκεχειρία», την ειρήνη και άλλα τέτοια, με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Κι ακόμη: οι λαμπαδηδρόμοι με προσθετικό μέλος και ο ηλικιωμένος στο καροτσάκι λίγο πριν από το άναμμα του μεγάλου αερόστατου.
Ενιωθες πως όλα είναι δυνατά. Θέλω να πω δεν είναι θέμα συμπερίληψης και άλλα τέτοια κουραφέξαλα. Αφορά τη δημιουργία εικόνων, συγκινήσεων και μίας μαγείας επιπέδου πάρτι. Δεν είναι δα και υψηλή τέχνη, ένα θέαμα είναι, εγγενώς προπαγανδιστικό, όπως όλα τα μαζικά θεάματα, βαθύτατα πολιτικό και φτιαγμένο κατά τρόπο που να συγκινεί και να διεγείρει πάθη. Αυτό είναι, κι είναι άδικο να το κρίνεις παραβλέποντας τις προθέσεις και τη λειτουργία του.