Δεν είχα ιδέα ποιος είναι ο Frans Hals. Παίρνοντας το μετρό μία καλοκαιρινή μέρα στο Βερολίνο έπιασα με την άκρη του ματιού μου τις μεγάλες αφίσες, μούσκεμα από την κόλλα, που σε καλούσαν στην έκθεσή του, αλλά δεν έδωσα σημασία. Δεν ξέρω και πολλά από τέχνη. Πηγαίνω στα μουσεία για να ηρεμήσω και να μορφωθώ. Το μόνο που με σώζει είναι ότι εμπιστεύομαι κάποιους χώρους στα τυφλά όπως ο διψασμένος που απλώς ξέρει πού υπάρχει βρύση.
Η πινακοθήκη Γκεμέλντε για παράδειγμα. Σε μία περιοχή της πόλης φανταχτερή κι εμπορική που δεν μού αρέσει καθόλου, κοντά στην Ποτσντάμερ Πλατς, εκεί βρίσκεται ένα από τα πιο ήσυχα μουσεία του Βερολίνου. Μία χαμηλών τόνων κιβωτός με αριστουργήματα από τον 13ο έως τον 18ο αιώνα. Η μόνιμη συλλογή δεν είναι πήχτρα σχεδόν ποτέ. Μπορείς να κοιτάξεις με την ησυχία σου Χριστούς και τρίπτυχα με την ημέρα της Κρίσης, έναν Καραβάτζιο και λίγο Βερμέερ, ως και Ρέμπραντ έχει. Συχνά έχω βρεθεί στην αίθουσα ολομόναχη ανατριχιάζοντας μπροστά σ’ αυτά τα θαύματα. Εχει Φλαμανδούς και μία εκτενή συλλογή από γερμανικά και ιταλικά έργα, 13ος έως 16ος. Κι έχει πάντα χώρο εκεί μέσα. Χώρο να σκεφτείς με την ησυχία σου. Δεν είναι απ’ τα υπερβολικά δημοφιλή μουσεία, δεν έχει ψυχροπολεμικές εντάσεις και στυλ χολιγουντιανής ταινίας, βιντεοπροβολές και σόσιαλ μίντια κόντεντ, η περιοχή είναι υπερβολικά γεμάτη με εμπορικά κέντρα, ξενοδοχεία, εστιατόρια και μουσεία υψηλότερων δραματικών κορυφώσεων, ώστε μπαίνοντας κανείς στην Γκεμέλντε μπορεί πραγματικά να καθαρίσει το μυαλό του και να αφεθεί. Οι άλλοι βρίσκονται αλλού.
Οπότε μ’ αυτήν τη λογική βρέθηκα κι εγώ στην έκθεση του Frans Hals, την περιοδική έκθεση που τρέχει στην Πινακοθήκη Γκεμέλντε από τον Ιούλιο μέχρι το Νοέμβριο του 2024 (προηγουμένως ήταν στο Λονδίνο και το Αμστερνταμ, αν δεν κάνω λάθος). Εμπιστευόμενη το γούστο του συγκεκριμένου μουσείου, λοιπόν, βρέθηκα εκεί κι επειδή οι άλλες περιοδικές στην πόλη είναι Αντι Γουόρχολ και Μειπλθορπ, εκθέσεις, δηλαδή, πολύ ποπ για το γούστο μου, απευθυνόμενες μάλλον στη διεθνή, κουήρ νεολαία που είναι μία βασική πηγή εσόδων για τα κλαμπ και τα ξενοδοχεία. Να μην είμαι παράξενη: μ’ αρέσει ο Γουόρχολ, αντέχω να δω τις φωτογραφίες του Μειπλθορπ, αντιλαμβάνομαι την επιρροή τους και έχω κι εγώ σαγηνευτεί από την ιδέα μίας ριζοσπαστικής επανεφεύρεσης του εαυτού, αλλά μερικές φορές θέλω απλώς ροδομάγουλους φλαμανδούς και ξεμαλλιασμένες ταβερνιάρισσες με φτωχικά κουρέλια.
Υπάρχουν εκθέσεις που κόβουν την ανάσα κι ανοίγει μία τρύπα στο χρόνο. Το κόλπο είναι στη λεπτομέρεια, στη λεπτή παρατηρητικότητα του δημιουργού. Κάτι τέτοιο κατάλαβα πως υποννούσαν οι επιμελητές της έκθεσης, Katja Kleinert και Erik Eising, εστιάζοντας στη στιγμή που περνάει και χάνεται και που ο καλλιτέχνης κατάφερε, κατά τη γνώμη τους, να συλλάβει με μία παρατηρητικότητα συγκλονιστική. Μόνο στην τέχνη, μόνο εκεί, γινόμαστε αληθινοί διαχειριστές του χρόνου, έλεγε η υπόσχεση που αιωρούνταν στον αέρα. Πέρασα την χαμηλών τόνων είσοδο, προχώρησα στο άνετο εσωτερικό που θα μπορούσε να είναι εσωτερικό γερμανικού ερευνητικού ινστιτούτου.
Η αίθουσα ήταν γεμάτη! Δεν είχα ξαναπετύχει στην Γκεμέλντε τόσο κόσμο. Ηλικιωμένοι που δανείζονται ένα καρεκλάκι και κάθονται με το πάσο τους μπροστά απ’ τα έργα να απολαύσουν χέρια, φλάουτα και μουστάκια, παρέες νέων που κοίταζουν προσεχτικά, μεσήλικες σε γκρουπ και μεσήλικες που σχεδιάζουν στο μπλοκ ζωγραφικής τους, μία γυναίκα σε καροτσάκι. Ενα γκρουπ Ρώσων που κάνει διακοπές σαν να μην τρέχει τίποτα.
Ο Frans Hals ζωγράφιζε πορτρέτα. Ηταν απ’ τους πιο καινοτόμους δημιουργούς του 17ου αιώνα. Εκανε τα μέλη της ελίτ της εποχής του (την ανώτερη τάξη του Χάρλεμ, πλούσιους εμπόρους, διάσημους λογίους, στοχαστές και θεολόγους) να μοιάζουν καταδεκτικές και οικείες φιγούρες, διάλεγε απροσδόκητες στάσεις για τους εικονιζόμενους, σχημάτιζε ένα μειδίαμα. Εκτός από τις αναθέσεις-τα έργα που έκανε για την ελίτ-ζωγράφιζε-αφήνοντας ελεύθερο το χέρι και τη σκέψη του-τους απόκληρους της εποχής του, μορφές του περιθωρίου ή απλούς, καθημερινούς ανθρώπους που δεν ήταν το συνηθισμένο υλικό για την κατασκευή του Υψηλού.
Οπως σημειώνουν οι επιμελητές της έκθεσης «οι φιγούρες του Hals λάμπουν με μία ζωτικότητα» που φανερώνει τη χαρά της ζωής. Καθόλου τυχαία κάμποσα από τα εικονιζόμενα πρόσωπα είναι πρησμένα απ’ το αλκοόλ. Πιάνει τις εκφράσεις. Τις κινήσεις. Το βλέμμα. Το πρόσωπο που λάμπει για μία φευγαλέα στιγμή κι ύστερα. Δεν υπάρχει ύστερα. Σταματάει το χρόνο. Μάς δίνει πονηρά βλέμματα μωρών, πόζες μεθυσμένων μουσικών, χειρονομίες αγοριών (το αγόρι με το φλάουτο είναι εκπληκτικό), κοντινές ματιές σε ψαράδες και τρομακτικές γριές, σαν μάγισσες. Δείτε τον πίνακα Malle Babbe του 1640, η γριά μάς κοιτάζει με το βλέμμα της τρελής, μ’ ένα πτηνό στον ώμο, μ’ ένα φρικώδες χαμόγελο, ο πίνακας φέρνει ένα κύμα συναισθημάτων, η άβολη επαφή με μία αλλοπρόσαλλη γυναίκα αναμιγνύεται με το θαυμασμό για τη μαεστρία του δημιουργού. Το σώμα δεν ξέρει πώς ν’ αντιδράσει. Η ανάσα κόβεται. Ο πίνακας νικά.
Γεννήθηκε το 1583, πέθανε το 1666. Εζησε σχεδόν όλη του τη ζωή του στο Χάρλεμ της Ολλανδίας κι αυτό και μόνο υποδηλώνει ζωηρή επινοητικότητα (αν έχετε πάει στην Ολλανδική επαρχία, ξέρετε τι εννοώ). Μία ηλιόλουστη καλοκαιρινή μέρα πλήθη κόσμου συγκεντρώθηκαν μέσα στη θεοσκότεινη αίθουσα με τις ημίτρελες γριές, τους μεθυσμένους χωρικούς και τους πλούσιους Ολλανδούς εμπόρους που τώρα είναι χώμα, για να θαυμάσουν το πνεύμα, την αφοσίωση, το χιούμορ, την επιδεξιότητα και την παρατηρητικότητα του ανθρώπου. Πέντε αιώνες πριν είναι πολύς καιρός σκέφτηκα βγαίνοντας, για να περπατήσω ανάμεσα στα προβλέψιμα καταναλωτικά τοπόσημα πέριξ του σταθμού του μετρό της Ποτσντάμερ και προσπερνώντας το όμορφο σύνθημα πλάι στη Φιλαρμονική: ο θεός χρωστάει τα πάντα στον Μπαχ.
Κάθε αληθινό έργο τέχνης είναι μία υπόσχεση πως μπορείς να δεις τα πράγματα αλλιώς. Τα Βραδεμβούργια, το Μαγικό Βουνό, οι Φλαμανδοί ζωγράφοι, το περφόρμανς αρτ, μικρά κλεισίματα του ματιού στο κοινό, υποσχέσεις που ξελογιάζουν: η ζωή μπορεί να είναι απείρως συναρπαστική. Ο Frans Hals ανάγοντας την τρελή γριά στην ταβέρνα σε υψηλή τέχνη και κρύβοντας ένα μειδίαμα μέσα στις πόζες της ελίτ με γέμισε και μ’ άγγιξε και εκπλήρωσε όλες τις υποσχέσεις που μού είχαν δοθεί όταν περνούσα την είσοδο της Γκεμέλντε.
Ποτέ δεν μ΄έχει απογοητεύσει αυτή η χαμηλών τόνων πινακοθήκη με τα παλιά έργα και τις ήσυχες αίθουσες με το ξύλινο πάτωμα. Την παλιομοδίτικη, φυτουκλίστικη αισθητική της την αγαπώ. Τον αέρα βιβλιοθήκης που αποπνέει και την αναπολογητικά κουλ στάση της. Δεν προσπαθεί να πείσει κανέναν, αν την ξέρεις, ξέρεις και συνήθως η γνώση επιβραβεύεται με υψηλές ηδονές. Η δημιουργικότητα κι χαρά της ζωής, να φτιάχνεις πράγματα από το μηδέν κλπ. Ετσι σκεφτόμουν, πλήρης κι ευγνώμων, μετά την έκθεση. Ο θεός χρωστάει τα πάντα στην τέχνη.