Σήμερα σκεφτόμουν αν χρειαζόμαστε ακόμη ένα κείμενο για τις φωτιές και το συλλογικό τραύμα της πλήρους αποσύνθεσης του ελληνικού καλοκαιριού: τη θέση των διακοπών και της χαλαρότητας έχουν καταλάβει στο μυαλό των Ελλήνων οι αγωνίες για τον καιρό και την ακριβή ζωή. Σκεφτόμουν, λοιπόν, αν πρέπει να μιλήσουμε κι άλλο για κάτι που ήδη ξέρουμε ή αν πρέπει να κάνουμε απλώς ησυχία και να πενθήσουμε τη ζωή που αποσύρεται από την Αττική. Κατέληξα πως έχουμε κάνει μια παραιτημένη, νερόβραστη ησυχία για πάρα πολύ καιρό. Η ζωή στην Αττική υποβαθμίζεται διαρκώς και τα ρήγματα βαθαίνουν. Αλλά κυρίως ο κόσμος έχει πάψει να ονειρεύεται.
Το βλέπεις στα πρόσωπά τους. Κουβαλάνε τη βουβή παραίτηση μαζί τους στο λεωφορείο που ζέχνει. Αποδέχονται και συνηθίζουν να ζουν σε μία πόλη όπου όλα είναι ακριβά εκτός από τη μισθωτή εργασία. Ρίχνουν τις προσδοκίες στο ελάχιστο. Ο αέρας που ανασαίνουν έχει μέσα μικροσωματίδια που προκαλούν βλάβες, ο βασικός τρόπος μετακίνησης είναι θορυβώδης και δαπανηρός, αλλά όλα αυτά είναι μικρές απειλές μπροστά στο ενδεχόμενο οι φωτιές να τυλίξουν αυλές, αποθήκες και τους κόπους μιας ζωής. Η παθητική στάση στα πράγματα διαποτίζει και τη σχέση με την κλιματική αλλαγή: αφού ήρθε και είναι κάτι αληθινό, θα το υποστούμε. Η μοίρα καταλαμβάνει περισσότερο χώρο από την πολιτική.
Είναι λες και η συλλογική μας ζωή είναι αποσυνδεδεμένη από συλλογικές και ατομικές αποφάσεις, αποτέλεσμα κάποιας μίζερης ελληνικής νομοτέλειας. Λες και το μέρος έχει μπει και σε θερμοθάλαμο και στον αυτόματο πιλότο. Η πολιτική συρρικνώνεται στο επίπεδο της διαχείρισης της ζημιάς. Η φαντασία και οι ελπίδες, τα όνειρα και οι συλλογικοί στόχοι για πράγματα που θα μπορούσαν να είναι αλλιώς έχουν υποχωρήσει.
Η Αθήνα έχει λιγότερο πράσινο (δέντρα και πάρκα) από τη Μαδρίτη. Λιγότερο από το Οσλο, τη Βιέννη, το Βερολίνο, την Κοπεγχάγη, αλλά και από το Σαράγεβο, τα Τίρανα, το Βελιγράδι, το Βουκουρέστι και κάμποσες πόλεις της (επίσης θερμής και μεσογειακής) Ισπανίας (Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Περιβάλλοντος, How Green Are European Cities? 2023). Αν μετρήσουμε το πράσινο στις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις, η Αθήνα συναγωνίζεται πόλεις της Κύπρου και της Μάλτας για τις τελευταίες θέσεις στην κατάταξη [Which European capitals have the most green spaces, World Economic Forum και Statista(2022)]. O Ιούνιος ήταν ο πιο θερμός από το 1860 (!), δεν έβρεξε ούτε μία φορά. 37% των δασικών εκτάσεων της Αττικής έχει καεί – τα τελευταία οκτώ (!) χρόνια (Εύφλεκτα δάση, πύρινες νύχτες, απανωτοί καύσωνες, Καθημερινή). Πού να βρεθεί το ψυχρό αεράκι που έκανε τη ζωή στα μπαλκόνια και τον δροσερό ύπνο ασυναγώνιστη φθηνή πολυτέλεια για τους ανθρώπους της πόλης;
Πρόσφατα επέστρεψα μετά από καιρό στο Αμβούργο. Το Αμβούργο είναι σαν να του επιτίθεται ο καιρός. Εχει βροχές και ριπές αέρα και όλες τις αποχρώσεις του γκρι. Και, φυσικά, έχει και ανισότητες. Ομως, προσφέρει το παραμύθι του πάρκου στους κατοίκους του. Στις μεγάλες εκτάσεις πρασίνου γύρω από τη λίμνη Αλστερ τις ημέρες με ήλιο συμβαίνει ένα ήσυχο δημοκρατικό θαύμα. Περπατώντας γύρω από τη λίμνη (η έκταση είναι αρκετά μεγάλη) βλέπει κανείς πλούσιους και φτωχούς, όχι ακριβώς πλάι πλάι, αλλά κοντά. Φιτ φρικιά που σκάνε από υγεία με ακριβό εξοπλισμό για αθλητικές δραστηριότητες λάμνουν ή τρέχουν πλάι σε μεγάλες οικογένειες μεταναστών που κάνουν πικ νικ ή αγναντεύουν, πλάι σε μεγάλες παρέες φοιτητών που κάνουν τα δικά τους, πλάι σε εργαζομένους που έχουν διάλειμμα. Οπως το ποδήλατο που απορροφά τους κραδασμούς των ανισοτήτων στην Ολλανδία ή τη Δανία (υπάρχει μία συγκινητική ψευδαίσθηση ισότητας στα σταυροδρόμια των πολυσύχναστων ποδηλατοδρόμων του Αμστερνταμ ή της Κοπεγχάγης, όταν όλοι ποδηλατούν καρτερικά μες στη βροχή), έτσι και το πράσινο μέσα στην πόλη δημιουργεί ένα πλέγμα χαλαρών σχέσεων και συσχετισμών που τονώνουν την εντύπωση πως ανήκουμε σ’ ένα εμείς.
Το πάρκο είναι ο χώρος του κατατρεγμένου, του αληθινά φτωχού της μεγάλης πόλης, που περιφέρεται ανέστιος και σταματάει πλάι στη λίμνη ή στο ποτάμι, για να σκεφτεί και να βάλει σε τάξη τα συναισθήματά του. Είναι το καταφύγιο αυτών που θέλουν να κλάψουν ή να γελάσουν μόνοι, να σκεφτούν. Είναι το πεδίο θριάμβου ερασιτεχνών αθλητών και καλλιτεχνών, το μασάζ του μυαλού για τους υπαλλήλους στα γραφεία, ο αέρας υγείας και ευεξίας στα διαλείμματα απ’ το πληκτρολόγιο. Πόσα μέρη μάς έχουν απομείνει στην Αθήνα όπου ασχέτως του εισοδήματός μας, της τάξης, της καταγωγής και του επαγγέλματός μας καθόμαστε ο ένας πλάι στον άλλον να απολαύσουμε τη θέα; Ισως κάποιες ελάχιστες παραλίες. Κάποιες ελάχιστες καλές, φθηνές ταβέρνες. Εως εκεί.
Η Αττική έχει κατακερματιστεί μες στο μυαλό μας. Σκέφτεται ο καθένας ανένοχα μόνο για λογαριασμό του: ας είμαι εγώ καλά, ας τα βγάζω πέρα, κι όλα θα γίνουν. Είναι σαν όλα να έχουν κατακαθίσει μετά την πανδημία και μετά την επίθεση στην πόλη από εκείνα τα ψυχικώς εξουθενωτικά έργα και σαν να μην προσπαθούμε πια. Κυνικοί με την ανακύκλωση, τα ποδήλατα, ακόμη και με το περπάτημα, κυνικοί μέχρι τέλους.
Κι αντί οι άνθρωποι να προσαρμόζουν τη ζωή τους στον καιρό, με σκοπό τη μακροπρόθεσμη επιβίωσή τους, όπως συμβαίνει αλλού στον κόσμο, αναπροσαρμόζουν τις προσδοκίες τους. Μαζεύονται και υποχωρούν εκεί που έχει χώρο γι’ αυτούς, επειδή τον πληρώνουν, στο σπίτι τους, δηλαδή. Αλλά κι εκεί σε βρίσκει ο καιρός. Ακόμη κι από το μπαλκόνι τους έχουν παραιτηθεί. Μια βόλτα στην πόλη αρκεί για να διαπιστώσει κανείς τη φτώχεια τής άλλοτε ασυναγώνιστης αθηναϊκής νύχτας: ο κόσμος κάθεται μέσα και καταναλώνει ενέργεια σαν να αντλεί από ένα ατελείωτο απόθεμα. Απρόθυμος να κάνει την οποιαδήποτε θυσία για το κοινό καλό. Και πώς να μην είναι όταν τρέμει πως θα καεί, θα πνιγεί ή θα πάθει κάτι από την έλλειψη οξυγόνου; Δεν χρειάζεται, όμως, να είναι έτσι τα πράγματα. Δεν είναι όντως μοιραίες αυτές οι εξελίξεις. Το μέλλον μπορεί να είναι κι αλλιώς, δεν χρειάζεται ντε και καλά να είναι δυστοπία.